"ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ"
- ΕΡΩΔΙΤΗ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

- May 8
- 3 min read

Η Σοφία κάθισε δίπλα στο παράθυρο και κοίταξε τη βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς. Έπειτα χάιδεψε τη φουσκωμένη κοιλιά της.
Παιδί του χειμώνα, σκέφτηκε.
Πάντα της άρεσε ο χειμώνας. Της έδινε την αίσθηση πως όλα ήταν γυάλινα, παγωμένα, μυστηριακά, εύθραυστα. Όταν το χιόνι κάλυπτε τα πάντα σαν λευκή κουβέρτα, εκείνη ένιωθε την παγωνιά να κυλά στις φλέβες της, κάνοντάς την να αισθάνεται ζωντανή.
Σε ένα μήνα θα τον κρατούσε στα χέρια της: τον γιο της˙ τον μονάκριβό της˙ αυτόν για τον οποίο θα έκανε τα πάντα.
Δεν ήθελε νοσοκομεία˙ ούτε γιατρούς˙ ούτε ξένους να τολμήσουν να αγγίξουν το αγγελούδι της. Ήθελε να γεννήσει στο σπίτι, μονάχα με μια μαία για να μην το ματιάσει κανείς.
Και αυτή η μέρα δεν άργησε να έρθει. Σύντομα τον κρατούσε στα χέρια της. Έμοιαζε με αληθινό πρίγκιπα. Τα μαλλιά του ήταν σαν ξανθά δαχτυλίδια και τα μάτια του γριζογάλαζα, σαν το χρώμα του ουρανού τον χειμώνα. Τον κοιτούσε χαμογελαστή, όταν ξεπήδησε στο μυαλό της μια ανάμνηση˙ μια ανάμνηση που προσπαθούσε να απωθήσει από τη στιγμή που έμαθε την ημερομηνία γέννησης του μικρού.
«Να τα φοβάσαι τα Παιδιά του Χειμώνα», της είχε πει η γιαγιά της, εκείνη η παράξενη γυναίκα από την Ήπειρο, που πίστευε σε καλικάντζαρους και νεράιδες. «Όσα γεννιούνται από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, κουβαλούν το κακό μέσα τους».
Κούνησε το κεφάλι της και την απώθησε αμέσως. Πριν όμως η σκέψη εξαφανιστεί, θα ορκιζόταν ότι είδε ένα γαμψό νύχι να ξεπροβάλει από το μικρό δαχτυλάκι του παιδιού. Σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε εξαφανιστεί.
«Η κούραση φταίει.
Και η αγωνία της γέννας», μουρμούρισε.
Μα όσο κι αν προσπαθούσε να το ξεχάσει, από εκείνη τη μέρα και μετά, κάτι μέσα της άλλαξε.
Το βρέφος κοιμόταν κουρνιασμένο στην αγκαλιά της, αλλά κάθε φορά που το κοίταζε, την κυρίευε ένας αδιόρατος φόβος. Δεν ήταν μόνο το βλέμμα του που μερικές φορές έμοιαζε, υπερβολικά... «συνειδητό» για νεογέννητο. Έφταιγε και το ότι κάθε φορά που τον άγγιζε, ρίγος διαπερνούσε το κορμί της.
Μέρα με τη μέρα, ο μικρός Winty —έτσι τον ονόμασε, γιατι γεννήθηκε χειμώνα— μεγάλωνε. Μα όσο μεγάλωνε εκείνος, τόσο ζάρωνε εκείνη. Τα μαλλιά της άρχισαν να ασπρίζουν. Το δέρμα της έχανε τη λάμψη του. Τα χέρια της έμοιαζαν με ξεραμένα κλαδιά. Έτρωγε, αλλά εξακολουθούσε να πεινά. Κοιμόταν, αλλά δεν μπορούσε να ξεκουραστεί.
Ο Winty δεν έκλαιγε σχεδόν ποτέ. Την κοιτούσε με τα γκριζογάλαζά του μάτια και άπλωνε τα χέρια του με σιωπηλή αξίωση. Εκείνη του τα έδινε όλα — το γάλα της, την αγκαλιά της, τον ύπνο της, τη ζωντάνια της.
Η Σοφία δεν μιλούσε. Μόνο παρατηρούσε. Και τη νύχτα, όταν τον άφηνε στο κρεβατάκι του, έπιανε τον εαυτό της να σκέφτεται σιωπηλά:
Δεν είναι δικό μου παιδί. Είναι κάτι που βγήκε μέσα απ’ τον χειμώνα και με στοίχειωσε.
Κάθε νύχτα, ονειρευόταν ρίζες να απλώνονται απ’ το πάτωμα και να μπλέκονται γύρω από το σώμα της. Μια φορά, τον είδε να στέκεται ακίνητος στο παράθυρο κοιτώντας το φεγγάρι. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. Μα η ανάσα του είχε θολώσει το γυαλί κι εκεί, πάνω στην πάχνη, η Σοφία διέκρινε μια παράξενη μορφή να σχηματίζεται: μια σκιά με λεπτά χέρια, μακριά δάχτυλα και γαμψά νύχια που απλώνονταν σαν ρίζες πάνω στο τζάμι.
***
Όταν έγινε έξι χρονών, το αγόρι έπαψε να μεγαλώνει. Το σώμα του σταμάτησε να αλλάζει, σαν να είχε παγώσει στον χρόνο. Εκείνη όμως συνέχιζε να μαραίνεται. Να λυγίζει. Δεν μπορούσε πια να βγει έξω την ημέρα — το φως την πονούσε, πλήγωνε το δέρμα της. Εμφανιζόταν μόνο τη νύχτα με τους γείτονες να ψιθυρίζουν διαρκώς πίσω από την πλάτη της.
***
Τρία χρόνια πέρασαν από τότε κι εκείνος εξακολουθούσε να μη μεγαλώνει.
Μια νύχτα, την πλησίασε στο σκοτάδι.
«Μαμά», είπε, «είμαι ακόμα πεινασμένος».
Εκείνη δεν αντέδρασε. Έγνεψε απλώς. Τον τράβηξε στην αγκαλιά της και τον κράτησε σφιχτά, μέχρι που το πρόσωπό της θρυμματίστηκε σαν λεπτός πάγος.
Την επόμενη μέρα, το παιδί εξαφανίστηκε. Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Η Σοφία έπαψε να εμφανίζεται στη γειτονιά. Δεν άνοιγε καν τα παράθυρα του σπιτιού της. Πέρασαν μέρες μέχρι να παρατηρήσουν οι γείτονες την απουσία της. Όταν οι αρχές έσπασαν την πόρτα, τη βρήκαν καθισμένη στο πάτωμα, αγκαλιά με μια ξεφτισμένη κουβέρτα.
Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ζωγραφιές με ρίζες που τύλιγαν ανθρώπινα σώματα.
Εκείνη δεν τους έδινε σημασία. μονολογούσε σιγανά, με σπασμένη φωνή:
«Σου έδωσα το σώμα μου. Το αίμα μου. Μεγάλωσες μέσα μου σαν σκιά. Με κατέτρωγες. Κι εγώ; Εγώ έγινα μια άδεια μήτρα. Ένα κουφάρι».
Ο μικρός, είχε φύγει από κοντά της όταν ήταν έξι χρονών. Οι κοινωνικές υπηρεσίες τον απομάκρυναν ύστερα από ανώνυμη καταγγελία: η μητέρα του πίστευε πως το κακό τον είχε κυριεύσει. Γι’ αυτό τον κρατούσε ξύπνιο τα βράδια, άναβε κεριά, ψιθύριζε λόγια στα σκοτάδια.
Τα τελευταία τρία χρόνια, η Σοφία πίστευε πως το παιδί της είχε μείνει μαζί της. Πως δεν μεγάλωνε. Πως είχε μείνει στάσιμος σε εκείνη την ηλικία που τον πήραν από κοντά της.
Στο μυαλό της, το χιόνι δεν έλιωσε ποτέ.
Έμεινε παγωμένο.
Μαζί με το παιδί.
Μαζί της.
Ερωδίτη Παπαποστόλου 🌹




Comments