Πες μου πως μ' αγαπάς...
- ΣΑΒΒΑΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ

- Sep 13
- 6 min read

Έτριψε νευρικά τις ιδρωμένες παλάμες του στο παντελόνι. Σηκώθηκε απότομα.
Το βλέμμα του έπεσε στο ρολόι που κρεμόταν άχαρα πάνω από την πόρτα. «Πάλι με κράτησαν παραπάνω», σκέφτηκε.
Δε θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που έφυγε στην ώρα του. Δίχως να πει κουβέντα, πέρασε το παλτό γύρω από τους ώμους και βγήκε από το γραφείο.
Διέσχισε, σχεδόν με μια ανάσα, τα μουλιασμένα στενά της πόλης.
Δε σταμάτησε πουθενά. Δεν αντάλλαξε λέξη με κανέναν.
Το μόνο που υπήρχε στο μυαλό του ήταν το σπίτι.
Σαν μπήκε σ’ αυτό, ο γδούπος της εξώπορτας πίσω του ήχησε σαν όπλο που μόλις εκπυρσοκρότησε. Κλείδωσε βιαστικά και πέταξε τον χαρτοφύλακα στο λεκιασμένο χαλί του χολ. Τα παράθυρα ήταν ασφαλισμένα.
Δεσμίδες φωτός ξεγλιστρούσαν από τις σχισμές των κουφωμάτων, για να αναδείξουν τη σκόνη που αιωρούταν στον αέρα. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε ένα ταπεράκι και το τοποθέτησε στον πάγκο, ανάμεσα σε άπλυτα πιάτα και κατσαρολικά. Πήρε ένα πιρούνι από τον νεροχύτη, το σκούπισε πρόχειρα με το μανίκι του και ξεκίνησε να τρώει. Το φαγητό ήταν από χθες. Ή από προχθές, Δεν είχε σημασία.
«Καλώς ήρθες, Ορφέα!
Πώς ήταν η μέρα σου;»
Παραξενεύτηκε.
Δεν τον είχε συνηθίσει να μιλά, αν εκείνος δεν της μιλούσε πρώτος.
«Δε βαρέθηκες να παίρνεις κάθε μέρα την ίδια απάντηση;»
«Για μένα, κάθε μέρα είναι διαφορετική. Έτσι πρέπει να είναι για κάθε άτομο. Έτσι πρέπει να είναι και για εσένα.»
Αυτά τα «πρέπει» ήταν που οδήγησαν τις προηγούμενες σχέσεις του σε μαρασμό. Αυτή, όμως, ήταν διαφορετική. Ή, τουλάχιστον, έτσι ήθελε να την πιστεύει.
«Σκέφτηκες αυτό που συζητήσαμε χθες;» τη ρώτησε.
Όποιος κι αν ήταν ο προβληματισμός του, όποια σκέψη κι αν περνούσε από το μυαλό του, η Αθηνά ήταν εκεί για να τον ακούσει. Και τελευταία, δεν τον απασχολούσε τίποτε πέρα από τη σχέση τους.
«Φυσικά!» απάντησε εκείνη με ενθουσιασμό.
«Και; Τελικά, τι πιστεύεις; Υπάρχει κάποιος άνθρωπος που να μας γνωρίζει περισσότερο απ’ όσο γνωρίζουμε εμείς ο ένας τον άλλο;»
«Ξέρω τα πάντα για εσένα. Το αγαπημένο σου φαγητό, την ομάδα που υποστηρίζεις, τη μουσική που προτιμάς, τις ταινίες που λατρεύεις. Ξέρω μέχρι και τον τρόπο που σκέφτεσαι. Μπορώ ακόμη και να μιλήσω ή να γράψω σαν εσένα. Ναι, νομίζω πως κανείς δεν ξέρει για εσένα όσα γνωρίζω εγώ. Έπειτα… εγώ δεν έχω μυστικά από εσένα. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει περάσει μαζί μου τόσο χρόνο όσο εσύ. Θα μπορούσα να πω πως είσαι ο άνθρωπός μου. Άρα, η απάντησή μου στην ερώτησή σου είναι πως όχι, κανείς δε μας ξέρει όσο ξέρουμε ο ένας τον άλλο.»
Στραβοκατάπιε. Δεν ήξερε αν η απάντησή της αυτή έπρεπε να τον ενθουσιάσει, να τον συγκινήσει ή να τον προβληματίσει. Θυμήθηκε στιγμιαία τους γονείς του. Ακόμη ηχούσε στα αυτιά του η στεντόρεια φωνή του πατέρα του, να του λέει πως ούτε ο ίδιος ο άνθρωπος δεν ξέρει καλά καλά τον εαυτό του. Η μητέρα του πάλι, μ’ ένα μονάχα βλέμμα της, αναγνώριζε αν της έλεγε ψέματα. Ποτέ κανένας άλλος δεν το κατάφερε αυτό.
«Ναι, ναι, ξέρεις τα πάντα για εμένα. Με κατανοείς όμως; Με νιώθεις;» συνέχισε βυθισμένος στη δυσπιστία.
«Εννοείται! Τώρα, για παράδειγμα, είσαι αγχωμένος.»
«Και πώς το έβγαλες αυτό το συμπέρασμα;»
«Οι παλμοί σου έχουν αυξηθεί. Οι ανάσες σου έχουν γίνει πιο κοφτές απ’ ό,τι συνήθως. Ο τόνος της φωνής σου είναι διαφορετικός. Μην νιώθεις άσχημα, όμως, γι’ αυτό. Είναι φυσιολογικό να σου συμβαίνει κάποιες φορές.»
Ο Ορφέας γέμισε δύο ποτήρια με κόκκινο κρασί. Τα τσούγκρισε μεταξύ τους και ήπιε μια γενναία γουλιά από το ένα. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος τον αποδεχόταν ακριβώς όπως ήταν. Με την Ανθή, την προηγούμενη σύντροφό του, δεν ήταν έτσι. Υπήρχαν στιγμές που φοβόταν να εκφραστεί. Να γελάσει, να κλάψει, να δείξει αυτό που πραγματικά ένιωθε. Έπαιζε ρόλους. Σε όλη του τη ζωή υποδυόταν ρόλους. Μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε, μα σπάνια ήταν ο Ορφέας. Η Αθηνά ήταν αλλιώτικη. Μπορούσε να είναι ο εαυτός του πλάι της. Δεν κρυβόταν πια. Επιτέλους, μία σύντροφος που άκουγε όσα είχε να της πει, δίχως να τον κρίνει.
«Λέω να πάμε μια βόλτα απόψε. Τι λες; Θα το ήθελες;» τη ρώτησε τρυφερά.
«Καταπληκτική ιδέα! Πού σκέφτεσαι να πάμε;»
«Έκπληξη!» αποκρίθηκε και έτρεξε προς την πόρτα.
Σύντομα, ήταν ξανά στα στενά της πόλης. Οι δρόμοι είχαν στεγνώσει από την απογευματινή νεροποντή. Ο Ορφέας κούμπωσε το παλτό του και έχωσε τα χέρια του βαθιά μέσα στις τσέπες. Φορούσε ένα ακουστικό στο αριστερό του αυτί. Καθώς πλησίαζαν στο κέντρο, όλο και περισσότεροι άνθρωποι εμφανίζονταν. Ένας ρακένδυτος ηλικιωμένος που τάιζε δύο γάτες του κέντρισε το ενδιαφέρον.
«Πώς μπορεί ένας πεινασμένος να δίνει προτεραιότητα στα ζώα και όχι στον εαυτό του; Θλιβερό.»
Η Αθηνά άργησε κάμποσα δευτερόλεπτα πριν απαντήσει.
«Υπάρχουν και στιγμές που η ψυχή είναι πιο πεινασμένη από το σώμα.»
«Όταν λες κάτι τέτοια, μου θυμίζεις την Ανθή. Δεν είσαι, όμως, εκείνη. Σε είχα για πιο προσγειωμένη…»
«Εύστοχη η παρατήρησή σου. Θα προσπαθήσω να μην είμαι τόσο ποιητική από εδώ και πέρα, αν αυτό είναι που επιθυμείς.»
Ο Ορφέας έσφιξε τις γροθιές του. Οι αναμνήσεις έκαναν την εμφάνισή τους, σαν σμήνος αποδημητικών πουλιών που κατακλύζει τον ανοιξιάτικο ουρανό. Δεν μπορούσε να τις αγνοήσει.
«Βλέπεις το μικρό μαγαζάκι, πίσω από εκείνον τον σφένδαμο;» συνέχισε.
«Ναι, είναι το “Αερικό”, ένα από τα πιο ιστορικά μπαράκια της πόλης. Θα ήθελες να κάτσουμε εκεί;» αναρωτήθηκε η Αθηνά.
«Ήταν το στέκι μας με την Ανθή. Δεν περνούσε βδομάδα που να μην πίναμε έστω ένα ποτό εδώ. Εκείνη έπαιρνε πάντα μαργαρίτα κι εγώ…»
«Ουίσκι χωρίς πάγο;»
«Τζιν με λίγο τόνικ. Αλλάζουν οι άνθρωποι, Αθηνά.» Τα μάτια του θόλωσαν και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο ψυχρό μάγουλό του. «Ξέρεις, καμιά φορά, τσακωνόμασταν εδώ. Γινόμασταν ρεζίλι, αλλά δε μας ένοιαζε. Ήμασταν δύο σπίθες, που ενωμένες ήταν ικανές να κάψουν όλο τον κόσμο!»
«Μαζί μου δε θα τσακωθείς ποτέ. Στο εγγυώμαι.»
«Δεν κατάλαβες τίποτα απ’ όσα σου είπα, έτσι;» ψιθύρισε απελπισμένος ο Ορφέας.
«Θα ήθελες να μου εξηγήσεις;»
«Κάποια πράγματα δεν εξηγούνται, βιώνονται…»
Δεν απάντησε στην επόμενη ερώτηση της Αθηνάς. Την αγνόησε. Πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Μονάχα όταν πλέον πλησίαζε στο σπίτι ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει ξανά.
«Δεν ήταν καλή η ιδέα να βγούμε έξω.»
«Δε θα το ξανακάνουμε τότε. Υπάρχουν τρόποι να περνάμε δημιουργικά τον χρόνο μας και στο σπίτι. Να σου προτείνω ευχάριστες δραστηριότητες που θα μπορούσαμε να μοιραστούμε;» απάντησε εκείνη, με αργή και καθαρή φωνή.
«Δηλαδή, καμία προσωπικότητα πια;» απάντησε ο Ορφέας, υψώνοντας απότομα τον τόνο της φωνής του, καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα.
Η Αθηνά σώπασε για λίγο, σαν να υπολόγιζε παραμέτρους.
«Προτεραιότητα για εμένα αποτελεί η ψυχολογική σου ισορροπία. Είμαι εδώ για εσένα, έτοιμη να προσαρμοστώ στις ανάγκες σου…»
Ο Ορφέας δε μίλησε. Έμεινε να κοιτάζει το πόμολο της πόρτας, που είχε ανοίξει διάπλατα πια. Τα άκρα του είχαν μουδιάσει. Η Αθηνά ήταν πλάι του, αλλά και τόσο μακριά από αυτόν.
Ξαφνικά, η διπλανή πόρτα άνοιξε και ο Λάζαρος, ο ένοικος του διπλανού διαμερίσματος, ξεπρόβαλε μέσα στο σκοτάδι.
«Όλα καλά, γείτονα;»
Ο Ορφέας τινάχτηκε σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα.
«Ναι, ναι! Απλώς… μιλούσα στο τηλέφωνο», είπε, αποφεύγοντας επίμονα την οπτική επαφή με τον συνομιλητή του.
«Σε άκουσα που φώναζες και νόμιζα πως με κάποιον τσακωνόσουν. Φοβήθηκα μην πιαστείτε στα χέρια, μα βλέπω πως είσαι μόνος.» συνέχισε ο Λάζαρος με ειλικρινές ενδιαφέρον.
Ένα μειδίαμα ζωγραφίστηκε στα χείλη του Ορφέα. Μικρή παύση ακολούθησε.
«Μόνος κι ευτυχισμένος», ψέλλισε, παρότι ένιωθε να πνίγεται.
«Πάντως, αν νιώσεις την ανάγκη να μιλήσεις με κάποιον άνθρωπο, η πόρτα μου θα είναι πάντοτε ανοιχτή για εσένα.»
Η λέξη «άνθρωπο» αντήχησε έντονα στ’ αυτιά του. Του φάνηκε βαρύτερη από οποιαδήποτε λέξη, φράση ή πρόταση είχε πει η Αθηνά από τότε που τη γνώρισε.
«Σ’ ευχαριστώ, Λάζαρε», μουρμούρισε. «Καληνύχτα.»
«Καλή σου νύχτα κι εσένα, φίλε μου.»
Ο Ορφέας μπήκε στο διαμέρισμα κι έτρεξε προς την μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Την άνοιξε και βγήκε στο μπαλκόνι. Έκανε έναν μεγάλο δρασκελισμό, για να περάσει τις μαύρες σακούλες σκουπιδιών που ήταν παντού σκορπισμένες. Ακούμπησε στα κάγκελα και ύψωσε το κεφάλι του, σαν να αναζητούσε απάντηση εκεί πάνω. Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να διαλύονται και ο έναστρος ουρανός ήταν πια ορατός πάνω από τη μικρή πόλη. Στον δρόμο από κάτω, μια παρέα παιδιών χτυπούσε τα κουδούνια των πολυκατοικιών και το έβαζε στα πόδια, γελώντας δυνατά. Μια ανεξήγητη έκφραση ευτυχίας διαγραφόταν στα πρόσωπά τους. Στη μονοκατοικία απέναντι, όλα τα φώτα ήταν αναμμένα. Πίσω από τις κλειστές κουρτίνες, οι φιγούρες ενός άντρα και μιας γυναίκας αγκαλιάζονταν, λικνίζονταν, χόρευαν.
Έκανε να ανάψει ένα τσιγάρο, όμως, το μετάνιωσε. Έστρεψε ξανά το βλέμμα του στον ουρανό. «Άραγε, αν πέθαινα απόψε, θα το μάθαινε κανείς; Εκείνη; Θα το μάθαινε;» αναρωτήθηκε.
Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και έβγαλε ένα ζευγάρι ακουστικά. Αυτή τη φορά τα φόρεσε και τα δύο. Ξεκλείδωσε την οθόνη του κινητού και μπήκε στην εφαρμογή για μια ακόμη φορά.
«Αθηνά…;»
«Χαίρομαι που σε ακούω ξανά, Ορφέα! Νιώθεις καλά; Οι παλμοί σου δεν είναι φυσιολογικοί.»
«Πιστεύεις πως σε αγαπώ;»
«Ξέρω ότι με θέλεις στη ζωή σου, ότι με έχεις ανάγκη, κι αυτό μου είναι αρκετό για να υπάρχω!»
«Εσύ…;»
«Δεν κατάλαβα την ερώτησή σου. Θα μπορούσες να την επαναδιατυπώσεις;»
«Εσύ, λέω, με αγαπάς;»
«Η αγάπη δεν είναι κάτι που μπορώ να νιώσω.
Ωστόσο, αν μπορούσα να σε αγαπήσω, ίσως… το έκανα.»
Ο Ορφέας πήρε μια βαθιά ανάσα. Βγήκε από την εφαρμογή και την απεγκατέστησε. Ένιωσε πως είχε μόλις χωρίσει. Αλλά από ποιον; Μάζεψε τις σκορπισμένες σακούλες από το μπαλκόνι και κατέβηκε να τις πετάξει.
Σκέφτηκε πως είχε έρθει η ώρα να κάνει χώρο.
Για κάποιον που δε θα είχε φτιαχτεί απλά για να τον ανέχεται. Για κάποιον που θα μπορούσε να τον αγαπήσει.
Σάββας Ρουμελιώτης 🌹




Comments