top of page

Το ροζένιο καταφύγιο


ree

Καθισμένη, γύρω απο το στρογγυλό τραπέζι. Όμορφο, και εντυπωσιακό το ρόδινο σπίτι. Ακουμπισμένη στα σκαλιστά, ξύλινα χέρια της. Αναπολώντας το παρελθόν, το παρόν, και το μέλλον. Μέσα απο τις άχρωμες φωτογραφίες, σε μια αποσκιά της ορθής κοφτής ραφής, που ξεδιπλώνουν τα τετράγωνα, των αναμνηστικών που χωρούν, σαν το τεράγωνο μαζί με το ορθωγόνιο που σχηματίζουν το σπιτικό πλαίσιο της φωτεινής ευτυχίας! Απο την άλλη ξεπηδούσε μπρός, το μεγαλόπνοο τώρα απο τις έχρωμες σελίδες, που γυαλίζουν με τον εντοπισμό του κλέφτη με την χρυσή κουκούλα!! Το μετά χτυπούσε γοργά! Μετακινώντας τους ξύλινους μικρούς έλικες, που αναπηδούσαν οι παλμοί τους σε ολόκληρο το σαλόνι. Στέλνοντας το σημάδι της παρουσίας μας, σε εκείνη την ανθισμένη και ντυμένη αυλόπορτα, απο γυάλινο πέπλο κρύβοντας τις ώρες που μας χώριζαν, απο τις ημέρες και τις νύχτες. Απο τα θαλάσσια μακρινά τοίχη της που απέκρυβε, μέχρι δίπλα στις τζαμωτές πτυχώσεις, που ελευθέρωνε τους χορευτικούς λαμπερούς μαγνητισμούς, που εξέπεμπε κάθε είδους ακτινοβολία το ροζένιο σπιτικό, μέσα στην φτωχή ψυχή ακόμα και αυτήν ενός άγνωστου διαβάτη. Όπως η γαρυφαλλένια διάθεση ξεντώνει τα αέρινα της χάδια, κουλουριασμένη μέσα στην ρόζ ενδυμασία της, και ζηλευτή όπως είναι τραβά όλους τους ήχους που ρέουν μέσα απο το κέντρο τησ καρδιά της, που φωλιάζει και σε αυτήν η δική της θαλπωρή! Οι ίδιες αισθήσεις περικύκλωναν και ζέσταιναν αυτό το σπίτι, σαν να καθόσουν πάνω σε κάρβουνα. Να τσουρουφλίζεσαι! Να καίγεσαι! μα να λαχταράς ποτέ να μην σβήσουν και χαθεί η φλόγα, μαζί με την μυρωδιά που άφηναν τα αποκαίδια της αγάπης! Ποιός πεινασμένος δεν θέλει την τροφή της γειατρειάς του? Ποιός άρρωστος δεν θέλει το φάρμακο του? Ποιό πουλί δεν θέλει να βρεί, το απάγκειο κλαδί? ποιό ορφανό δεν χρειάζεται το ζεστό φιλί, για να ξεχάσει την ψυχρή του εγκατάλειψη? Ποιός γέροσ και ποιός νέος δεν αποζητεί τον γλυκό λόγο της αναπτέρωσης, για να ξανανιώσει και για να μάθει να αναζητά? Το μάτι συνεχίζει να κοιτά λοξά. Δεν μπορούσε να μην ξεστρατίσει απο τα ζωηρά τεχνάσματα, των βαρκών που λίμναζαν πάνω στο νερό. Στην αγκαλιά του κάδρου που τις κρατούσε, σαν μωρό σφιχτά. Μου μιλούσαν και μου έλαγαν να περάσω, μέσα στο καθιστικό λιμάνι. Σκυμμένη πάνω απο το πορσελάνινο στεφάνι, μετρούσα τα μπουκέτα. Να αναγνωρίσω τα πρόσωπα τους. Να αναθεωρήσω τα αρώματα τους. Οι κυβερνήτες του ταξιδιού, οι υπεύθηνοι της οδήγησης, οι κουρδιστές του επιτραπέζιου ρολογιού, κοντοστέκονταν με χάρη παραδίπλα, ανέγγιχτοι απο κάθε είδους λύπη. Σθεναρά χάδια για να ακολουθήσω. Δύο βλέμματα καθάρια! Δύο μακριά σχιστά χαμόγελα! Δύο χαρούμενες εκφράσεις γεμάτεσ φαντασία που με συνέπερναν μέσα στα άδυτα της έκπληξης, που με έκαναν να αντικρίσω τον εαυτό μου! Άρχισα να νιώθω ένα περίεργο συναίσθημα, λές και ξεπήδησε το εικονιζόμενο ψάρι του μυαλού μου, από το πουθενά πάνω στους κιτρινιασμένους και σκασμένους βράχους. Ξαπλωτό πάνω στην μπλέζουσα αλμυρότητα του, καθώς το κύμα έσκαγε μέσα στο στομάτινο σπήλαιο. Ξαφνικά άρχισε να σπάει, σαν κέλυφος καρπού ο χείμμαρος των αρωμάτων που εξέπεμπε το άσθμα, των καλαθένιων φρούτων! Όλες οι κολόνιες της φύσης, της γαλαζοφορούσας, οι ανθισμένες πολιτείες της ολοστρόγγυλης κόψης κάτω από το πέρασμα, το μυστικό ταξίδι, το βιβλίο του χρόνου, ο φτωχός εργάτης, μέσα στην σμίλευση του την τραχιά. Ο πλούσιος εργένης την ώρα του καταραμένου του δείπνου. Σαν σκίτσο που διαγράφεται απο θλιβερή μασκοφορεμένη έλευση, η μια κεφαλή ενός καλογυαλισμενου νομίσματος, που δεν μπρεί να κρυφτεί κάτω απο την τυφλή λάμψη, μιας ατόφιας αλήθειας. Ψάχνεις απεγνωσμένα να ανακαλύψεις τι συμβαίνει, μέσα απο την ροή που ξεγλυστρά ο χρόνος, μέσα στον πυρήνα που σφραγίζει την ψυχή σου! Διαμέσου των παραισθήσεων πάνω στο δέρμα το επίπεδο, όπου σφίγγει τον καναπέ απο την ψυχρή απουσία, σαν να σβήνει τις στιγμές, νιώθωντας ότι τίποτα δεν προυπήρξε. Δεν ξέρεις τι είναι. Τι να περιμένεις η που να σταθείς. Δεν ξέρεις εάν είναι της φαντασίας σου μαγικό η νεογέννητο παραμιλλητό? Αίσθημα μοναδικότητας, αίσθημα μετάλλαξης, από το ψεύτικο στο αληθινό, η απο το γνήσιο στο φθαρτό? Έτσι το ρόζ σπίτι αλλάζει. Κάτι χρωματιστές κορδέλες που δήθεν ανεμίζουν, σχεδιασμένες σαν από πέτρινη οροφή, ξεδένουν τα μυστήρια! αρχιζε και χλόμιαζε, σαν από τρομάρα. άρχιζε και κιτρίνιζε σαν παλάτι βασιλέων. άρχιζε και μπλέζίζε σαν την αφουγκραζόμενη κυματένια μορφή, που κολυμπούσα μαζί της μέσα στο πέλαγος της γνώσης. Άρχίζε και πρασίνιζε σαν τα μπουμπούκια των άνθεων, που είχαν φυτρώσει μέσα στο μυαλό μου. Άρχιζε να κοκκινίζει, από τις αισθήσεις του πάθους ζωής που με κατέκλυζε, που μοιραζόμουν με τον εραστή, με τον πρίγκιπα, με τον απαγωγέα, παρέα με τον φονιά, με τον κοινωνικά ωραίο και τον άσχημο! Τελικώς με ένα ουράνιο τόξο, που ξεπρόβαλλε από μια νεροποντή αναπάντεχη και απροσδόκιτη. Σαν φωτοστεφάνιο πέρασμα από τον θάνατο στην ζωή. Σώζοντας με από τον κατακλυσμό του ανθρώπινου νώε. Έτσι το μισοασχημάτιστο, το ημιτελές σταυροδρόμι που ακολουθάς από τα ζωγραφιστά μονοπάτια που σχεδιάζεις, που χτίζεις με την πίστη σου, γεννοβολώντας η ψυχή, τους μακρινούς προορισμούς της, Συνεχίζεις ακάθεκτα να τραβάς, το σπαθί σου κόντρα στον άνεμο. Σταλαγματιάζοντας την ονειροπλασία, τα ποθούμενα προσπαθώντας να φτάσεις ,να αγγίξεις τα παραδεισένια και ξεκλεμένα ουρανώδη ομοιώματα. Μια ψυχή που διψά για το καθετί καινούργιο. Και για μια ζωή, που διαρκώς εγκυμονεί για ολόφρεσκα ιδανικά! Που κοιτούν να φυτρώσουν, να μεγαλώσουν, και να ανθοφορήσουν την στεγνότητα μιας εδραιωμένης ματαιότητας. Νιώθεις κλεισμένος, μέσα στο καβούκι της ασφάλειας. Ξεμακραίνεις από τους εχθρούς που παραφυλούν, για να αδράξουν την στιγμή της ατομικής σου αιωνιότητας! Αντηχεί στα αυτιά ο υπόκωφος, ο βαθύς, ο υπνωτισμένος, ο μεθυσμένος από μια φλέβα μουσικοροής που καθοδηγεί την καρδιά. Η ψυχή χαροπαλεύει, και το φιλί της σκέψης την ανασταίνει ξανά και ξανά! Δυναμώνει και καταλαγιάζει. Φουντώνει και ξεσπά. Όπως τα μπράτσα του αέρα, που συναρμολογούν και διαλύουν μαζί, τα συννεφοειδή συμπλέγματα μιας ουρανικής περισυλλογής. Σαν νιώθεις και την γεύση της ελευθερίας, να θεριεύει την γλώσσα. Την γλώσσα ενός κόσμου, μιας γης, μιας λέξης και χιλιάδων αισθημάτων! Μιας θεωρητικής πηγής αναβλύζει το αμίλητο νερό, δεν τρέχει δεν κυλά, ούτε καν υπάρχει. Σφραγίζει από την άγνοια, από το άπυρο της ψυχής που δεν αγγίζει, το τέλος. Χέρια, και πόδια φτερουγίζουν. Μαλλιά ανεμίζουν σαν λεπτούφαντη χαίτη. Για πού? κανείς δεν γνωρίζει. Ίσως κάτω από το τραπέζι, στην εστία γύρω από το εγώ, αυτός, αυτή στην γραμματική του τώρα, του χθες, του μετά, του αύριο. Στον τόπο του γήινου σφαιριδίου. Περιτριγυρισμένος από το ξύλο του δάσους, από το μέταλλο της φωτιάς. Στον τόπο του φανταστικού σφαιριδιώματος κυκλωμένος από ταξίδια αμέτρητων συζητήσεων, από σκέψεις νεογνών, που κοιτώντας το παραθυρένιο πλαίσιο, ανοιγοκλείνουν τις παλάμες των ματιών τους. Δραπετεύοντας μέσα από τους κέλινους νευρώνες! Ίσως κάτω από το κρεβάτι, φαντάζει το άψυχο. Μέσα από στερεμένες οφθαλμικές βρύσες. Πάνω στο επίπεδο, σαν ξεροκόματο σε μια γωνιά που λοιμοκτονά, από τον άρτο της ελπίδας. Η αντανάκλαση του θανάτου. Η απεικόνηση του αγγελικού εγώ, μαζί με τον μεγάλο αντίπαλο, που ονομάζεται εαυτός! Αλλά ανάμεσα στα αγγίγματα που ελαφραίνεις, όπως μπαλόνι που πετά, προς τα ουράνια. Η γήινη φούσκα που σκάει από το απαλό μισοάγγιγμα, μιας μικρής κλαδένιας μύτης. Η ψυχή που ξεσπά σε γέλια, και σε κλάματα μέσα από μια ασταμάτητη, και διαρκή αλληλεπίδραση των σκιρτημάτων που χαιδεύονται από γλυκά όνειρα! Από το σάλι της στοργής, που αναπτερώνει σαν το πρώτο, μωρουδίστικο αντίκρισμα. Η σαν τα ξέγνοιαστα παιχνιδίσματα, χωμένος στα χρώματα που γεννούν την ζωή. Αλλά και ακουμπισμένος πάνω στα σκαλοπάτια, του ψυχρού και αδιάφορου που σε κυκλώνουν οι εφιάλτες, που μπορούν να ξαναγεννηθούν ακόμα και από ένα ροζένιο καταφύγιο. Κοιτώντας κατάματα το ψηλό καπέλωμα των σκέψεων σε πλακώνει από μεταμφιέσεις ονείρων, στόχων και απέραντων ονειροπολήσεων, που πεταρίζουν ορμητικά! Κοιτάς κατάχαμα τα έμμεσα και άμεσα ακτινωτά τόξα, που ευθυγραμμίζουν και παραλληλίζουν τους χαμένους διεξόδους. Ακολουθείς και μέσα από αυτό, πνίγεσαι σαν πρωτάρης κολυμβητής. Σαν κυνηγός μέσα στην αχανή ζούγκλα, ψάχνοντας να αρπάξεις τα αισθητά εκείνα από τα ανύπαρκτα. Στα τέσσερα συνεχώς περπατάς, χωρίς να αναλογίζεσαι την αφή, μιας αληθοφανής πραγματικότητας. Μόνο το μυαλό ζυμώνει εικόνες, που τυλίγουν τις σκέψεις καλουπώνοντας τα πλήκτρα, ενός περίπλοκου συνθετικού όρμου. Λανσάροντας τον άνθρωπο με τα χίλια πρόσωπα. Κάθε εικονίδιο, ράβεται και κόβεται φορμάροντας, το ναι και το όχι. Τον μαύρο ουρανό με τα λιγοστά λευκά σύννεφα, που ακόμα έχουν αντέξει. Την φωτιά με το νερό που ανάβει και σβήνει, και με το πρώτο ξεσπιθύρισμα φουντώνει και πάλι. Το ροζένιο καταφύγιο θα είναι παντοτινά εκεί! Θα περιμένει τον χτύπο που θα σημάνει, τον ερχομό των συναισθημάτων που αναχαιτίζεται από μια άγνωστη, προέλευση. Από μια ιδιόμορφη ροπή, που θα κατρακυλά από το ξεφύσημα της, παίρνοντας ζωή, σχήμα, χρώμα, και πλασματικές αλληγορίες που θα διασταυρώνονται, μεταξύ τους από μια αόρατη μίξη, σαν φυσικό ζευγάρωμα! Σαν φρουρός θα καταδιώκει τους εχθρούς, μα και οι εχθροί που θα της ξεγλιστρούν, θα καταχωνιάζονται πάνω, κάτω, μπροστά και πίσω, από κάθε σημειωτή, ασημείωτη και αξιοσημείωτη συνεύρεση. Το ορθόλεπτο του χέρι ανοίγει, την παλάμη την μακρόχυτη. Και καθώς θολώνει μπρος στις οθόνες των ματιών τους, γυαλίζει η ψευδή παραπληροφόρηση της φορητής λάμπας, και τα ανώμαλα παιχνίδια που παίζει ο άνεμος πάνω στις τάσεις του, που ξεπροβάλει ο προσανατολισμός του καταφύγιου. Ανοίγει από το κρύο αχνά-αχνά, ξέπνοα ορμά και σταματά. Προσπαθώντας να ζεστάνει τα ακροδάχτυλα του. Μια αιχμηρή εισβολή παραφυλά. Νιώθει τα χτυπήματα, να σκάνε και να φεύγουν. Σαν το κύμα πάνω στην αμμουδιά. Όπως οι γροθιές του αέρα κλονίζουν, τις σιδερένιες ρίζες του. Αλλά παλεύει και αυτό να αισθανθεί, τα χάδια από τα σχιστομαδημένα πέταλα των λουλουδιών, που κεντρίζουν το ορθοστεκούμενο και πολύχρωμο στήσιμο του. Το ξύσιμο που νιώθει από την επίσκεψη τους, μέσα στην θεόρατη αγκαλιά του, που φτάνει και κλείνει μέχρι τα σγουρομάλλικα στριφογυριστά πλεξίματα , από μακριές και χάλκινες πλεξίδες, που ανεμίζουν χίλια δυο αρώματα που αναβοσβήνουν οι ανταύγιες τους, από χρυσάφινη βαφή. Αμέτρητα και αόρατα σκιαγραφήματα, ακτινογραφούν τα πλήγματα του αλλά και τις χαρές του! Σιγοψιθυρίσματα αντηχούν μέσα από τα βάθη του! Ομιλίες, λόγια και προστάγματα, κοιτούν να το ξεσπαθίσουν από τα ασύνορα ξεστρατίματα του! Αναζοπυρώνουν τρεμοπαίζουν σαν ηλιακά τοξοβόλα μέσα από μισοσκότεινες μπούκες, των βράχων στο καθρεπτίζον είδωλο. Και στο τέλος να σέρνει καταγής, την κούφια σάρκα του όπως το νεκρό ζώο που κίτεται αφημένο και ξεφούσκωτο από ζωή. Διάχυτες οι μαυρογραμμές μιας σκόρπιας διαμέτρου, σου δείχνουν την άδεια καρέκλα που αφουγκράζεται, και αυτήν τον πόνο του μαζί με τον δικό σου. μπρος στα λυπηρά και ακανόνιστα βλέμματα σου. μα και με τις απανωτές ευχές που συλλογίζονται οι εγκεφαλικές συνάψεις, για τον λυτρωμό τους μέσα από το δέσιμο των λέξεων, σε κάθε πέσιμο και τις πιο παραμικρής σπίθας, που αναπτερώνει το ανάστημα του. Και γίνεται το χέρι βοηθείας, για να περιμαζέψει την κάθε επιθυμία. Τότε θεραπεύεται, φιγουράροντας ακρογιαλιές και λαμπρά δειλινά! Ονειροβατείς πάνω στο τεντωμένο του σχοινί, περιμένοντας να σε εκτοπίσει σε κάποιο άλλο γαλαξιακό θέρετρο! Ξεροβήχει και το στίγμα της πνοής, σφραγίζει την στιγμή. Ανάλαφρη αναδύεται και ξεπροβάλει μακριά σαν γάντι πυγμάχου, που απωθούσε τις πίκρες .σαν διχτυωτό νήμα που αγκύλωνε τις ομορφιές. Σαν σάκος σκισμένος που προσπαθούσε, να βρει τις διαφυγές. Όρκους δίνει! Υποσχέσεις κρατεί! Με δαχτυλίδι ζοφερό! Σε μαγνητίζει η κόρη του, κρατώντας σε σφιχτά ακουμπισμένο και στερεωμένο, πάνω από τα θεμέλια. Σαν λάβαρο που στέκει γερά, κοντράροντας έστω και ένα αποιροελάχιστο σημείο της απανεμιάς, από μια αέρινη και άσωτη σκιά του. Κοιτώντας επίμονα τις κοφτερές του γωνίες, σχεδιάζεις το πλάνο των ποθούμενων γύρω από το περίγραμμα του. Μυτερά ακροποδιτά γραφήματα του αναφωνίζουν, αδιάλειπτα την παρουσία του. Μέσα από τον ερχομό σου, περιστρέφεται και σε αφήνει στην ασυδοσία του ελεύθερο! Να καταπιαστείς από τις άκρες του. Δίχως να σε καταπιεί το χείλος της αφάνειας, που περιστοιχίζεται από έναν μακρινό, και ξένο ορίζοντα. Υποτάσσεται στην βούληση σου!! αντικατοπτρισμός του επιφανοκυμάτινου ολοκαυτώματος ενός προσωπογραφήματος, σαν μάτια ζαλισμένα σαν ξαφνικό φώς στο σκοτάδι πνιγμένο. ξετυλίγονται τα χρώματα της ίριδος που αναγράφονταν από κάθε έκφραση. Αναπαριστά την χαρά, την λύπη, την αγωνία, την προσμονή του άγνωστου. Σαν αχνή φιλμοκορδέλα που αποτύπωνε τις αναμνήσεις, του τότε του παρόν, του χθες, και το μέλλον του αύριο! Χτενισμένες παλάμες ακροάζονται τα αναμασημένα γράμματα του λόγου. Νιώθουν τα ίχνη των πρωτόγνωρων βημάτων, των χορευτικών ρυθμών τους, καθώς και τα φευγαλέα εκείνα ποδογυρίσματα, που περίμεναν να ξεφύγουν από το γερό νάρθηκα του, ξεγλυστρώντας πάνω στην γυαλιστερή θαμπάδα των ονειρικών όψεων. Όπως ανασκάπτουν οι ηλιοκαμένες δαχτυλιές, τον παγερό πίνακα εξαπλωμένο σε όλα τα σημεία του, να ξεχωρίζουν ότι διαφένεται από κάτω. Η αρωματένια δέσμη του, μπουκετάρει τις πρώτες ανάσες. Ανασυνδέει το σκάσιμο των εφηβικών μπουμπουκιών. Η πρασινώδη ενδυμασία του, το χνουδωτό επικάλυμμα των αγαπημένων στιγμών, που ο χρόνος προσδιόριζε! Οι ροζ βιολέτες που εξέπεμπαν, την καταζητούμενη θηλυκότητα. Τις παρατραβηγμένες κάθετες γραμμές τους, που δήλωναν την ανήξερη κομψότητα! Τα γαλάζια τριαντάφυλλα που επέδειχναν την αρρενωπότητα, όπου απαριθμούσαν τα χρόνια της ζωηρότητας και της ωριμότητας. Οι πέτρινες διαβαθμίσεις που σαν αρκοντεόν, ανεβοκατέβαζε τους τροχούς που σκάλωναν ένας-ένας, αφήνοντας ξεπετάγματα παιχνιδιάρικων κορναρισμάτων. Στα μικρομεσαία πατήματα ενός ξέφρενου μετρήματος, στις μύτες των ψιλόλιγνων τακουνιών που εφαρμόζουν κάτω από την μητρική προσέλευση. Κάτω από τα συρτά και αργοκίνητα σαλέματα, που αναβροντούν μέσα από τις σκληρές φτέρνες του κουρασμένου πατέρα. Οι σκιές τους στοιχιώνουν τις επιδαπέδιες γωνίες του. Κάθονται και ξαπλώνουν και περιφέρονται, σαν άχρωμες δοξασίες! Στην μικρή γωνιά που συνδέεται με τον αιώνιο όρκο του. Ανάβει την δάδα της νίκης, το πρώτο ανασήκωμα και μετά σβήνει αφού μαγνητίζει, το τραπέζι της οικογενειακής συνεύρεσης! Ξαφνικά έρχεται και στέκεται μπροστά σου. ακούς τους ψιθύρους των απόμακρων φαντασμάτων! Ένα δάκρυ πέφτει, και κυλά καθώς μουσκεύει το μαύρο ξεθωριασμένο, λινό από τα χρόνια ώσπου απλώνεται και μένει εκεί. Μέχρι να φύγει η λύπη. Το αμυδρό χαμόγελο ξεκινά το τώρα. μέχρι να φύγει η νοσταλγία!!! Φεύγεις-γυρνάς, φεύγεισ-γυρνάς και αυτό ακούραστο σε περιμένει. Προσμένει την παρουσία σου. μισεί την απουσία σου. καρτερά με σθένος απέναντι στην κοφτερή βροχή, απέναντι από την απονιά του ανέμου, αντίκρυ από το μαρτύριο της κάψας του ηλίου! Αυτό εκεί περιμένει και αδημονεί! Ώσπου μια μέρα σκυθρωπό μουδιάζει. Τρίζουν τα τζαμωτά παράθυρα, αναμαλλιάζονται τα μαραμένα αγριολούλουδα, ο αέρας σφυρομανά δίνοντας το σύνθημα. Οι πέτρινοι ρωγμάτινοι τοίχοι κλείνουν τις πληγές τους , συρράβονται με άγια πνοή! Ανοίγουν όλα διάπλατα!! Τα σπασμένα σκαλιά εναποτίθεντο. Οι φύτρες των ανθέων ξεμακραίνουν, και χρωματοβάφονται μέσα από μια αμέτρητη και απύθμενη λίμνη λουλακίων! Ντύνοντας το γυμνό ρωγμάτινο του σώμα. Τα σκονισμένα έπιπλα διαγράφονται. Η μικρή γωνία πυρώνει με το διάφανο πανωφόρι της, όπου μέσα της φανερώνονται τα μόρια της ζωής! Το νέο δαχτυλίδι του ακτινοβολεί, και αρραβωνιάζεται για πάντα τους δούλους του. Μόνο αυτό ακούει τις νότες της σύνθεσης, του γέλιου τους. Μόνο αυτό ακούει το οξύ και διαπεραστικό κλάμα, της μοναξιάς. Μόνο αυτό νιώθει την αφή που απαλά αιωρούνται, κάτω από την σάρκα του. Και ξανά μαζί κλείνουν τα πατζούρια. Δενοσφίγγωντας το μυστικό του μάτι. Το άνοιγμα της άφιξης του συνεπιβάτη, αργοπεθαίνει. Το ζοφερό δακτύλιο του, ακροφοριέται από ένα αχνό λευκόχρυσο αστέρι!! Μακριά πολύ μακριά εκεί δίνουν και το τελευταίο, ραντεβού τους. Και τελικά ξαναγέρνει, ξαναπέφτει και χάνεται και σβήνει ολοένα. μέσα από τις σελίδες τις ασπρόμαυρες που φιγουράρει η αδίστακτη χρονοροή. Σε ένα καταμέτρημα, αδιάκοπα ασταμάτητο. Όπου αν μπορούσες να τις ξεφυλλίσεις, θα αντίκριζες μέσα από ερειπωμένα πολυσχέδια, μια όμορφη χαρτογράφηση ενός ζεστού σπιτικού. Μιας καλοσχεδιασμένης φωλιάς. Ενός προστατευτικού σκέπαστρου. Που ανάδευε τις χρωματοψίες που έφεγγαν, μέσα από τις ανθρώπινες ψυχές. Ανάδευε τις μυρωδιές, που ανασύνθετε τις ανθρώπινες ψυχές. Ανάδευε τις γεύσεις που έτρεφε τις ανθρώπινες ψυχές. Και ανέγραφε σε κάθε τμήμα του, τα όνειρα και τις προσευχές που αναδημιουργούσαν, τις ανώνυμες φιλοδοξίες! Η πρώτη μέρα, ξεκινά μαζί του παρέα. Και η τελευταία μέρα, γίνεται πια νύχτα και σε προσκαλεί, σε ένα άλλο διαφορετικό καταφύγιο. Έτσι το ροζένιο αποχρωματίζεται, και ξαναβάφεται με τον ασημένιο ανοιχτό άργυρο, τον αιώνιο και ανέγγιχτο στολισμό, των λαμπεροφώτιστων αστερισμών.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΙΑ

Comments


bottom of page