top of page

"Πετανοί, ο θρύλος και οι σειρήνες"

ree

Στα δυτικά της Κεφαλονιάς,

εκεί όπου ο ήλιος κάθε βράδυ βουτάει πίσω από τα βράχια

κι αφήνει τη θάλασσα να φλέγεται με χρώμα σπασμένου ροδιού,

βρέθηκα κι εγώ,

δεν έτυχε ούτε διάλεξα

με έβγαλε εκεί η μοίρα

ή μάλλον η ίδια η θάλασσα

σαν να ήξερε πού να με αφήσει.


Οι Πετανοί,

τόπος άγριος και τρυφερός μαζί

βράχια σαν ώμοι γιγάντων,

άμμος που γυαλίζει σαν χρυσή σκόνη,

εκεί πρωτάκουσα το όνομά τους

εκεί έμαθα πως υπάρχει μια γωνιά

που δεν ανήκε σε κανέναν

και γι’ αυτό χωρούσε όλους.


Δεν είχα τίποτα τότε

μονάχα ένα κομμάτι ξύλο από το ναυάγιο

και μια καρδιά βαριά γεμάτη σίδερο,

η καταιγίδα με είχε τσακίσει

ο ουρανός μαύρισε σαν πίσσα

τα κύματα χτυπούσαν το κορμί μου

κάθε ανάσα μού φαινόταν η τελευταία,

έκλεισα τα μάτια

ψιθύρισα αν είναι να φύγω ας με πάρει η θάλασσα τώρα,

μα η θάλασσα δεν με πήρε

με έσπρωξε εκεί

με ξέβρασε στους Πετανούς.


Κι εκεί γνώρισα τους ανθρώπους

που έμελλε να γίνουν οι δικοί μου,

ναύτες δίχως πλοίο

κοπέλες που κάποιος τις αρνήθηκε

γέροι χωρίς αυλή να καθίσουν

παιδιά που μεγάλωσαν στην αγκαλιά του κύματος

όλοι πεταμένοι κι όμως μαζεμένοι

κι εγώ ανάμεσά τους.


Με τύλιξαν με κουβέρτα από παλιά πανιά,

μου έδωσαν νερό που μύριζε φασκόμηλο,

ένιωσα για πρώτη φορά μετά από καιρό

πως κάποιος με βλέπει σαν άνθρωπο,

με πήγαν στη μεγάλη πέτρα τη Μάνα

εκεί πάνε όσοι έχουν να κλάψουν

εκεί αφήνουν τα δάκρυά τους

και στεγνώνει ο πόνος,

ακούμπησα το μέτωπό μου

και μού φάνηκε πως η πέτρα αναστέναξε μαζί μου.


Κι ύστερα ήρθαν οι Σειρήνες

όχι των παραμυθιών που θέλουν να βυθίσουν,

μα οι Σειρήνες των Πετανών

ανέβηκαν στους βράχους

τα μαλλιά τους έσταζαν άλμη κι αστέρια,

τα μάτια τους φώτιζαν και σκοτείνιαζαν σαν φάροι,

το τραγούδι τους δεν το άκουσα με τα αυτιά

μα με το δέρμα με το αίμα με την ψυχή μου,

έλεγαν δίχως λόγια

ό,τι σ’ αρνήθηκε άστο να γίνει αλάτι

ό,τι σου έμεινε κάν’ το κουπί.


Από εκείνη τη νύχτα δεν ήμουν πια ναυαγός,

έγινα φύλακας,

έφτιαξα καταφύγιο με ξύλα και σκοινιά,

το είπαμε Σπίτι των Άνεμων

εκεί βρίσκαμε στέγη όσοι ξέβραζε η μοίρα

φωνές ανάσες δάκρυα και γέλια

τόπος σκιών που έγινε κοινότητα.


Δίπλα μου στάθηκε η Μαριγώ

του Μπουρινιού την έλεγαν

γεννημένη σε καταιγίδα

με κεραυνούς να την ακολουθούν,

διωγμένη γιατί αγαπούσε τη θάλασσα

περισσότερο απ’ τους ανθρώπους,

μα εκείνη ήξερε να τη διαβάζει

πιο καλά από τον καθένα,

ήξερε πότε θα αλλάξει ο άνεμος

πότε το κύμα θα φέρει συμφορά ή παρηγοριά

στο Σπίτι των Άνεμων έγινε καρδιά

θεράπευε με φύλλα δάφνης,

τάιζε με ό,τι είχε

μίλαγε γλυκά όταν ο κόσμος ήταν σκληρός.


Κάθε αυγή ανεβαίνω στη Μάνα

ρίχνω ψίχουλα ψωμί και σταγόνες κρασί

για τα φαντάσματα των νερών,

για τις Σειρήνες που πονάει η μοναξιά

οι περαστικοί γελούν

προσφέρει τραπέζι στα κύματα λένε

μα εγώ ξέρω

κι οι Πετανοί ξέρουν

όλα ακόμη και τα μυστικά του κόσμου

έχουν ανάγκη από ένα ευχαριστώ.


Έμεινα χρόνια εκεί,

έμαθα να φτιάχνω καΐκια,

δίδαξα τα παιδιά να πιάνουν κουπί

να κοιτούν τον ουρανό,

να ξέρουν από πού θα ’ρθει ο άνεμος

κι όταν μεγάλωσαν κι έφυγαν

πάντα γύριζαν για λίγο

να ακουμπήσουν στη Μάνα

να αφήσουν τραγούδι ή δάκρυ

μια πέτρα για σημάδι.


Η Μαριγώ έφυγε πρώτη

ένα αυγινό που η καταιγίδα φούσκωσε,

στάθηκε στο κύμα και μίλησε με τις Σειρήνες

και δεν ξαναγύρισε,

μα κάθε φορά που βροντάει πάνω από τους Πετανούς

ξέρω πως είναι εκεί και γελά με τον ουρανό.


Κι εγώ γέρασα

έγινα ένα με τα βράχια

κι όμως κάθε φορά που κατεβαίνω στην ακτή

νιώθω πως επιστρέφω στο ίδιο ναυάγιο,

μα τώρα δεν με βαραίνει

δεν φοβάμαι,

γιατί κατάλαβα πως όσους κι αν πετάξει η ζωή

πάντα υπάρχει ένας τόπος να σε σηκώσει ξανά

πάντα μια Σειρήνα που δεν τραγουδά για να σε πνίξει

αλλά για να σου δείξει τον δρόμο.


Κι αν με ρωτήσεις ποιος είμαι,

θα σου πω,

είμαι ο φύλακας των Πετανών,

αυτός που σώθηκε

όχι γιατί νίκησε τη θάλασσα

αλλά γιατί την άκουσε.


ΜΑΚΗΣ ΛΟΥΚΕΡΗΣ

Comments


bottom of page