top of page

Ο τελευταίος φρουρός



ree

Ο Ανδρόνικος δεν ήταν ήρωας. Ήταν ένας λιγομίλητος στρατιώτης από τη Χίο, τοποθετημένος στα τείχη της Πόλης λίγους μήνες πριν την άλωση. Δεν είχε δει ποτέ τόσο περήφανο τόπο. Μάρμαρα που λαμποκοπούσαν, εκκλησιές που μοσχοβολούσαν λιβάνι, σοκάκια γεμάτα παζάρια και προσευχές.

Τη νύχτα της 28ης Μαΐου, στάθηκε στο δυτικό τείχος, κρατώντας το δόρυ του σφιχτά. Γύρω του ψίθυροι, προσευχές, αναμμένα καντήλια και βλέμματα βουβά. Ο Αυτοκράτορας είχε μεταλάβει. Κάποιοι έκλαψαν· άλλοι έσφιξαν τις λαβές των σπαθιών τους. Εκείνος απλώς κοίταζε τον ουρανό, σαν να περίμενε να του μιλήσει.

Όταν ξημέρωσε, ο ουρανός βάφτηκε σκούρος πριν την ώρα του. Ο Μωάμεθ είχε φέρει τις μεγάλες μπομπάρδες. Τα τείχη δεν άντεχαν άλλο. Ο Ανδρόνικος πάλεψε, σπαθί και δόρυ, σώμα με σώμα. Δεν ήξερε ποιος έπεφτε δίπλα του και ποιος τον σκέπαζε με αίμα. Έβλεπε μόνο χέρια, φλόγες, κραυγές. Η Πόλη έλιωνε μπροστά στα μάτια του.

Όταν όλα τέλειωσαν, δεν έφυγε. Κρύφτηκε σε μια υπόγεια στοά κάτω από την Αγιά Σοφιά. Έμεινε εκεί μέρες. Ένα βράδυ, ανέβηκε στην επιφάνεια και κοίταξε γύρω. Οι μιναρέδες είχαν αρχίσει να υψώνονται. Οι σταυροί είχαν πέσει. Μα στη σκόνη και στα συντρίμμια, βρήκε ένα κομμάτι από τον βυζαντινό αετό. Το μάζεψε, το έβαλε μέσα στον κόρφο του.

Δεν μίλησε ποτέ γι’ αυτό. Έζησε σιωπηλά σ’ ένα μοναστήρι στον Πόντο. Μα κάθε 29η Μάη, άφηνε ένα λουλούδι στο κατώφλι, κι έλεγε ψιθυριστά: «Η Πόλη είναι ακόμα εδώ. Μέσα μας. Και την κρατάμε όρθια.»

Πέρασαν τα χρόνια κι ο Ανδρόνικος είχε γεράσει στο μοναστήρι, με το πρόσωπο σκυφτό και τα χέρια σκληρά απ’ την εργασία και την προσευχή. Δεν μιλούσε για τα παλιά. Οι μοναχοί ήξεραν μόνο πως ήρθε μια μέρα, βουβός, με το βλέμμα του καρφωμένο αλλού, κάπου μακριά, πέρα απ’ τα βουνά, ίσως στα τείχη που δεν υπήρχαν πια.

Μια μέρα, καθώς πλησίαζε άλλη μια 29η του Μάη, ένα νεαρό αγόρι, ο Νικήτας, που βοηθούσε στο κελί του, τον ρώτησε:

«Γέροντα, εσύ είδες την Πόλη όταν έπεσε;»

Ο Ανδρόνικος τον κοίταξε αργά. Δεν απάντησε αμέσως. Σηκώθηκε, πήγε στο ξύλινο σεντούκι του και έβγαλε προσεκτικά ένα παλιό, φθαρμένο κομμάτι υφάσματος: το μισό του βυζαντινού αετού, με τα φτερά τσακισμένα, αλλά ακόμα αναγνωρίσιμα.

«Δεν την είδα να πέφτει. Την είδα να μαρτυρά», είπε σιγανά.

«Και εσύ; Τι θα κάνεις όταν όλα γύρω αλλάζουν; Θα κρατήσεις κάτι ζωντανό, Νικήτα; Έστω μέσα σου;»

Ο μικρός έμεινε σιωπηλός. Μα εκείνο το βράδυ, πήγε στο παλιό εκκλησάκι του μοναστηριού, και άναψε ένα κερί κάτω από την εικόνα της Παναγίας. Δεν ήξερε τι ακριβώς ζητούσε, αλλά ήξερε πως ήθελε να θυμάται. Όχι για εκδίκηση, όχι για θρήνο μόνο για τη συνέχεια.

Και κάπως έτσι, ο Ανδρόνικος, ο τελευταίος φρουρός, έφυγε λίγες μέρες αργότερα, ήσυχα, με το κομμάτι του αετού στο στήθος. Κανείς δεν άκουσε τίποτα. Μα το αγόρι άρχισε να διηγείται την ιστορία του. Στους νέους, στους ξένους, στους μαθητές. Όχι για να προκαλέσει μίσος, αλλά για να ανάψει ένα φως. Να θυμούνται ότι η Πόλη δεν είναι μόνο τόπος· είναι τρόπος. Πίστη, καρτερία, και μια φλόγα που, όταν περάσει από χέρι σε χέρι, δεν σβήνει.



Μαρία Καραθανάση 🌹


Comments


bottom of page