Τι θα γινόταν αν...
- ΕΡΩΔΙΤΗ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

- Jul 14
- 3 min read

Κοιτούσε την καρδιά που είχε ζωγραφίσει στην άμμο. Τα κύματα έσκαγαν στην ακτή, αλλά δεν την είχαν ακόμη φτάσει. Εκείνη καθόταν πάνω σε ένα βράχο, με τα μάτια κλειστά, αφήνοντας την αρμύρα να χαϊδεύει το πρόσωπό της.
Κάπου, στο βάθος, της φάνηκε πως άκουσε μια ανάσα που δεν ήταν δική της.
Όχι σήμερα, είπε από μέσα της. Όχι σήμερα.
Ξαφνικά, την πλημμύρισε μια έντονη αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθούσε. Άνοιξε απότομα τα μάτια και κοίταξε γύρω της. Κανείς.
Αναστέναξε και χαμήλωσε το βλέμμα. Μα τότε τινάχτηκε: δίπλα της είχαν εμφανιστεί βήματα στην άμμο﮲ βήματα που ήταν βέβαιη πως πριν δεν υπήρχαν. Σηκώθηκε αμέσως και τα ακολούθησε. Προσπέρασε την καρδιά και βάδισε μέχρι την άκρη της παραλίας. Τα ίχνη σταματούσαν απότομα, λες και αυτός που τα άφησε είχε… πετάξει.
Θύμωσε με τον εαυτό της που επέτρεψε στη φαντασία της να την ξεγελάσει και γύρισε πίσω. Καθώς περνούσε ξανά από το σημείο όπου είχε σχεδιάσει την καρδιά, είδε πως τα κύματα είχαν δυναμώσει και την έπνιγαν. Έσκυψε για να δει αν είχε αρχίσει να σβήνει. Όμως κάθε φορά που την άγγιζε το νερό, τα σημάδια γίνονταν πιο βαθιά, πιο έντονα. Σχεδόν κόκκινα. Συνοφρυώθηκε και κοίταξε γύρω της.
«Πού είσαι;» φώναξε. «Ξέρω ότι είσαι εδώ! Φανερώσου!»
Ένα μικρό, παιχνιδιάρικο γέλιο την έκανε να στραφεί απότομα. Πίσω από τα κύματα, μια μικρή γοργόνα χόρευε και της χαμογελούσε πονηρά. Κρατούσε στα χέρια της ένα κοχύλι.
«Το θέλεις;» τη ρώτησε με νόημα. «Μπορείς να ακούσεις τον ωκεανό μέσα από αυτό!» της φώναξε και το ακούμπησε στο πρόσωπό της. «Μπορείς να ακούς κι εμένα πιο καθαρά!» πρόσθεσε ψιθυριστά, λες και στεκόταν ακριβώς δίπλα της.
Εκείνη γύρισε απότομα, μα η γοργόνα δεν είχε μετακινηθεί. Έπαιζε με τακύματα. Πετούσε το κοχύλι ψηλά και το ξανάπιανε. Εκείνη απέστρεψε το βλέμμα και κάθισε πάλι στα βράχια, γυρνώντας της την πλάτη.
«Έι!» φώναζε η μικρή γοργόνα. «Έι!» ξανά, πιο δυνατά.
Αλλά εκείνη δεν την άκουγε. Είχε κλείσει σφιχτά τα μάτια καλυπτοντας τα αυτιά με τα χέρια.
«Όσο κι αν προσπαθείς δεν μπορείς να με κάνεις να σωπάσω!» της ψιθύρισε και πάλι δίπλα στο αυτί της.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια τρομαγμένη και κοίταξε τριγύρω. Η γοργόνα είχε εξαφανιστεί. Κατέβηκε από τον βράχο και ξάπλωσε στην άμμο. Ξαφνου ένα καβούρι πέρασε δίπλα από το κεφάλι της. Στη ράχη του, κουβαλούσε το κοχύλι. Το πήρε στα χέρια της. Το ήξερε αυτό το κοχύλι. Το είχε κρατήσει ξανά. Εκείνος της το είχε δώσει.
«Ακούς τον βυθό μέσα του», της είχε πει τότε. «Ακόμα κι όταν όλα είναι σιωπηλά».
Το καβούρι άρχισε να βουλιάζει στην άμμο, μεχρι που εξαφανίστηκε.
Ανασηκώθηκε. Η γοργόνα έπαιζε και πάλι μέσα στα κύματα, φορώντας ένα λουλούδι ανάμεσα στα κατακόκκινα μαλλιά της. Με την προσοχή της στένεμ στραμμένη προς τα εκεί δεν πρόσεξε το δυνατό κύμα που ήρθε καταπάνω της. Τα μαλλιά της γέμισαν φύκια. Τράβηξε ένα και το έφερε μπροστά στα μάτια της. Το κοροϊδευτικό γέλιο της γοργόνας αντήχησε πιο δυνατά από ποτέ. Έβγαινε πλέον και από το κοχύλι.
Σηκώθηκε απότομα και το πέταξε με δύναμη προς το μέρος της. Τη χτύπησε στο κεφάλι. Η γοργόνα γούρλωσε τα μάτια, έντρομη. Ένα ρυάκι αίματος κύλησε από το μέτωπό της. Την επόμενη στιγμή, την κατάπιε η θάλασσα.
Δυνατός άνεμος φύσηξε και παρέσυρε ένα σπασμένο κλαδί, το οποίο καρφώθηκε όρθιο στο κέντρο της καρδιάς στην άμμο. Αίμα ξεπήδησε και χύθηκε στη θάλασσα.
Εκείνη ξάπλωσε στην άμμο και κοίταξε τον ήλιο κατάματα.
Τι θα γινόταν αν… σκέφτηκε.
Τι θα γινόταν αν μπορούσε να γίνει σαν τη γοργόνα και να χαθεί στα κύματα;
Αν μπορούσε να κάνει όλες τις φωνές να σωπάσουν, όπως έκανε με τη δική της;
Αν δεν είχε αγγίξει ποτέ το κοχύλι, αν το είχε προσπεράσει όπως έκανε με όλα όσα πονούσαν;
Ανασηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω. Διάφανες σιλουέτες ανθρώπων που ούρλιαζαν και έτρεχαν πανικόβλητοι, πέρασαν μέσα από το σώμα της και χάθηκαν στη θάλασσα.
Τι θα γινόταν αν δεν είχε πάει ποτέ στην παραλία εκείνη την ημέρα;
Αν η μικρή γοργόνα δεν υπήρξε ποτέ, αλλά εκείνος που την έκανε μούσκεμα ήταν ο μικρός της αδερφός;
Αν στο χέρι της δεν κρατούσε κοχύλι αλλά μια μεγάλη πέτρα;
Αν δεν την είχε πετάξει στη γοργόνα αλλά στον αδερφό της;
Αν δεν είχε ζωγραφίσει εκείνη την καρδιά στην άμμο, αλλά την είχε σχηματίσει το αίμα που έτρεχε από το κεφάλι του, καθώς η μητέρα τους τον κρατούσε μέσα στους λυγμούς;
Και τι θα γινόταν αν τώρα δεν βρισκόταν στην παραλία, αλλά σε ένα λευκό δωμάτιο φορώντας μια άσπρη ρόμπα που δεν την άφηνε να κουνήσει τα χέρια της;
Τι θα γινόταν αν…
Το κοχύλι εξακολουθούσε να ψιθυρίζει
Ακόμα κι όταν όλα τα άλλα είχαν σιγήσει;
Ερωδίτη Παπαποστόλου 🌹




Comments