top of page

Πολύχρωμες νότες


ree

Ο Τζον Γουίλοου κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέφτη του μπάνιου. Μαύροι κύκλοι, μάτια βαθουλωμένα στις κόγχες και γκρίζες τρίχες, συνέθεταν τη μάσκα του χρόνου που είχε καλύψει το νεανικό του πρόσωπο. Αναστέναξε κι έριξε λίγο νερό για να ξεπλύνει τη στεναχώρια του. Μόνο που εκείνη είχε στεγνώσει πάνω του. Ήθελε να ουρλιάξει και να σπάσει τον καθρέφτη για να διαλύσει την εικόνα που έβλεπε. Συγκρατήθηκε.

Βγήκε από το μπάνιο. Οι πρώτες ακτίνες του πρωινού καλοκαιρινού ήλιου δημιουργούσαν φωτεινά μονοπάτια στο πάτωμα. Όμως εκείνος δεν ήθελε να τα ακολουθήσει γιατί είχε παραδοθεί εξ’ ολοκλήρου στο σκοτάδι. Kοίταξε τη Βάιολετ. Το βλέμμα της ήταν απλανές και καρφωμένο στον απέναντι λευκό τοίχο. Πόσο θα ήθελε να μπορούσε να εισχωρήσει στο μυαλό της, να συγκροτήσει τις σκόρπιες σκέψεις της και να την τραβήξει από το χείλος της αβύσσου που κόντευε να πέσει. Θυμήθηκε τα λόγια του γιατρού όταν την έβγαλε από το χειρουργείο. ‘‘Δυστυχώς δεν θα σας θυμάται και δεν θα σας αναγνωρίζει. Στο μυαλό της επικρατεί ένα χάος. Πολύ φοβάμαι πως η κατάσταση αυτή θα είναι μόνιμη’’. Κάθισε δίπλα της. Την χάιδεψε στο μέτωπο, και την φίλησε. Του φάνηκε σαν να είδε μια υποψία χαμόγελου στο πρόσωπό της, αλλά μάλλον ήταν ιδέα του.

 

***

 

Την ίδια στιγμή, μακριά από το νοσοκομείο, σε έναν άλλο κόσμο και μια άλλη εποχή, μέσα σε ένα πολύ γνωστό παραμύθι, ένας πρίγκιπας πάλευε με δράκους προκειμένου να φτάσει δίπλα στην αγαπημένη του και να την ξυπνήσει από τον αιώνιο ύπνο που την είχαν βυθίσει τα ξόρκια μιας κακιάς μάγισσας. Μόνο που σε αυτή την εκδοχή του παραμυθιού, ο δράκος τον νίκησε, και η μάγισσα τον έκλεισε μέσα σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι αφήνοντας την αγαπημένη του να κοιμάται αιώνια.

 

***

 

Την ίδια πάλι στιγμή, αλλά δέκα χρόνια μετά, ένα μικρό κορίτσι που διάβαζε την «Ωραία Κοιμωμένη», άφηνε μισοτελειωμένο το βιβλίο, γιατί έπρεπε πρώτα να ολοκληρώσει τα μαθήματά της. Έτσι δεν έμαθε ακόμα αν η πριγκίπισσα μπορούσε να ξυπνήσει.

 

***

 

Ο Τζον βγήκε έξω από το νοσοκομείο. Ένιωθε την ανάσα του να κόβεται. Πνιγόταν. Ανέπνεε γρήγορα και ρουφούσε λαίμαργα τον αέρα γύρω του, αλλά ένιωθε τα πνευμόνια του να αδειάζουν σε δευτερόλεπτα. Ήθελε να ουρλιάξει˙ να ξυπνήσει από αυτό τον εφιάλτη. Έστρεψε το βλέμμα προς το παράθυρο του δωματίου της. Το μόνο που φαινόταν ήταν μαύρο, κενό, όπως αυτό που ένιωθε στην ψυχή του. Έτρεξε έξω από την μεγάλη πόρτα της αυλής. Χρειαζόταν απελπισμένα τρόπο να ξαναβρεί τη χαμένη του ανάσα που ένιωθε ότι θα κοβόταν από στιγμή σε στιγμή.

Περπατούσε πολλή ώρα χαμένος στις σκέψεις του. Κάποια στιγμή πέρασε στην απέναντι μεριά του δρόμου χωρίς να δώσει σημασία στο φανάρι. Ο οδηγός ενός αυτοκινήτου έκανε έναν απότομο ελιγμό και κόρναρε με μανία. Προχώρησε προς την κεντρική πλατεία. Κάθισε σε ένα παγκάκι. Ένας νεαρός με τη συντροφιά ενός σκύλου, έφτιαχνε τεράστιες, πολύχρωμες σαπουνόφουσκες και τις έσπρωχνε προς το πλήθος που είχε μαζευτεί.

«Υπέροχες έτσι;» άκουσε μια φωνή.

Δίπλα του είχε καθίσει μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας με παράταιρη για την εποχή εμφάνιση. Φορούσε ένα πλεκτό καπέλο και κασκόλ γεμάτα τρύπες κι αμέτρητες μακριές μπλούζες, τη μία πάνω από την άλλη. Ένα μεγάλο καρότσι ήταν αφημένο δίπλα της.

«Έχει γυρίσει όλη την Ευρώπη» συνέχισε χωρίς να περιμένει την απάντησή του. «Πριν λίγο καιρό, βρήκε αυτό το σκυλάκι να περιφέρεται δίπλα στα σκουπίδια. Από τότε το έχει πάντα μαζί του. Μερικές φορές μάλιστα δεν τρώει για να το ταΐσει».

Παρακολούθησαν σιωπηλοί την παράσταση. Όταν τελείωσε, η γυναίκα σηκώθηκε, τον χαιρέτησε κι απομακρύνθηκε. Έκανε να φύγει κι εκείνος, αλλά παρατήρησε ότι μια σακούλα από το καρότσι της είχε πέσει κάτω. Τη σήκωσε και άρχισε να την ακολουθεί για να την προλάβει. Η γυναίκα όμως προχωρούσε ασυνήθιστα γρήγορα. Την είδε να μπαίνει μέσα σε ένα ψηλό, εγκαταλελειμμένο κτίριο. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τα πολυάριθμα, σκοτεινά παράθυρα που έχασκαν από πάνω του. Ίσως ήταν ιδέα του, αλλά νόμισε ότι είδε το πρόσωπο της γυναίκας να τον κοιτάζει. Πότε πρόλαβε να ανέβει; Την επόμενη στιγμή, είχε εξαφανιστεί.

Έσπρωξε τη βαριά πόρτα. Το λιγοστό φως των φαναριών του δρόμου, γλιστρούσε μέσα από τις χαραμάδες και τα παράθυρα και δημιουργούσε απόκοσμες σκιές στο χώρο. Μπροστά του υψωνόταν μια μεγάλη ξύλινη σκάλα. Το βλέμμα του έπεσε σε μερικά σάπια σκαλοπάτια. Άρχισε να ανεβαίνει με προσοχή, ενώ το ξύλο έτριζε ανατριχιαστικά σε κάθε του βήμα. Φτάνοντας στον πρώτο όροφο, βρέθηκε σε ένα στενό διάδρομο με τρεις πόρτες. Ένιωθε λες και όριζε κάποιος άλλος τις κινήσεις του κι εκείνος απλά τις εκτελούσε.

Έσπρωξε την πρώτη πόρτα. Στο κέντρο του δωματίου βρίσκονταν ένα τραπεζάκι με μια καρέκλα, καιρό παρατημένα. Πλησίασε το παράθυρο στον απέναντι τοίχο, άφησε κάτω τη σακούλα, και κοίταξε έξω. Δεν υπήρχε κανείς. Όταν γύρισε, τινάχτηκε. Στην άδεια μέχρι πριν καρέκλα, καθόταν ένα κοριτσάκι που έγραφε σε ένα τετράδιο. Δίπλα της ήταν ακουμπισμένο το βιβλίο «Η Ωραία Κοιμωμένη». Το κοριτσάκι σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε.

«Γεια είμαι η Μαρίνα. Εσένα πώς σε λένε;»

«Τζον».

«Έχεις το ίδιο όνομα με τον μπαμπά. Θα με βοηθήσεις να λύσω τις ασκήσεις; Μόνο τότε θα διαβάσω το παραμύθι».

«Μαρίνα!» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

«Γρήγορα!» έκανε το κορίτσι. «Η μαμά θα άκουσε ότι μιλάω μαζί σου και δεν διαβάζω!»

Σηκώθηκε και τον έπιασε σφιχτά από το χέρι.

«Ψάχνω…» άρχισε εκείνος αλλά δεν τον άφησε να τελειώσει.

«Γρήγορα!» επανέλαβε τραβώντας τον έξω από το δωμάτιο.

Η πόρτα έκλεισε με θόρυβο. Γύρισε απότομα για να την κοιτάξει, μα όταν στράφηκε και πάλι μπροστά, το κοριτσάκι είχε εξαφανιστεί. Στο χέρι του κρατούσε μόνο ένα καρβέλι ψωμί. Προχώρησε προς την επόμενη πόρτα συνοφρυωμένος, ενώ το ‘‘μαδούσε’’ ασυναίσθητα γεμίζοντας το διάδρομο ψίχουλα.

Την άνοιξε και αντίκρισε τα ίδια παρατημένα έπιπλα. Αυτή τη φορά όμως στην καρέκλα καθόταν μια κοπέλα που κεντούσε.

«Μπορώ να κεντήσω ακόμα και με κλειστά μάτια!» του είπε κλείνοντάς τα και συνέχισε να κεντάει.

Σχεδόν αμέσως όμως έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα πόνου.

«Τρυπήθηκα…» είπε ακουμπώντας το δάχτυλο στην άκρη της γλώσσας της. «Νύσταξα…» κατέληξε και αποκοιμήθηκε  πάνω στο τραπέζι.

Οπισθοχώρησε και βγήκε έξω. Στο τελευταίο δωμάτιο υπήρχε μόνο ένας καθρέφτης. Όταν ήταν μικρός φοβόταν τους καθρέφτες. Τώρα όμως δεν τρόμαξε, ούτε κι όταν είδε το είδωλό του να εξαφανίζεται. Στη θέση του εμφανίστηκε ένα μπουντρούμι. Ένας άντρας ήταν κουλουριασμένος σε μια γωνιά του σκοτεινού δωματίου.

«Αν είχες μια ευχή… τι θα ζητούσες;» άκουσε μια φωνή. Εκείνη που μίλησε ήταν η γυναίκα που είχε ακολουθήσει. «Πρόσεχε τι θα ευχηθείς» τον προειδοποίησε και πλησίασε.

Ο χώρος άλλαξε. Βρέθηκαν να στέκονται ανάμεσα σε γυάλινες καρδιές που κρέμονταν από το ταβάνι.

«Τι είναι αυτές οι καρδιές;» την ρώτησε.

«Όνειρα. Όταν είμαστε παιδιά, κάνουμε τα πιο παιδιάστικα και αληθινά όνειρα. Όταν όμως μεγαλώνουμε τα αφήνουμε πίσω μας. Κάνουμε μεγαλύτερα, πιο ρεαλιστικά και πιο επικίνδυνα».

Οι γυάλινες καρδιές έσπασαν σε χιλιάδες μικρά κομμάτια που σκορπίστηκαν σε όλο το δωμάτιο. Ο Τζον κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια του για να προστατευτεί, αλλά εκείνα είχαν γίνει χρυσόσκονη.

«Τι πιστεύεις για τη μοίρα; Πιστεύεις ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο;»

«Πιστεύω ότι εμείς φτιάχνουμε τη μοίρα μας» της είπε αμέσως.

«Έτσι είναι» συμφώνησε. «Αλλά υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Τι ευχήθηκες στον καθρέφτη;»

Πέρασαν μερικές στιγμές σιωπής.

«Ευχήθηκα να μπορούσα να αλλάξω τη μοίρα…» είπε τελικά.

«Πολλές φορές υπερεκτιμάμε τις δυνατότητές μας, και όταν ωθήσουμε τις αντοχές μας στα άκρα, καταρρέουμε».

Το δωμάτιο γύρω τους άλλαξε και ο καθρέφτης εμφανίστηκε ξανά.

«Θέλεις να δεις τι συνέβη όταν έφυγες από το νοσοκομείο;»

Σχημάτισε έναν αόρατο κύκλο στον καθρέφτη. Εμφανίστηκε η στιγμή που ο Τζον περνούσε απέναντι στον δρόμο. Το αυτοκίνητο κόρναρε, όμως δεν έκανε ελιγμό. Τον χτύπησε και τον άφησε αναίσθητο. Η εικόνα άλλαξε και πάλι. Είδε τον εαυτό του ξαπλωμένο σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου.

«Είμαι αναίσθητος…» ψιθύρισε.

«Το θέμα είναι… θέλεις να ξυπνήσεις…;»

«Δεν ξέρω…»

«Άκουσε… κάποια πράγματα στη ζωή μας, δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Πρέπει λοιπόν αφού συμβούν, να βρούμε τον τρόπο να τα αντιμετωπίσουμε. Το παρελθόν δεν αλλάζει, ξεπερνώντας το όμως, μπορούμε να αποδεχτούμε το παρόν, να χτίσουμε σωστά το μέλλον και να σώσουμε τα όνειρά μας… Ποτέ δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις που δεν μπορούμε να αντέξουμε, πάντα κάπου υπάρχει βοήθεια. Αυτή τη στιγμή, υπάρχει ένα πρίγκιπας φυλακισμένος σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι, που προσπαθεί να δραπετεύσει για να ξυπνήσει την αγαπημένη του από τον αιώνιο ύπνο. Και υπάρχει κι ένα κοριτσάκι που έχει αφήσει στη μέση το αγαπημένο της παραμύθι. Όταν όμως το διαβάσει, θα διαπιστώσει πως το τέλος δεν είναι η χαρούμενη εκδοχή που φανταζόταν. Εκτός κι αν ελευθερώσεις τον πρίγκιπα και δώσεις στο παραμύθι της το χαρούμενο τέλος που του αξίζει. Αν θέλεις να βγεις από εδώ μέσα και να ξυπνήσεις… είναι στο χέρι σου».

Η γυναίκα εξαφανίστηκε και ο Τζον βρέθηκε στον διάδρομο που τώρα έμοιαζε σαν λαβύρινθος. Θυμήθηκε τα λόγια της:

‘‘Πάντα κάπου υπάρχει βοήθεια. Αν θέλεις να ξυπνήσεις…είναι στο χέρι σου’’.

Κοίταξε το χέρι του. Κρατούσε ακόμα το ψωμί. Θυμήθηκε ότι σε όλη τη διαδρομή τα ψίχουλα σκορπίζονταν στο διάδρομο, όπως στο παραμύθι με τον Χάνσελ και την Γκρέτελ. Έπρεπε απλά να τα ακολουθήσει. Τη στιγμή που άνοιξε την βαριά πόρτα, άνοιξε τα μάτια του στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Σηκώθηκε απότομα.

«Με το μαλακό, κύριε Γουίλοου!» έκανε μια νοσοκόμα που ήταν στο δωμάτιο, ενώ πατούσε το κουδουνάκι για βοήθεια.

«Η γυναίκα μου! Η Βάιολετ! Θέλω να την δω!»

Όταν του το επέτρεψαν, πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο δωμάτιό της. Τη βρήκε ξαπλωμένη ενώ μια νοσοκόμα την παρακαλούσε να φάει.

«Πώς είναι;»

«Από τότε που… από τότε που λείψατε τέλος πάντων, αρνείται να φάει».

Εκείνος έκατσε δίπλα της και πήρε το πιάτο.

«Θα τη φροντίσω εγώ τώρα» απάντησε και κοίταξε την Βάιολετ στα μάτια.

Της έδωσε μια μπουκιά κι εκείνη την κατάπιε χωρίς αντίρρηση.

Όταν άδειασε το πιάτο, κοιτάχτηκαν αμίλητοι στα μάτια.

Εκείνη σηκώθηκε όρθια και προχώρησε προς το παράθυρο. Πήγε δίπλα της και ακολούθησε το βλέμμα της. Κοιτούσε μια ομάδα ανθρώπων που χόρευαν στον δρόμο. Της έπιασε τα χέρια και της χαμογέλασε. Αυτή τη φορά δεν ήταν ιδέα του. Του ανταπέδωσε όντως το χαμόγελο. Στο μυαλό του στριφογύριζε η φράση:

‘’Όταν είμαστε παιδιά, κάνουμε τα πιο αληθινά όνειρα’’.

Ένιωσε ότι γινόταν και πάλι παιδί, όταν δεν υπολόγιζε τον κίνδυνο να αρρωστήσει κι έτρεχε μέσα στη βροχή.

Ένιωσε σαν να ήταν και οι δυο τους και πάλι παιδιά, σαν να μην βρίσκονταν στο νοσοκομείο… Άλλωστε όταν είσαι παιδί, πιστεύεις ότι μπορείς να νικήσεις τα πάντα… ίσως αυτή ήταν η πίστη που χρειάζονταν… Φαντάστηκε ότι χόρευαν και στροβιλίζονταν στους ρυθμούς μιας μουσικής που δεν άκουγε κανένας άλλος, εκτός από αυτούς.

Ο ήχος του κινητού του διέκοψε τις σκέψεις του.

Τη φίλησε στο μέτωπο, σηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο για να μιλήσει.

Μια γυναίκα με παλιά ρούχα, περνούσε από το δρόμο, σέρνοντας ένα μεγάλο καρότσι. Δίπλα της περπατούσε ένα σκυλάκι, κι ένας νεαρός που έφτιαχνε τεράστιες, πολύχρωμες σαπουνόφουσκες. Η γυναίκα έστρεψε το βλέμμα της προς το παράθυρο και τον κοίταξε. Εκείνος πάγωσε. Θα ορκιζόταν, πως του έκλεισε το μάτι.

Εκείνη τη στιγμή, η βαριά, σιδερένια πόρτα που κρατούσε φυλακισμένο τον πρίγκιπα άνοιξε με κρότο. Εκείνος σκούπισε τα μάτια του κι έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να δώσει το φιλί της ζωής στην αγαπημένη του.

Δέκα χρόνια μετά, ένα μικρό κορίτσι βιαζόταν να τελειώσει τα μαθήματά του για να ολοκληρώσει την ανάγνωση του αγαπημένου της βιβλίου. Εκείνη τη στιγμή η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και μια αντρική φωνή ακούστηκε:

«Βάιολετ! Μαρίνα! Γύρισα!»

 


Ερωδίτη Παπαποστόλου 🎈 🥀

Comments


bottom of page