Σαν σήμερα γιαγιά μου....🌹
- ΛΙΛΗ ΔΑΦΕΡΕΡΑ-ΒΑΣΙΛΑΚΗ

- Oct 12
- 3 min read

Και μια παντοτινή οφειλή καρδιάς στη γιαγιά μου...
Σαν σήμερα... 12 Οκτώβρη 1966.
Αν και φαντάζει τόσο μακρινός ο χρόνος, έχουν μείνει χαραγμένες
οι στιγμές του...
Εκείνες, που μένουν και δεν σβήνονται από τη μνήμη της καρδιάς.
Στιγμές καθοριστικές για το μετέπειτα διάβα σου στη ζωή.
Έτσι... έφυγες νωρίς...έτσι, αναπάντεχα ένα πρωινό, αφού πρώτα φρόντισες να με γαλουχήσεις με τα πολυτιμότερα εφόδια στη ζωή...
Να μάθω να γράφω και την αγάπη μου για τους ανθρώπους!
Πως να σε ξεχάσω... γιαγιά μου,
και μάνα μου μαζί... αλησμόνητη λατρεμένη μου, σ ευχαριστώ...❤️
Στην ιερή μνήμη της, με ένα απόσπασμα από την Ανώ μου.
"Το όνειρο, το τόσο περίεργο και συνάμα τρομαχτικό!
Τι φρικτό!
Λίγες μέρες πριν από την αποφράδα μέρα.
Ξύπνησε αλαφιασμένη από την αγωνία, τρομαγμένη, απορημένη και άρχισε με βιάση να της το διηγείται:
– Που λες…, μ’ ακούς, γιαγιά;
Άκου!
Ξαφνικά, ένα μεγάλο γκαζάδικο, σαν αυτά που ρίχνουνε για μήνες άγκυρα στο λιμάνι μας και ξεχνάνε πως είναι τα ταξίδια, σαν αυτά, κοκκινόμαυρο, ντε, ενώ το κοιτούσα, το είδα, σου λέω, το είδα! Απίστευτο!…
Ε;, και να λύνει μόνος του ο
κάβος του, και να παίρνει φόρα με μιαν απίστευτη ταχύτητα, και να μπαίνει στη στεριά προς τα Λειβάδια και να τα διασχίζει, λες κι έσχιζε τη θάλασσα!
Μπροστά απ’ το σπίτι μας, σου λέω, κι εγώ σου φώναζα να τρέξεις, να το δεις, κι εσύ δεν μ’ άκουγες!… Μπήκα μέσα και σε είδα να στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη, με λυμένα τα μαλλιά σου και να χτενίζεσαι ξανά και ξανά!
Και πάλι σου μιλούσα και πάλι δεν μου απαντούσες, απ΄ τον καθρέφτη. Πόσο τρομαγμένη ήμουνα!…
Κι όπως χτενιζόσουνα, ράισε ο καθρέφτης και είπες:
– Ήρθε η ώρα!
Γύρισε προς το μέρος της, μα δεν την κοιτούσε, θαρρείς και ήτανε απούσα, σαν να ταξίδευε!
Για πού όμως;
– Τι σημαίνει γιαγιά;
Ε; Τι σημαίνει;
Την ρώτησε και πάλι την κοιτούσε και η ματιά της ήτανε γεμάτη σκοτάδι ανεξιχνίαστο, σαν να συνέχιζε το ταξίδι της νύχτας ή μελετούσε το άναρχο όνειρο της εγγονής της;…
Τελικά ψέλλισε:
– Ο θάνατος!
Κάποιος θα πεθάνει!
Η Ανώ ανατρίχιασε ολόκληρη και ζάρωσε το μέτωπό της, σαν να ‘βλεπε κιόλας το χάροντα στο κατώφλι τους έτοιμο να θερίσει ανάσες και να τις κάνει κουρνιαχτό λησμονιάς…
Η καρδιά της ήχησε τόσο βαριά, που λες κι άκουσε τους χτύπους της η γιαγιά, συνήλθε από τη νάρκωση της απουσίας της και είπε:
– Όνειρα, Ανώ μου! Μη δίνεις και τόση σημασία!
Όνειρα… Άντε τώρα πήγαινε να πιείς ένα τσαγάκι, μη μου ξενηστικώνεσαι, κοκόνα μου!… Θέλω να προσέχεις τον εαυτό σου και να μελετάς και να μετράς καλά τα βήματά σου…
Είσαι καλή στα μαθηματικά, μην τα χάσεις ποτέ,
κι ειδικά τους λογαριασμούς σου με τη ζωή…
Ακούς; μην το ξεχάσεις ποτέ!
Και κατευθύνθηκε προς το κουζινάκι της με γρήγορο βήμα, αλλά ασταθές, σαν να παράπαιε, έτσι της φάνηκε!
Η Ανώ έμεινε εκεί μαρμαρωμένη και προβληματισμένη.
Ήξερε ότι η γιαγιά της δεν λάθευε, σχεδόν στην ερμηνεία των ονείρων τους.
Εξακολούθησε να παραμένει στην ίδια θέση.
Δεν την καθησύχασε με τα λόγια που ξεστόμισε.
Γιατί τόσες νουθεσίες με τα «να» και τα «μην»; «Λες να βγει αληθινός ο χρησμός της;»
Σύγκρυα συγκαλύψανε το κορμί της και προσευχήθηκε ενδόμυχα, να έχει πέσει έξω η Κασσάνδρα του σπιτιού τους στην προφητεία της.
Ένα πρωινό, λίγες μέρες αργότερα και μετά από μια βασανιστική νύχτα, η ίδια η γιαγιά, η μάντισσα, σφάδαζε πάνω σ ένα νοσοκομειακό κρεβάτι.
– Περισφιγμένη κήλη!
Απεφάνθη ο γιατρός.."
Λιλή Βασιλάκη Δαφερέρα 🌹




Comments