Το δικό της μαζι
- ΜΑΡΙΑ ΜΙΤΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
- Aug 5
- 5 min read

Έβλεπε το μπουκάλι με το φελλό να επιπλέει στην επιφάνεια της θάλασσα.
Κάποιος έπαιζε με την ψυχή της. Λες να ήταν το δικό του γράμμα; Εκείνο που δεν της έδωσε ποτέ στην τελευταία τους συνάντηση; Δεν τον άφησε. Κι εκείνος, με μια αψυχολόγητη κίνηση, το έχωσε στο άδειο μπουκάλι από λευκό κρασί που μόλις είχαν τελειώσει και το πέταξε στη θάλασσα.
Είχαν περάσει δέκα μήνες από το άγαρμπο αντίο της. Αλλά εκείνος της είχε πει: «Αν αυτό το γράμμα βρει εσένα, τότε δεν μπορεί· η ζωή, το κάρμα, μας θέλει μαζί!»
Του είχε ζητήσει πολλές φορές εκείνο το βράδυ · να της πει τι της έγραφε. Η άρνησή του πεισματική: «Αφού δεν δέχτηκες να το πάρεις, τότε άφησέ το στην τύχη. Αν είναι να σου έρθει, θα έρθει.»
Ένα αγοράκι που έπαιζε στην αμμουδιά πλησίασε να το πιάσει, αλλά εκείνη, με ένα σάλτο, το άρπαξε με τρεμάμενα χέρια. Το παιδί την κοίταξε ξαφνιασμένο.
Ένα κρύο ρεύμα αέρα τρύπησε τη ραχοκοκαλιά της, κι ας ήταν τόσο ζέστη αυτό το αυγουστιάτικο μεσημέρι. Ποτέ δεν πήγαινε στη θάλασσα τέτοια ώρα, αλλά μετά το όνειρο που είδε το ξημέρωμα, είχε μια παράξενη αίσθηση ότι θα τον έβλεπε ξανά.
Η λιωμένη ετικέτα στο μπουκάλι δεν της θύμιζε τίποτα. Το τρέμουλο στα χέρια της δεν βοηθούσε να βγάλει τον σφηνωμένο φελλό.
Ο μικρός συνέχισε να την κοιτάζει.
«Μήπως θα ήταν καλύτερα να το σπάσεις;». Η φωνή του την έβγαλε από τον λήθαργο.
Έπιασε το μπουκάλι από τον λαιμό και χτύπησε τον πάτο του απότομα σε έναν βράχο. Το γυαλί έσπασε. Έβγαλε το κιτρινισμένο χαρτί και πέταξε το υπόλοιπο στον κάδο.
Πήγε στη ξαπλώστρα και μάζεψε τα πράγματά της. Ξαφνικά, ο ήλιος της φάνηκε αφόρητος. Αν έμενε λίγο ακόμα εκεί, θα σωριαζόταν.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και άναψε αμέσως το κλιματιστικό. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της και πήρε μια βαθιά αναπνοή! Έπρεπε να δει τι γράφει αυτό το χαρτί. Ήταν όντος από εκείνον;
Τα χέρια της ήταν σαν να συνεργάζονταν με την ακαταστασία στο μυαλό της.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ήπιε λίγο νερό.
Από τις πρώτες κιόλας λέξεις ήξερε, ήταν το δικό του γράμμα. Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν αλόγιστα από τα μάτια της.
Αγάπη μου,
Ξέρω δεν θες να σε φωνάζω αγάπη μου· μα έλα που εσύ είσαι η μια!
Χτες μου είπες ότι πρέπει να χωρίσουν οι δρόμοι μας και ο καθένας να ζήσει τη ζωή του, όπως θα έπρεπε. Πληγώθηκα και ας μην έδειξα τίποτα.
Σκέφτηκα ότι εσύ δεν ένιωσες, ότι εσύ δεν αγάπησες, αλλά ήταν της στιγμής…
Ξαναδιάβασα όλα τα παλιά μας μηνύματα. Εκεί ήταν που μου χάρισες την ψυχή σου, το γέλιο σου, την αυθεντικότητα σου, τον αυθορμητισμό σου!! Εκεί είδα πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν, πόσο με αγάπησες. Ξέρεις έχω ακόμα τις φωτογραφίες σου…ναι τις κράτησα όλες και ας σου είχα υποσχεθεί ότι θα τις διέγραφα. Χαίρομαι που δεν τις διέγραψα, γιατί είναι ο μόνος τρόπος να δω ξανά το αυθεντικό σου χαμόγελο.
Δεν χαμογελάς πλέον όπως πριν και ξέρω φταίω εγώ και το ψέμα μου…μα το ήξερες από την αρχή !
Δεν ξέρω αν τα πράγματα θα πάνε ποτέ προς όφελός μας, δεν ξέρω αν ποτέ η ζωή μας επιφυλάσσει ένα «Μαζί» αλλά θέλω ξέρεις πως ήμουν εκεί, πάντα ήμουν εκεί!
Ανάμεσα μας γεννήθηκε κάτι ξεχωριστό, κάτι που δεν υπολογίζαμε ότι θα γίνει τόσο δυνατό, αλλά ξέφυγε!
Είχαμε κάνει μια κρυφή συμφωνία «...να μην ερωτευτούμε ποτέ». Έλα όμως που άλλα λέει το στόμα και άλλα η αγκαλιά. Και η δική μας αγκαλιά έκλεισε σαν παζλ που βρήκε το ταίρι του και κούμπωσε!!
Με τους περισσότερους ανθρώπους, μπορώ να μιλάω για ώρες και πάλι να νιώθω ότι τα κρατάω όλα μέσα μου. Αλλά μαζί σου, ακόμη και λίγα λεπτά είναι σαν να ανοίγω ένα παράθυρο. Βρίσκω τον εαυτό μου να λέει πράγματα που δεν σχεδίαζα να μοιραστώ και, κατά κάποιο τρόπο, νιώθω ασφαλής, σαν να είμαι τυλιγμένος σε μια ήσυχη αγκαλιά. Αυτή είναι η σύνδεση που πάντα χρειαζόταν η καρδιά μου. Και όταν η καρδιά ψυχή μου συμφωνεί με το μυαλό « the game is over!»
Ξέρω ότι δίνοντας σου αυτό το γράμμα, σου είπα να το διαβάσεις όταν θα είσαι πλέον μόνη και μακριά μου, γι’αυτό να ξέρεις ένα μόνο πράγμα…
Μου λείπεις!
Παντοτινά δικός σου!
Έσφιξε το γράμμα στο στήθος της και έκλεισε τα μάτια. Τα δάκρυα έτρεχαν ακόμη από τα μάτια της.
Ξαφνικά όλα μέσα της άλλαξαν. Το μυαλό της είχε πάψει πια να τρέχει σε κύκλους. Όλα είχαν πάρει τη θέση τους. Τον ήθελε, δικό της!
Όχι όπως τον ήθελε κάποτε. Τον ήθελε τώρα. Έτσι όπως είναι. Με τις αλήθειες και το ψέμα του. Με τα λάθη και την αγάπη του.
Άρπαξε το κινητό της, μπήκε στην εφαρμογή κρατήσεων και χωρίς δεύτερη σκέψη, έκλεισε το πρώτο εισιτήριο. Δεν την ένοιαζε πού ήταν, ακόμη και στην άλλη άκρη του κόσμου να ήταν, θα τον έβρισκε.
Η ζωή δεν δίνει συχνά δεύτερες ευκαιρίες, αλλά όταν τις φέρνει μπροστά σου, είναι κρίμα να τις αφήνεις να ξεβράζονται σαν μπουκάλια στην ακτή.
Γύρισε το κλειδί και έβαλε μπρος, όπως μπροστά της ήταν και η απόφαση μέσα της.
Δεν ήξερε τι θα έβρισκε. Δεν ήξερε αν την περίμενε. Αλλά ήξερε κάτι άλλο, πιο δυνατό, τον αγαπούσε και ήταν έτοιμη να μάθει την αλήθεια του!
Στεκόταν απέναντι από την είσοδο της δουλειάς του. Τα πόδια της έτρεμαν. Όχι από φόβο αλλά από την ένταση που κρατούσε πολλές μέρες μέσα της.
Ήταν πάλι εκεί, σχεδόν μπροστά του, μετά από σχεδόν ένα χρόνο!
Πέρασαν μπροστά της άνθρωποι, ένας-ένας, κρατώντας καφέδες, τσάντες, κινητά.
Εκείνη τίποτα. Μόνο μια μικρή βαλίτσα, ένα κιτρινισμένο γράμμα στην τσέπη και μια απόφαση στην ψυχή.
Δεν τον είχε ειδοποιήσει. Δεν του είχε γράψει.
Δεν ήθελε να του δώσει χρόνο να σκεφτεί. Ήθελε να του δώσει μόνο μία στιγμή, να δει την αλήθεια του τώρα.
Δεν είχε σχέδιο. Δεν είχε σενάριο.
Είχε μόνο το βλέμμα της στραμμένο στη σκάλα, εκεί απ’ όπου κατέβαινε κάθε μέρα εκείνος, χωρίς να ξέρει πως σήμερα, όλα θα άλλαζαν.
Και τον είδε.
Πρώτα τα παπούτσια του, ύστερα τους ώμους του, το πρόσωπο του.
Δεν είχε αλλάξει. Ίσως λίγο πιο κουρασμένος.
Ίσως λίγο πιο άδειος.
Την είδε. Σταμάτησε.
Ο κόσμος γύρω τους συνέχιζε να κινείται. Φασαρία, κίνηση, φώτα, ήχοι. Αλλά ανάμεσά τους… σιωπή.
Αυτή η σιωπή που μόνο οι ψυχές αναγνωρίζουν, όταν έχουν ξανασμίξει.
Εκείνη ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν, αλλά δεν άφησε τα δάκρυα της να πέσουν. Όχι αυτή τη φορά. Αυτή τη φορά, στεκόταν όρθια, γεμάτη αγάπη, ξύπνια, ζωντανή!!
Εκείνος άφησε την τσάντα του να πέσει στο πεζοδρόμιο.
Ένα μικρό βήμα. Μετά άλλο ένα.
Έφτασε κοντά της.
Και τότε, μόνο τότε, το πρόσωπό της λύγισε. Όχι από πόνο, αλλά από αναγνώριση. Από την αίσθηση πως γύρισε σπίτι!.
Έβγαλε μόνο το κιτρινισμένο γράμμα από την τσέπη της και απλά του το έβαλε στο χέρι του!
Δεν μίλησαν. Η αγκαλιά τους κούμπωσε σαν δυο κομμάτια παζλ.
Ότι έπρεπε να ειπωθεί, είχε ήδη γραφτεί · σε ένα κιτρινισμένο χαρτί, κλεισμένο σε ένα μπουκάλι, ταξιδεμένο απ’ τη θάλασσα μέχρι την άκρη του κόσμου.
Και τώρα ήταν ξανά εδώ. Μαζί στην αγκαλιά του!!
💞💞💞💞
Μαρία Μιτα Νικολάου
«Το δικό τους μαζί»
Comments