top of page

Ο άνθρωπος ο μοναχός 💦


ree

Όλοι έφευγαν για τη μεγάλη πόλη. Τους αποχαιρετούσε και καθόταν γαλήνιος στο εργαστήρι του. Δούλευε απ’ το πρωί ως το βράδυ.

Το χωριό, διακόσιοι νοματαίοι όλοι κι όλοι, σ’ ένα κορφοβούνι στο νησί που το μάτι αγνάντευε τη θάλασσα μέχρι πέρα, χωρίς σταματημό. Απομόνωση, ερημιά. Η φύση κι ο Σώτος. Κάποιες ομάδες τουριστών μόνο που εμφανίζονταν το καλοκαίρι, αλαλάζοντας με το τοπίο που έβλεπαν κι έφευγαν.

Κοιτούσαν όλο περιέργεια στον μαχαλά, που ήταν στημένο το ξυλουργείο του Σώτου αλλά δεν τολμούσαν να μπουν μέσα. Εκείνος δεν τους έδινε σημασία και συνέχιζε να κόβει με τα εργαλεία του.

Από μικρός του άρεσε ν’ ασχολείται με το ξύλο. Δεν έλεγε πολλά, δεν είχε μάθει γράμματα, μόνο τα βασικά. Συνέχεια ήταν με το σκαλιστήρι και φιλοτεχνούσε κάποιο δημιούργημα της φαντασίας του. Οι γονείς του απογοητευμένοι, τον πίεζαν ‘’Σπούδασε κάτι γιε μου, να φύγεις  απ΄ αυτόν τον καταραμένο τόπο! Τι θα κάνεις όταν εμείς κλείσουμε τα μάτια μας;’’

Κι όταν έγινε αμούστακο παλληκάρι, πήγε σ’ έναν μάστορα στην πρωτεύουσα του νησιού και του έδειξε την τέχνη. Γύρισε έτοιμος μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη για πρώτη φορά. Μόνος του έχτισε ένα παράπηγμα, δίπλα στο πατρικό του σπίτι κι αφιέρωνε τον χρόνο του εκεί.

Δειλά έρχονταν κάποιοι χωριανοί και του παράγγελναν ένα τραπέζι ο ένας, καρέκλες ο άλλος κι η δουλειά άνοιγε. ‘’Η τρέλα σου σ’ έσωσε Σώτο μου!’’ του ‘λεγε η μάνα του κι εκείνος φούσκωνε από περηφάνια. Μέχρι που πέρασε το κατώφλι του, η κόρη του φούρναρη. Κι εκεί, ένιωσε σαν παιδί φοβισμένο, ερωτευμένο.

Του χαμογέλασε κι άνοιξε όλος ο κόσμος εμπρός του. Κι όταν μετά από μήνες κι ατέλειωτα κλεφτά ραντεβού τον αγκάλιασε, ένιωσε ένα πόνο στην καρδιά, που δεν τον είχε ξανανιώσει.

Η Έλενα όμως, με το αγγελικό πρόσωπο και το κοφτερό μυαλό, είχε στον νου της μεγαλεία. Της άρεσε να περνά τον χρόνο της φλερτάροντας, ήταν και χειμώνας, πού να βρεθεί άνθρωπος σ’ αυτή την ‘’ερημιά’’, όπως την ονομάτιζε και έκανε τη χάρη στον Σώτο.

Έψαχνε αυτόν που θα την πήγαινε στη μεγάλη πόλη και θα την είχε μέσα στα λούσα και τις απολαβές. Μέχρι το καλοκαίρι τον είχε βρει. Ψηλός, γοητευτικός, με δουλειά σταθερή και φυσικά πρωτευουσιάνος. Γρήγορα αντάλλαξαν βέρες αρραβώνων κι άρχισαν τα όνειρα.

‘’Ο γάμος θα γίνει εδώ μάνα! Στο ξωκλήσι με τη θέα από κάτω, το μόνο που αξίζει σ΄αυτό το χωριό! Θα έρθουν όλοι και μετά θα φύγω για πάντα από δω!’’ επέμενε η Έλενα.

Ο Σώτος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Μούγκριζε σαν θηρίο στον ύπνο του. Μάτωνε η ψυχή του, όταν την έβλεπε αγκαλιά με τον άλλον να λάμπει ολόκληρη. Η μάνα του τον παρηγορούσε ‘’Θα βρεις μια άλλη, παιδί μου, καλή γυναίκα. Αυτή ήταν γι’ άλλα..’’

Το αποκορύφωμα ήταν, όταν ο ‘’γαμπρός’’ ήλθε καμαρωτός στο μαγαζί του και του παρήγγειλε μία εξέδρα. Εκεί θα γινόταν ο γάμος, μιας και δεν χωρούσαν όλοι οι ντόπιοι μες στην εκκλησιά. Θόλωσε ο νους του Σώτου. Γέλασε πλατιά κι έδωσαν τα χέρια.

Βάλθηκε να την τελειώσει μόνος του τη δουλειά. Μερόνυχτα με όψη μισότρελου, κοπανούσε τα ξύλα. Στ’ αυτιά του αντηχούσαν οι μουσικές απ’ το τριήμερο γλέντι που ‘χε στηθεί για το τυχερό ζευγάρι.

Έτοιμη, καλογυαλισμένη η δημιουργία του να υποδεχτεί τους πάντες. Έπιασε μια θέση πίσω με το καλό του κοστούμι και περίμενε. Άναψε ένα τσιγάρο και χαμογελούσε κάτω απ’ τα μουστάκια του.

Δεν είχε καλά- καλά αρχίσει η στέψη, όταν όλοι, νύφη, γαμπρός, παπάς και σόι, γκρεμίστηκαν μεμιάς στο κενό. Κραυγές, αλαλαγμοί. Ο χρόνος πάγωσε.

Ο Σώτος γύρισε την πλάτη του κι εξαφανίστηκε. Κι από τότε, δεν τον είδε ανθρώπου μάτι.



Στέλλα Σωτήρκου 🌹

Comments


bottom of page