top of page

Τα χαλασμένα παιχνίδια...


ree

Ο Άγιος Βασίλης καθόταν στην κουνιστή του πολυθρόνα και κοίταζε με περιφρόνηση ένα ξύλινο στρατιωτάκι που του έλειπε το ένα πόδι. Το σήκωσε από το ράφι, το ζύγισε στο χέρι του και συνοφρυώθηκε.

«Δεν αξίζει να διορθωθεί» μουρμούρισε. «Η διόρθωση κοστίζει». Το πέταξε με δύναμη σε ένα σκοτεινό καλάθι στη γωνία του εργαστηρίου. «Άχρηστο. Στα σκουπίδια».

Έσιαξε τα στρογγυλά του γυαλιά και χάιδεψε τη λευκή του γενειάδα. Σήμερα ήταν Παραμονή. Όλα έπρεπε να είναι τέλεια.

Δοκίμασε να κουνηθεί ελαφρά με την πολυθρόνα, μα εκείνη έμεινε ακίνητη, σαν κάτι να την κρατούσε καρφωμένη στο χαλί. Συνοφρυώθηκε. Έβγαλε τον πάπυρο με τη λίστα του και άρχισε να τον ξετυλίγει.

Τα φώτα τρεμόπαιξαν. Ένα παγωμένο ρεύμα διέσχισε το δωμάτιο, παρόλο που τα παράθυρα ήταν σφαλισμένα. Κοίταξε έξω από το τζάμι. Το λευκό χιόνι άστραφτε παράταιρα μέσα στο ξαφνικό σκοτάδι. Πατημασιές άρχισαν να εμφανίζονται από το πουθενά, κατευθυνόμενες προς την πόρτα του εργαστηρίου.

Ένα πνιχτό, παιδικό γέλιο ακούστηκε.

«Φλιτ;» φώναξε.

Πριν προλάβει να σηκωθεί, αόρατα χέρια τον άρπαξαν από τα πόδια. Σωριάστηκε μπρούμυτα. Η μύτη του χτύπησε στο δάπεδο και το αίμα άρχισε να λεκιάζει το λευκό χαλί. Τα γυαλιά του γλίστρησαν. Προσπάθησε να ανασηκωθεί, αλλά κάτι βαρύ πάτησε πάνω στην πλάτη του.

Την ίδια στιγμή ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό κρακ. Έστρεψε με κόπο το κεφάλι του. Ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρίνια στεκόταν πάνω στα σπασμένα γυαλιά του.

***

Την ίδια ώρα, στο μικρό του δωμάτιο, το ξωτικό, ο Φλιτ ετοιμαζόταν. Κοιταζόταν στον καθρέφτη και πίεζε τα μυτερά του αυτιά προς τα πίσω, προσπαθώντας να τα κάνει να μοιάζουν ανθρώπινα.

«Φέτος» ψιθύρισε, «φέτος θα με διορθώσει».

Το αφεντικό του τού το είχε υποσχεθεί πολλές φορές. Μετά τις γιορτές θα τον έφτιαχνε. Ο Φλιτ χαμογέλασε στο είδωλό του, αγνοώντας το ρίγος που ανέβαινε στη ραχοκοκαλιά του.

Το ρολόι χτύπησε έντεκα. Έπρεπε να βουρτσίσει τους ταράνδους και να ετοιμάσει το έλκηθρο. Ετοιμάστηκε να κάνει ένα θερμαντικό ξόρκι πριν βγει έξω για να αντέξει την παγωνιά, όταν τα φώτα στη μεγάλη σάλα έσβησαν. Βρήκε την εξώπορτα ψηλαφώντας στο σκοτάδι. Βγήκε στην παγωνιά και είδε τη σιλουέτα του Αγίου Βασίλη να κάθεται ήδη στη θέση του οδηγού, με την πλάτη γυρισμένη.

«Άγιε!» φώναξε τουρτουρίζοντας κι έτρεξε προς το μέρος του με τα μικρά του ποδαράκια.

Εκείνος δεν σάλεψε. Ο Φλιτ πήδησε πάνω στο έλκηθρο και του χτύπησε την πλάτη. Ο «Άγιος Βασίλης», άρχισε να στρέφεται προς το μέρος του. Τότε ο Φλιτ ούρλιαξε και η κραυγή του, αντήχησε μέσα στη σκοτεινή νύχτα.

Αντί για τον Άγιο Βασίλη, αντίκρισε τον Πινόκιο. Τα μάτια του ήταν γυάλινα, ακίνητα και ένα μόνιμο χαμόγελο ήταν χαραγμένο στο πρόσωπό του. Η μυτερή ξύλινη μύτη άρχισε να μακραίνει αφύσικα, τρυπώντας τον παγωμένο αέρα… και τον λαιμό του.

***

Ο Άγιος Βασίλης ξύπνησε δεμένος με χοντρό σπάγκο σε μια ξύλινη καρέκλα. Κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο περιτριγυρισμένος από παιχνίδια. Μόνο που δεν ήταν συνηθισμένα παιχνίδια. Ήταν όλα εκείνα, που ήταν ελαττωματικά, εκείνα που ήταν χαλασμένα και δεν μοιράστηκαν ποτέ. Και τώρα τον είχαν περικυκλώσει και τον κοιτούσαν απειλητικά. Στο κέντρο στεκόταν η Ντόροθι από τον Μάγο του Οζ, η πορσελάνινη κούκλα. Το ένα της μάτι έλειπε. Ο Άγιος το είχε ξηλώσει πέρυσι για να επιδιορθώσει μια «πιο ακριβή» κούκλα.

Παραδίπλα, ο μικρός τυμπανιστής, τον πλησίασε με γουρλωμένα μάτια. Ένα τρομακτικό χαμόγελο ήταν μονίμως αποτυπωμένο στο πρόσωπό του﮲ και ήταν τρομακτικό, γιατί τα δόντια του, αντί να γίνουν ολόισια, έγιναν κατά λάθος μυτερά, κι έτσι δεν δόθηκε ποτέ σε κανένα παιδί. Ένα μικρό ρομπότ που το χέρι του στριφογυρνούσε συνεχώς εμφανίστηκε μέσα από τον σωρό, ενώ τον ακολουθούσε ένας λούτρινος Γκούφι με σκισμένη φόδρα, καβάλα σε ένα ποδήλατο με ξεφούσκωτες ρόδες.

«Τι θέλετε; Είστε χαλασμένα… γι’ αυτό δεν σας μοίρασα». Εκείνα τον πλησίασαν ακόμα πιο πολύ. «Θα σας φτιάξω!» ούρλιαξε ο Άγιος Βασίλης, τρέμοντας. «Σας το υπόσχομαι! Θα σας κάνω τέλεια!»

Η Ντόροθι πλησίασε. Του χάιδεψε το μάγουλο με το κρύο, πορσελάνινο χέρι της.

«Είμαστε ήδη τέλεια», ψιθύρισε. «Εσύ είσαι χαλασμένος. Εσύ χρειάζεσαι… διόρθωση».

Ο μικρός τυμπανιστής άρχισε να χτυπάει το τύμπανό του με δύναμη. Μόνο που ξαφνικά, το χέρι του σηκώθηκε πιο ψηλά κι αντί να πέσει πάνω στο τύμπανο, χτύπησε το κεφάλι του Αγίου.

Ο Γκούφυ πλησίασε κρατώντας μια μεγάλη, σκουριασμένη βελόνα και μια χοντρή κόκκινη κλωστή.

Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε το στόμα του να φωνάξει, μα η Ντόροθι τον άρπαξε από τα γένια.

«Μη φοβάσαι», είπε καθώς η βελόνα τρυπούσε το πάνω χείλος του. «Σε λίγο θα είσαι κι εσύ ένα από εμάς. Ένα όμορφο, σιωπηλό παιχνίδι».

Το τελευταίο πράγμα που είδε πριν το στόμα του ραφτεί για πάντα, ήταν τον Πινόκιο να μπαίνει στην αποθήκη σέρνοντας το άψυχο σώμα του Φλιτ.

Τα παιχνίδια άρχισαν να χειροκροτούν με τα ξύλινα χέρια τους.

Μόλις ολοκλήρωσαν το μακάβριο έργο τους, η Ντόροθι τον κοίταξε για λίγο ακόμη και ύστερα γύρισε την πλάτη της.

«Δεν τον χρειαζόμαστε άλλο εδώ», είπε.

Τα παιχνίδια άνοιξαν δρόμο. Δύο από αυτά τον σήκωσαν προσεκτικά, σαν εύθραυστο αντικείμενο, και τον μετέφεραν προς την άκρη της αποθήκης. Εκεί, πίσω από ένα βαρύ ξύλινο παραβάν, υπήρχε ένα άδειο κουτί.

Πάνω του, με ξεθωριασμένα γράμματα, έγραφε:

«Άγιος Βασίλης – Παλαιό Μοντέλο».

Τον τακτοποίησαν μέσα, ίσιωσαν τα ρούχα του και έκλεισαν το καπάκι.

Και ύστερα, ετοιμάστηκαν να βγουν στον κόσμο, για να μοιράσουν τα δικά τους δώρα. Μόνο που αυτή τη φορά, δεν θα διορθώνονταν τα παιχνίδια. Θα διορθώνονταν τα παιδιά.

 


Ερωδίτη Παπαποστόλου 🎈

Comments


bottom of page