top of page

Τρία κόκκινα μπαλόνια 🎈🎈🎈


ree

«Το μόνο που θυμάμαι… είναι ένα κόκκινο μπαλόνι…» μουρμούρισε το μικρό αγόρι, κοιτώντας τα παπούτσια του.

Η ψυχολόγος, Εβελίνα Μπαρνς, σημείωσε κάτι στο τετράδιό της. Ύστερα σήκωσε αργά το βλέμμα και έκανε νόημα στον αστυνόμο που καθόταν δίπλα της να βγουν έξω.

Ο διάδρομος μύριζε καμένο καφέ.

«Τι συμπέρασμα βγάζεις;» τη ρώτησε εκείνος.

Η Εβελίνα δεν απάντησε αμέσως. Κοίταξε πίσω από το τζάμι το παιδί που καθόταν ακίνητο. Για μια στιγμή, εκείνο σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Αποκλείεται φυσικά να την έβλεπε˙ μπροστά του υπήρχε καθρέφτης μονής όψης. Δεν ήξερε πως πίσω από το τζάμι στέκονταν άνθρωποι που τον παρακολουθούσαν.

«Δεν είναι μετατραυματικό στρες, Γουίλιαμ. Είναι κάτι πιο βαθύ», αποκρίθηκε, την ώρα που το αγόρι χαμήλωνε ξανά το βλέμμα του. «Το πιθανότερο είναι ότι βρισκόταν μπροστά στη σκηνή του εγκλήματος και το μυαλό του μπλόκαρε την ανάμνηση. Δεν θυμάται πώς σκοτώθηκαν οι γονείς του… και ίσως να μη θυμηθεί ποτέ. Το κόκκινο μπαλόνι που αναφέρει, είναι το αίμα τους. Αυτό που έχει τώρα σημασία» τόνισε τη λέξη «είναι να πάει κάπου που θα νιώθει ασφαλής».

Ο αστυνόμος ένευσε αμήχανα και κοίταξε το αγόρι πίσω από το τζάμι. Εκείνο παρέμενε σκυμμένο, τρίβοντας νευρικά τα δάχτυλα των χεριών του.

«Πού θα πάει;» τον ρώτησε η ψυχολόγος.

«Θα τον πάρει η θεία του, η αδερφή της μητέρας του. Έχουν κι ένα μωρό… Αλλά…» κόμπιασε.

«Αλλά τι;»

«Θα έρθει αύριο το πρωί.»

«Τι;!» ξέσπασε εκείνη.

«Σςς!» της έκανε εκείνος, καθώς ένας άλλος αστυνομικός γύρισε απότομα προς το μέρος τους.

«Θες να μου πεις ότι θα περάσει το βράδυ εδώ; Μετά από όλα όσα συνέβησαν;»

«Δεν υπάρχει άλλη επιλογή».

Η Εβελίνα γύρισε προς το παιδί, που κοιτούσε και πάλι προς το μέρος της, χωρίς ωστόσο να μπορεί να τη δει.

«Υπάρχει» ψιθύρισε.

 

***

Λίγη ώρα αργότερα, ξεκλείδωνε την πόρτα του σπιτιού της. Το παιδί μπήκε χωρίς να πει λέξη. Η βροχή είχε μουσκέψει τα μαλλιά του και μια σταγόνα αίματος φαινόταν ακόμα στο μανίκι του.

«Έλα, αγόρι μου, πάμε στο δωμάτιο να ξεκουραστείς» είπε ήπια.

Εκείνο χώθηκε κατευθείαν κάτω από τα σκεπάσματα και την κοίταξε στα μάτια. Η Εβελίνα χαμογέλασε κουρασμένα και του χάιδεψε τα μαλλιά.

«Όλα θα πάνε καλά. Από αύριο ξεκινάει μια καινούρια ζωή για σένα.»

Έκλεισε την πόρτα και έμεινε για λίγο στο σκοτάδι του διαδρόμου.

Μόλις την άκουσε να απομακρύνεται, το αγόρι σηκώθηκε, ψηλαφώντας στο σκοτάδι, και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη.

 

***

 

Η Εβελίνα, στο δωμάτιό της πια, έβγαλε τα γυαλιά της και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.


Εδώ και χρόνια, από τότε που έχασε την κόρη της, η σιωπή των παιδιών της προκαλούσε μεγαλύτερο τρόμο από το κλάμα. Ίσως γιατί μέσα της γνώριζε πως η σιωπή είναι το τελευταίο στάδιο του φόβου. Ίσως γιατί η δική της κόρη δεν πρόλαβε ποτέ να φωνάξει.

Έσβησε το φως. Ξάπλωσε και τυλίχτηκε με την κουβέρτα. Μια παράξενη αίσθηση την περικύκλωσε· σαν να είχε γυρίσει πίσω στα παιδικά της χρόνια, τότε που φοβόταν τον μπαμπούλα και πίστευε πως, αν σκεπαζόταν καλά, τίποτα δεν μπορούσε να τη βλάψει. Το φως του δρόμου περνούσε μέσα απ’ τις γρίλιες και έπεφτε πάνω στον τοίχο, εκεί όπου άλλοτε κρεμόταν η φωτογραφία της μικρής: ήταν τα όγδοα γενέθλιά της και η κόρη κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι και γελούσε. Η φωτογραφία δεν ήταν πια εκεί. Το κενό πλαίσιο κρεμόταν ακόμα, ελαφρά στραβό.

Τα βλέφαρά της βάρυναν. Μα λίγο πριν πέσει σε βαθύ ύπνο ένας δυνατός κεραυνός την έκανε να πεταχτεί απότομα. Ανακάθισε στο κρεβάτι. Ανέπνεε γρήγορα και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Οι αστραπές διαδέχονταν η μία την άλλη και ο άνεμος σφύριζε σαν τρελός. Ετοιμάστηκε να ξαπλώσει και πάλι, αλλά ένας άλλος ήχος, την έκανε παγώσει στη θέση της.

Σηκώθηκε, και χωρίς να ανάψει το φως, προχώρησε προς την πόρτα και αφουγκράστηκε. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος. Κι ενώ είχε αρχίσει να πιστεύει πως όλα ήταν στη φαντασία της, ο ήχος ακούστηκε και πάλι. Ήταν ένας παράξενος ήχος. Έμοιαζε… σαν μπαλόνι που τρίβεται… Αδύνατον!

Βγήκε στον διάδρομο με γυμνά πόδια, ψηλαφώντας τον αέρα. Έτρεξε προς το δωμάτιο του παιδιού. Η πόρτα του ήταν μισάνοιχτη. Την έσπρωξε.

Ο μικρός καθόταν ήρεμος στο κρεβάτι. Κρατούσε στα χέρια του ένα τεράστιο, φουσκωμένο, κόκκινο μπαλόνι. Στη θαμπή επιφάνειά του καθρεφτιζόταν το πρόσωπό της, παραμορφωμένο.

«Πού το βρήκες;»

Το παιδί την κοίταξε και χαμογέλασε με ένα αθώο, αλλά παγερό χαμόγελο.

«Ήταν πάντα εδώ».

Η Εβελίνα ένιωσε τον αέρα του δωματίου να παγώνει. Μια εικόνα ξεπήδησε στο μυαλό της˙ μια ανάμνηση από την κόρη της που έτρεχε στο πάρκο, κρατώντας ένα ίδιο μπαλόνι˙


εκείνο που άφησε να της φύγει απ’ τα χέρια, λίγο πριν περάσει τον δρόμο˙ λίγο πριν χαθεί για πάντα.

Το αγόρι σηκώθηκε και την πλησίασε. Έπειτα έσφιξε το μπαλόνι μέχρι που έσκασε με έναν δυνατό κρότο.

Εκείνη ούρλιαξε. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, κάτι αιχμηρό καρφώθηκε στον λαιμό της. Προτού σωριαστεί, πρόλαβε να δει, ή μάλλον... νόμισε πως είδε, την κόρη τη να στέκεται πίσω από τον μικρό, κρατώντας το ίδιο κόκκινο μπαλόνι.

«Μαμά…» ψιθύρισε

 

***.

 

Την επόμενη μέρα, το αγόρι βρισκόταν στο αμάξι της θείας και του θείου του και κατευθυνόταν στο καινούριο του σπίτι. Κοιτούσε ανέκφραστο έξω από το παράθυρο. Έστρεψε το βλέμμα στο μωρό που κοιμόταν ήρεμο δίπλα του πάνω στο καθισματάκι του. Στη συνέχεια έχωσε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε δύο ξεφούσκωτα κόκκινα μπαλόνια. Δεν είχε υπολογίσει σωστά. Ανασήκωσε τους ώμους του.

Κοίταξε ανέκφραστο την αντανάκλασή του στο τζάμι του αυτοκινήτου. Μόνο που το πρόσωπο που του ανταπέδωσε το βλέμμα δεν ήταν το δικό του.

Θα βρω και ένα τρίτο μπαλόνι πολύ σύντομα, σκέφτηκε και το παράξενο είδωλο τού έκλεισε το μάτι χαμογελώντας πονηρά.

Λίγο αργότερα, το ραδιόφωνο διέκοψε το μουσικό πρόγραμμα:

«Νεκρή βρέθηκε η ψυχολόγος της αστυνομίας, Εβελίνα Μπαρνς. Οι αρχές…»

 

***

 

Στο σπίτι της Εβελίνας, η φωτογραφία είχε ξαναγυρίσει στη θέση της στον τοίχο.


Το παιδί στην εικόνα κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι. Δίπλα του όμως, στεκόταν μια γυναίκα που δεν υπήρχε πριν στη φωτογραφία, η Εβελίνα. Κοιτούσε τον φακό ανέκφραστη ακουμπώντας το χέρι της στοργικά, πάνω στο κεφάλι της κόρης της.

Και κάπου μακριά, δύο φωνές, μια παιδική και μια γυναικεία, γέλασαν μαζί.



Ερωδίτη Παπαποστόλου 🎈🎈🎈

Comments


bottom of page