top of page

ΑΝΩΧΩΡΙ,ΚΑΤΩΧΩΡΙ,ΠΩΣ ΘΑ ΒΓΟΥΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙ🌹

ree

Πίνακας της εικαστικού Ίνα Μελίδου 🌹


“ΑΝΩΧΩΡΙ – ΚΑΤΩΧΩΡΙ, ΠΩΣ ΘΑ ΒΓΟΥΝ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙ”

 

ΠΡΑΞΗ  ΠΡΩΤΗ

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

( Ένα  δωμάτιο  φτωχικού  σπιτιού  σε  χωριό. Στο  χαγιάτι  είναι  ένα  μεγάλο  ξύλινο  τραπέζι .Ένα  βάζο  με  φρέσκα  τριαντάφυλλα  πάνω  στο  κεντημένο  σεμέν  και  στην  άκρη  του  ένα  τασάκι  με  αποτσίγαρα. Από  κάτω  ένα  χαλί  όχι  και  πολύ  σόι  και  δίπλα  μια  κουρελού  σα  διάδρομος.Ο κυρ-Φώτης  καθισμένος  σε  μια  παλιά  καρέκλα  έτοιμη  να  διαλυθεί  στα  εξ  ων  συνετέθη. Άλλες  τρεις  καρέκλες  στο  σκηνικό, δύο  στο  τραπέζι  και  μία  στον  κομμό  που  βρίσκεται  στην  άκρη  αριστερά. Ένα  παράθυρο  που  φέρνει  το  φως  του  ήλιου  το  χειμωνιάτικο  πρωινό  και   πέφτει  πάνω  στη  φωτογραφία  του  μακαρίτη  πατέρα  του, του μπάρμπα-Στέλιου. Μια  ντουλάπα  και  ένα  ντιβάνι  συμπληρώνουν  το  σκηνικό. Το  τζάκι   που  μόλις  μοιάζει   αναμμένο  δίνει  μια  λάμψη  στο  χώρο, που   συνδυασμένη  με  το  φωτισμό  που  έρχεται  από  το  παράθυρο  δημιουργούν  ένα  γλυκό  και  υπό-φωτισμένο   σκηνικό).

       

Κυρ-Φώτης (Μονόλογος) :  (κρατώντας ένα ποτήρι με ελληνικό καφέ)  Βρε, τι  ζωή  κι’ αυτή  που  περνάω. Τόσα  χρόνια  στο  χωράφι  να  φυτεύω  λάχανα  και  μαρούλια, να  φτιάχνω  πατάτες  και  σταφύλια  και  έναν  άνθρωπο  να  μου  πει  μια  καλημέρα  χωρίς  να  ζητήσει  κάτι  δε  γνώρισα. Τι  κόσμος  που  είμαστε! (γυρνώντας  προς  τη  φωτογραφία  του  πατέρα  του) Βρε  πατέρα, εσένα  σου  είπε  κανένας  καλημέρα  χωρίς  να  θέλει  τίποτα;  (μετά  από  λίγο  χρόνο  κοιτώντας  προς  το  παράθυρο) Ποιον   να  πεις; Το  Γρηγόρη  το  μαραγκό; Ίσως! Μα  αυτός  δεν  ήταν  που  ήθελε  ντε  και  καλά  να  μου  φάει  το  χωράφι  εκεί  στην  αρχή  του  δάσους; Τάχα μου  για  να  μην  κουράζεται  να  σούρνει  τα  ξύλα  παρακάτω! ΄Αμ,  ο άλλος, ο  Λευτέρης  της  κυρα-Μήτσαινας; Αυτός  κι’ αν  δεν  ήθελε  κάτι. Τότε  που  έβαζε  για  πρόεδρος  όλο  και  με  κοντοζύγωνε  να  πιάσω  τον  παπα-Θανάση  και  την  παπαδιά  να  τον  ψηφίσουν. Για  μένα  δεν  έλεγε  τίποτα,  με  είχε  σίγουρο. Άσε  να  μη  μιλήσω  για  το  Γιωργάκη  της  γειτόνισσας  της  Νίτσας. Μια  φορά  στο  πανηγύρι  στο  Κάτω-Δαχτυλιό  με  γλυκοκοίταξε  μια  χωριατοπούλα, -ήμαν  και  γλυκό  παλικαράκι-, και  φαγώθηκε  ο  άπιστος  να  με  κακολογεί  γιατί  λέει  του  χάλασα  τη  δουλειά. Ποια  δουλειά; Ούτε  αυτός  χάρηκε, ούτ’ εγώ. Τι  κατάλαβε  ο  μπαμπέσης; Και  περάσαν  από  τότε, ούτε  που  θυμάμαι  πια, πόσα  χρόνια. Και  γω  μονάχος  μου,  κι’ αυτός  ο  αχαΐρευτος .Και  τώρα άντε  να  ξαναβρεθεί  γυναίκα  να  με  καλοκοιτάξει. Έτσι  που  γένηκα! (και  ρουφώντας  μια γουλιά καφέ    απομένει  να  κοιτά  απ’ το  παράθυρο).


Λευτέρης : (φωνάζει  απέξω) Έεε! Φώτη! Είσαι  μέσα; (πλησιάζει  και  χτυπά  την  πόρτα) Φώτη!  Είσαι  μέσα;


Κυρ-Φώτης : Έλα  βρε  Λευτέρη. Μέσα  είμαι.


Λευτέρης :  Έεε! Καλημέρα  Φώτη. Πέρναγα  προς  τα  κάτω  και  είπα  να  σου  πω  μια  καλημέρα.


Κυρ-Φώτης : (κοιτώντας  δύσπιστα) Καλημέρα. Δηλαδή, έτσι  χτύπησες  για  να  πεις  μια  καλημέρα; (γυρνώντας  στο  πλάι χαμηλόφωνα ) Κάποιο  λάκκο  έχ’ η  φάβα.(γυρνώντας  πάλι ,και  αλλάζοντας  τόνο  φωνής) Και  για  πού  το ‘βαλες  πρωί-πρωί;


Λευτέρης : Πάω  να  ποτίσω  το  χωράφι  της  κυρα-Γιώργαινας. Έπεσε  άρρωστη  η  κακομοίρα  η  γριά  και  πάω  να  τη  βοηθήσω.


Κυρ-Φώτης : ( από  μέσα  του) Άμ, αυτό  είναι  που  φοβόμουν. (δυνατά) Άντες, πήγαινε  και  άμα  θες, έρχομαι  και  εγώ σε  λίγο.


Λευτέρης :  Δε  χρειάζεται,  το  καταφέρνω  και  μόνος  μου. Άντε  γεια  τώρα (γυρίζει  βιαστικά  και  φεύγει).


Κυρ-Φώτης : Τώρα  για  καλό  το  είπε  αυτό; Μόνος  του  θα  το  ποτίσει  ή  θα  το  φάει; Κάτσε  να  πάω  και  εγώ  προς  τα  κάτω  να  δω  τι  θα  κάνει.(φοράει  το  σακάκι, την  τραγιάσκα  και  φεύγει  και  αυτός).




 Κωνσταντίνος Καραμπερόπουλος 🌹

 

Comments


bottom of page