top of page

ΤΟ ΤΡΕΝΑΚΙ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΣΕΛΑΣ


ree

Ο Κωστής ήταν ένα παιδί που του άρεσε να ακούει ιστορίες για μακρινά μέρη και ταξίδια σε κόσμους μαγικούς. Όμως, όταν έφτανε η ώρα να πέσει για ύπνο, του ήταν δύσκολο να αφήσει τη φαντασία του και να βυθιστεί στα όνειρα.

Ένα τέτοιο χειμωνιάτικο βράδυ, όταν η νύχτα είχε απλωθεί έξω από το παράθυρό του, ο Κωστής άπλωσε τη ματιά του στο σκοτάδι και ένιωσε πως κάτι τον περίμενε.

Το δωμάτιό του έμοιαζε βγαλμένο από παραμύθι.

Στο ταβάνι του, μικρά φωτάκια σχημάτιζαν αστέρια που έλαμπαν διακριτικά, γεμίζοντας τον χώρο με μια ζεστή, χρυσαφένια λάμψη.

Οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με αφίσες από ουρανούς και τοπία μακρινά, ενώ πάνω στο ράφι δίπλα στο κρεβάτι του υπήρχαν βιβλία γεμάτα περιπέτειες και φανταστικούς ήρωες.

Εκείνο το βράδυ, ο Κωστής κουλουριάστηκε στο κρεβάτι του, νιώθοντας τη θαλπωρή της κουβέρτας του να τον αγκαλιάζει. Ξαφνικά, άκουσε έναν απαλό θόρυβο.

Ένας ψίθυρος… σαν από τροχούς που κυλούσαν πάνω σε ράγες.

Γύρισε το βλέμμα του και είδε κάτι να λάμπει στο πάτωμα.

Το παλιό του τρενάκι – μόνο που αυτή τη φορά, δεν ήταν απλώς ένα παιχνίδι.

Το είδε να κινείται αργά και να σταματά μπροστά στο τζάκι.

Τα μάτια του Κωστή άνοιξαν διάπλατα. «Μα… πώς γίνεται αυτό;» ψιθύρισε.

Πριν προλάβει να το σκεφτεί, το τρενάκι μίλησε με ανθρώπινη φωνή:

«Επιτέλους ξύπνησες!

Σε περιμένω τόσες νύχτες!

Έλα, ήρθε η ώρα να πάμε κάπου μακριά!»

«Μα... πώς;» πρόλαβε να πει ο Κωστής.

«Πάρε τη ζακέτα σου, θα τη χρειαστείς!» απάντησε το τρενάκι.

«Πού θα πάμε;»

«Θα σε πάω κάπου μαγικά!»

Το αστέρι στο ταβάνι του δωματίου έλαμψε πιο δυνατά, και πριν το καταλάβει, ο Κωστής ένιωσε να μικραίνει.

Έγινε τόσο μικρός, ώστε μπόρεσε να χωρέσει μέσα στο μικροσκοπικό βαγόνι.

Ξαφνικά βρέθηκε στο πρώτο του ταξίδι!

Το εσωτερικό του βαγονιού ήταν υπέροχο — χιονονιφάδες έπεφταν έξω από τα παράθυρα, οι κρύσταλλοι έλαμπαν σαν πολύτιμα πετράδια, κι ένα ζεστό φως απλωνόταν στο χώρο.

Στο τραπεζάκι υπήρχε μια ζεστή σοκολάτα κι ένα πιάτο με μπισκότα. Ο Κωστής φόρεσε τη ζακέτα του και κοίταξε έξω από το παράθυρο.

Μπροστά του απλώθηκε η Νορβηγική φύση, σκεπασμένη με χιόνι.

ree

Πλαγιές λαμπύριζαν κάτω από το φως, λευκές αλεπούδες έκαναν βόλτες γύρω από τις παγωμένες λίμνες, και ο ουρανός ήταν ζωγραφισμένος με μπλε και πράσινα πέπλα φωτός.

«Φτάσαμε στη Νορβηγία», του είπε το τρενάκι. «Βγες να δεις τον ουρανό.

Είναι το Βόρειο Σέλας!»

Ο Κωστής δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από το θέαμα.

Ο ουρανός και η γη έμοιαζαν να χορεύουν μαζί μέσα σε φως, χρώματα και μαγεία.

Πάνω από το κεφάλι του, το Βόρειο Σέλας έπλεκε πράσινες, ροζ και μπλε κορδέλες φωτός που λικνίζονταν απαλά.

Ήταν σαν κάποιος να ζωγράφιζε τον ουρανό με πινελιές ονείρου.

«Έλα, πρέπει να συνεχίσουμε!» φώναξε το τρενάκι, και ο Κωστής μπήκε πάλι μέσα.

Το ταξίδι συνέχισε ανάμεσα σε φιόρδ και καθρέφτες νερού.

Στις όχθες, ελάφια έπιναν από το παγωμένο ποτάμι, ενώ ένας καταρράκτης έπεφτε από το βουνό σαν ασημένια κορδέλα.

Ένιωθε πως βρισκόταν στην αγκαλιά του κόσμου.

Το φως του φεγγαριού χάιδευε το πρόσωπό του, κι εκείνος σκεφτόταν:

«Είναι σαν να βρίσκομαι μέσα σε ένα όνειρο».

«Ήρθε η ώρα να γυρίσουμε!» είπε το τρενάκι, κι ο Κωστής μπήκε ξανά στο βαγόνι.

Μια γνώριμη φωνή ακούστηκε τότε:

«Κωστή, ξύπνα!

Ώρα να ετοιμαστείς για το σχολείο!»

Άνοιξε τα μάτια του.

Ήταν πίσω στο δωμάτιό του.

Στο πάτωμα υπήρχε νερό, σαν μικρές σταγόνες χιονιού, και το τρενάκι στεκόταν ακίνητο στη θέση του.

Ο Κωστής χαμογέλασε.

«Ήταν όνειρο;» αναρωτήθηκε, αλλά μέσα του ήξερε πως όχι.

Το τρενάκι φάνηκε να λαμπυρίζει απαλά και του ψιθύρισε:

«Κάθε βράδυ που θα κοιμάσαι, μπορείς να με καλέσεις ξανά.

Δεν χρειάζεται να φοβάσαι το σκοτάδι.

Είναι η πόρτα για έναν κόσμο γεμάτο φως και μαγεία».

Ο Κωστής σηκώθηκε, κοίταξε το τρενάκι και ένιωσε μια μικρή ζεστασιά στην καρδιά του.

Ήξερε πως το βράδυ, το ταξίδι θα ξανάρχιζε…

ΛΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕΞΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ


Comments


bottom of page