"Αντίθετες πορείες"
- ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

- Sep 9
- 3 min read

Άρχισα να κατεβαίνω την Ερμού. Ήταν απόγευμα Σαββάτου.
Ο ήλιος έριχνε κάποιες κλεφτές ματιές στις χαραμάδες των κτιρίων.
Όλα, έμοιαζαν σαν το παρελθόν. Δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό, δυνατό, συνταρακτικό .
Άλλοι συνοδοιπορούσαν όπως κι εγώ προς το Μοναστηράκι.
Άλλοι, ανέβαιναν τη διαδρομή στο πλακόστρωτο του εμπορικού δρόμου.
Ένας αδέσποτος σκύλος στεκόταν ακίνητος έξω από γνωστό πολυκατάστημα και κάποιος μουσικός πιο κει, έπαιζε ροκ επιτυχίες με κιθάρα και φωνή.
Κοιτούσα ερευνητικά τα πρόσωπα. Όσο φαίνονταν δηλαδή κάτω από τις μάσκες που έκρυβαν επιμελώς τουλάχιστον το μισό.
Μάτια με έκφραση, άλλα αδιάφορα, κάποια έντονα βαμμένα.
Όλο το βάρος των γυναικών είχε σωθεί σε ότι ήταν εμφανές.
Μάτια, μαλλιά.
Οι άντρες, πάλι, δεν ανησυχούσαν και πολύ για το θέμα αυτό.
Η μάσκα, έκρυβε μουστάκια, μούσια, ακόμα και το σκαμμένο πρόσωπο απ’ τα σπυράκια.
Τα αγόρια, περπατούσαν με υποψία της μάσκας κάτω από τη μύτη η κράταγαν στο χέρι ένα τσιγάρο, έναν καφέ η ακόμα και ένα κομμάτι κουλούρι, ίσα ίσα για να μην φορούν τον καταναγκασμό.
Η εικόνα δεν άλλαζε όσο κατηφόριζα.
Έφτανα στην πλατεία Μοναστηρακίου, όταν με πλησίασε ένας Γεροντάκος και μου ζήτησε να του δώσω κάποια χρήματα ή να του πάρω κάτι για φαγητό.
Πάντα, όταν κάποιος ζητούσε χρήματα, έλεγα την ίδια ατάκα: αν θέλεις, μπορώ να σου πάρω κάτι να φας και νερό.
Σχεδόν πάντα, τα νεύρα του αιτούντος ήταν υπερβολικά, γιατί δεν ήθελε φαγητό αλλά τη δόση του και χωρίς χρήματα θα είχε στέρηση.
Κι’ αυτό, έδειχνε την αληθινή του επιθυμία.
Έπιανε πάντα.
Όμως, όταν ο Γεροντάκος αυτός μου έδωσε την εναλλακτική, ένιωσα πως έπρεπε να κάνω κι εγώ κάτι.
Έψαξα στις τσέπες μου, αλλά δε βρήκα να του δώσω .
Αποφάσισα λοιπόν να τον πάρω μαζί μου στο απέναντι μαγαζί με τα σάντουιτς και να τον κεράσω.
Με κοίταξε με πολύ παρακλητικό ύφος.
Και μου είπε.
Λεβέντη μου, με συγχωρείς που σου ζητάω τη χάρη, αλλά, ο άνθρωπος που θα το δώσω, δεν μπορεί να φάει κάτι τέτοιο. Μπορείς αν θες να μου πάρεις μια μερίδα σούπα η πουρέ η κάτι πολύ μαλακό.
Τον κοίταξα με κατανόηση.
Εντάξει είπα και τον οδήγησα σε ένα μαγέρικο πιο πέρα.
Μια σούπα παρακαλώ, είπα.
Και αν θέλετε, συνέχισε ο γέροντας, όχι καυτή, χωρίς αλάτι και πιπέρι.
Μάλλον για κάποιον άρρωστο προορίζεται, σκέφτηκα.
Παρόλα αυτά, ζήτησα να γίνει ακριβώς όπως το ζήτησε ο γέροντας.
Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, δε σταμάτησε να μου απευθύνει μέχρι που ξεμάκρυνα απ’ αυτόν.
Η περιέργειά μου όμως δε με άφησε να πάω πολύ μακριά.
Γύρισα και άρχισα να παρακολουθώ την πορεία του.
Και τότε τον είδα να πλησιάζει τον αδέσποτο σκύλο της Ερμού. Εκείνος, κινήθηκε λίγο και κούνησε την ουρά του.
Ο γέροντας, πλησίασε και άνοιξε το πακέτο με τη σούπα και το ψωμί. Άφησε το πλαστικό πιάτο μπροστά στο σκυλί και κάθησε δίπλα του κρατώντας το ψωμί.
Ο σκύλος, έκανε την κίνηση και εξαφάνισε το φαγητό σε ελάχιστο χρόνο.
Πρέπει να ήταν νηστικός, αλλά μάλλον και λίγο άρρωστος.
Ο γέρος αφού δάγκωσε μια μεγάλη μπουκιά από το σκέτο ψωμί, έδωσε το υπόλοιπο στο σκύλο.
Τι μάθημα αγάπης και συμπόνοιας ήταν αυτό.
Πόσο καιρό είχα να δω κάποιον να συμπεριφέρεται να τόση καλοσύνη και αλληλεγγύη σε έναν άλλο , και ιδιαίτερα σε κάποιο ζώο.
Αποφάσισα να πλησιάσω .
Ο σκύλος κούνησε και πάλι την ουρά του, άλλα δεν κινήθηκε.
Ήταν σχεδόν παράλυτος από τη μέση και κάτω και ο γέροντας, αυτός που δεν έτρωγε ο ίδιος, τον φρόντιζε.
Σήμερα, μετά από πέντε μήνες, νιώθω περήφανος που ο γέρος και ο σκύλος του είναι σε πιο καλή κατάσταση.
Σε ένα σπιτάκι στο χωράφι μου, έξω από τη Σπάρτη.
Ο γέροντας επιστάτης και ο σκύλος, φύλακας.
Οι εγχειρήσεις του αποκατέστησαν την κίνηση.
Πόσο χαρούμενος είμαι που και οι δύο ζουν αγαπημένοι και συμβιώνουν αρμονικά μέσα στη φύση.
Κι όλα αυτά, από την απογευματινή βόλτα στον εμπορικό δρόμο της Αθήνας, την Ερμού!!!
Κωνσταντίνος Καραμπερόπουλος🍁




Comments