Πέτρινη γοργόνα
- ΕΡΩΔΙΤΗ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

- Aug 21
- 3 min read
Η μικρή Κέισι καθόταν στην αμμουδιά και κοιτούσε τη γοργόνα που ήταν σκαλισμένη πάνω στα
βράχια, αρκετά μέτρα μακριά της.
Η θάλασσα ήταν γεμάτη κόσμο. Φωνές και γέλια αντηχούσαν
στα αυτιά της.
Οι φιγούρες τους περνούσαν φευγαλέα από τις άκρες των ματιών της, όμως δεν τους
έδινε σημασία.
Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στην πέτρινη φιγούρα της γοργόνας, που έμοιαζε
κουλουριασμένη σε εμβρυϊκή στάση, στην άκρη του βράχου.
Ένιωσε τον καλοκαιρινό ήλιο να της καίει το πρόσωπο.
Σηκώθηκε και μπήκε στη θάλασσα. Το νερό
ήταν πολύ ρηχό.
Όσο κι αν προχωρούσε, έφτανε μόνο μέχρι τα γόνατά της. Παραξενεύτηκε.
Το θυμόταν πιο βαθύ.
Το πράσινο χρώμα του έμοιαζε με ζαφείρι, που λαμπύριζε κάτω από το φως του
ήλιου καθώς μικρά κύματα χόρευαν στην επιφάνεια.
Συνέχισε να προχωρά μέχρι που έφτασε κοντά στη γοργόνα.
Έσκυψε και την περιεργάστηκε.
Χάιδεψε τα ανάγλυφα λέπια της ουράς της.
Άγγιξε τις καλοσχηματισμένες μπούκλες των μαλλιών
της.
Και τι δε θα έδινε για να έχει τέτοια μαλλιά.
Τα δικά της ολόισια.
Η αδερφή της, την κορόιδευε
λέγοντας πως μοιάζουν με πράσα. Βύθισε το βλέμμα της στα αμυγδαλωτά μάτια του αγάλματος.
Θυμήθηκε τα δικά της, στρογγυλά και αναστέναξε με απογοήτευση.
Παρατήρησε ξανά τη γοργόνα.
Θα ορκιζόταν ότι το πρόσωπο που έβλεπε τώρα ήταν διαφορετικό
απ’ αυτό που είχε δει την προηγούμενη φορά, όταν είχε κολυμπήσει εκεί με τη μητέρα της. Τότε τα
μαλλιά της γοργόνας έμοιαζαν πιο κυματιστά και τα μάτια της, σκιστά.
Μια παράξενη σκέψη φώλιασε στο μυαλό της:
«Κάθε φορά που τη βλέπω... αλλάζει.
Λες και δεν είναι φτιαγμένη από πέτρα, αλλά από... κορίτσια
σαν εμένα».
Έπιασε το χέρι του αγάλματος, που ήταν μαζεμένο μπροστά στο στήθος. Η πέτρα ήταν παγωμένη
και υγρή. Έσκυψε πιο κοντά.
Στην καρδιά του καλοκαιριού, το νερό ξαφνικά πάγωσε γύρω της.
Και
τότε, ένιωσε τη λαβή να της σφίγγει τα δάχτυλα.
Τραβήχτηκε απότομα.
Η στάθμη της θάλασσας άρχισε να ανεβαίνει.
Ο ουρανός σκοτείνιασε.
Κοίταξε γύρω πανικόβλητη.
Η παραλία ήταν άδεια. Σιωπή παντού.
Προσπάθησε να φωνάξει, μα η φωνή της δεν έβγαινε. Το
νερό σκέπασε πρώτα το σώμα, ύστερα τον λαιμό και τέλος το κεφάλι της.
Πάλευε απεγνωσμένα να
κρατηθεί στην επιφάνεια, την ώρα που τεράστια κύματα την τύλιγαν.
Και τότε, λίγο πριν χάσει την τελευταία της ανάσα, θα ορκιζόταν πως είδε τη γοργόνα να σηκώνεται
μπροστά της.
Την κοιτούσε με βλέμμα ψυχρό, αδίστακτο, διψασμένο για αίμα και ζωή˙ ζωή που δεν
της ανήκε… αλλά θα έκανε τα πάντα για να την αποκτήσει.
Μια εβδομάδα μετά...
Ο επιθεωρητής Κάρλος Μαρτίνεζ καθόταν στο γραφείο του. Μπροστά του ήταν απλωμένες οι
φωτογραφίες των τριών κοριτσιών που είχαν εξαφανιστεί τις τελευταίες μέρες. Το βλέμμα του
έπεσε πρώτα πάνω στη μικρή Γιουν, με τα κυματιστά μαλλιά και τα σκιστά μάτια. Μετά στη Λόρα,
με τις μπούκλες και τα αμυγδαλωτά μάτια. Τέλος, στην Κέισι, με τα ίσια μαλλιά και τα
ολοστρόγγυλα μάτια. Αναστέναξε. Τελευταία φορά είχαν θεαθεί να κολυμπούν. Από τότε, καμία
τους δεν είχε ξαναφανεί. Χτένισαν εξονυχιστικά τη θάλασσα και την περιοχή γύρω της.
Κανένα ίχνος κανένα σώμα.
Σηκώθηκε αργά και πλησίασε το παράθυρο. Άναψε ένα πούρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά,
κοιτώντας τη θάλασσα. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε;
Τα κύματα έπνιγαν τις αναμνήσεις, ή τουλάχιστον, έτσι ήθελε να πιστεύει. Άγγιξε μηχανικά το
σημάδι στον καρπό του. Εκείνο που είχε από παιδί. Από τότε που…
Απόδιωξε τις σκέψεις του.
Εκείνη τη στιγμή, ένα μικρό κορίτσι έμπαινε στο νερό, κατευθυνόμενο μαγεμένο προς τη σκαλιστή
γοργόνα.
Ο επιθεωρητής έκλεισε τα μάτια. Ήξερε πως δεν θα ήταν η τελευταία φορά.
Η Νίκι έφτασε δίπλα στο πέτρινο θαλάσσιο πλάσμα και το κοίταξε εκστασιασμένη. Την άγγιξε
ενστικτωδώς. Ξαφνικά, ένα χέρι άρπαξε τον καρπό της. Τραβήχτηκε απότομα, μα το χέρι συνέχιζε
να τη σφίγγει. Δεν ήταν πια πέτρα. Ήταν δέρμα, υγρό και παγωμένο. Η γοργόνα την κοιτούσε.
Και αυτή τη φορά…
Τα μαλλιά της ήταν ίσια.
Και τα μάτια της ολοστρόγγυλα.
Ερωδίτη Παπαποστόλου




Comments