top of page

"Μοναχική διάβαση"


Αέρινη και στριφογυριστή η μακριά στράτα. Ανάλαφρη κυμαίνεται στα σημάδια του ανέμου, πανταχού καιρού εκτεθειμένη απέναντι από τους καυτούς ηλιόδισκους και στα καρφιά που πετάει η ανελέητη μάστιγα νερού! Μοναχή και αυτή μονολογεί. Συνομιλεί με τους ψίθυρους παίρνει θάρρος από τα σφυρίγματα, αναχουχουλιάζει από τα θροίσματα των πέρα δέντρων. Σπάζοντας την σιωπή. Διασχίζει έξω από τις αυλόπορτες μυρίζει το κέλυφος των ανθέων, κρυφακούει τις χαμηλόφωνες φωνές. Και περιμένει! Περνάει από καταπράσινα λαγκάδια και χαιδεύεται πάνω στο παχύ γρασίδι! Πετάει πετρούλες πάνω στις ράχες της ακύμαντες των ρηχών λιμνών. Ακολουθάει την πορεία των ψηλών νεφών. Και περιμένει! Ακόμα ντύνεται στα λευκά σαν άσπρος καβαλάρης σκαρφαλώνει τα βουνά, και ατενίζει όλη την πλάση που είναι στρωμένη στα πόδια της! Οι πλάκες χρυσού ζεσταίνουν την κορμοστασιά της και ανοίγει σαν πρώιμο τριαντάφυλλο. Αλλά αυτή περιμένει. Εκείνη θέλει να νιώσει την ανθρώπινη παρουσία και η ανθρώπινη παρουσία την ύπαρξη της! είναι το κομβικό σημείο που συνδέει την οντότητα με την αίγλη της. Συναντιέται και διαβάζει τα συναισθήματα μουσκεύεται από τα δάκρυα, αχολογούν πάνω της χαρές και τσιρίγματα παιδικά. Ανατριχιάζει με τα γρατσουνίσματα από τα απανωτά βήματα. Ρίγοι την διαπερνούν. Και αυτή χαίρεται που κρατά συντροφιά στους μοναχικούς περαστικούς. Χαίρεται που νιώθει ότι την έχουν ανάγκη ότι τους είναι απαραίτητη! Μετρά ακόμα και τα νέα βήματα που κάνουν τα νήπια. Ένα, δυο, τρία και τεντώνεται όλο και περισσότερο, άνθρωποι την ρωτάνε και εκείνη στήνει αυτί. Σε χορούς και γλέντια είναι μέσα γλεντάει με την ψυχή της, σιγομουρμουρίζει τα τραγούδια τους και λικνίζεται στους ρυθμούς τους. Στις παρελάσεις βαστά την αγωνία των παιδιών και τα βοηθά να ισιώσουν το σώμα, κάτω υπό τους ήχους των εμβατηρίων! Στις περιφορές πάλι προσκυνά χαμηλώνει και προσεύχεται και παραπέφτει σε δεήσεις! Και κουβαλά στην πλάτη της όλα τα προβλήματα του κόσμου! Μόλις εμφανιστεί το ανέσπερο φως κάθεται και αναλογίζεται όλα τα δρώμενα της ημέρας. Περιμένει να ακούσει την αφωνία τους. Περιμένει να ανάψουν τα φώτα να φωτίσουν τις σκέψεις της να δώσουν ζωή στην μαυρίλα της. να περπατήσει πιο μακριά και να μετρήσει τα άστρα. Να πάρει πάνω της όλη την σκιερή μουτζούρα που λερώνει, και γράφει της νύχτας το μελάνι. Αντικατοπτρίζει όλα όσα βλέπει τριγύρω. Και κάπως έτσι αφήνεται κοιμισμένη και συνεχίζει να κάνει αυτό που ξέρει πιο καλά, να αναμένει. Η ανατολή του εωθινού φωτός ξεπροβάλει ανάμεσα από την ουράνια σχισμή! Αιματοβαμμένη η πλάση ξυπνάει και κοιτάει να αφυπνίσει τα πάντα ολόγυρα της! η στράτα φορά τα ψεύτικα περιμένει να δει τα αληθινά! Τα φώτα σβήνουν και ανάβουν εκείνα που κανείς δεν μπορεί να σβήσει. Το γρασίδι ποτίζεται από την πρωινή δροσιά, τα λουλούδια λούστηκαν, και η στράτα καθαρίζεται για να υποδεχτεί τους πρωινούς εργάτες. Ντύνονται και φορούν την καθημερινή τους ποδιά ετοιμάζονται για να δουλέψουν. Περπατούν γοργά και κοφτά, τα πρόσωπα τους αγριωπά και παραμελημένα. Η δουλειά έχει γράψει στα μέτωπα τους πάνω την λέξη κούραση, τα τσιγάρα μανιωδώς ορμάνε κόβωντας την ανάσα, και οι καπνοί θολώνουν το μυαλό. Πνιγμένοι όπως είναι δεν βλέπουν γύρω τους, τυφλοί διαβάτες που αναζητούν το μεροκάματο. Η στράτα τους δίνει κουράγιο, τους ανοίγει διάπλατα την αόρατη θύρα του να περάσουν. Και τους οδηγεί στο κατώφλι της βιοπάλης. Από την ώρα που σκορπά τις ώρες ο επουράνιος βασιλιάς, μέχρι που θα εμφανιστεί η βασίλισσα και θα της μαζέψει μια μια μέχρι να μην μείνει καμία. Αργότερα το ποδοβολητό των μικρών παιδιών ετοιμάζει η στράτα το αθώο της παιχνίδι. Ζητωκραυγάζοντας ξεκουφαίνεται και στρώνει χαλί μαγικό να παίξουν! Τα εξετάζει να δει αν ξέρουν καλά το μάθημα τους. Να διαβάσει τα χείλια τους που σιγομουρμουρίζουν τραγουδάκια! Να νιώθει τα παιχνίδια τους και να γίνεται γήπεδο για τις ορέξεις τους. Και αυτά απολαμβάνουν την κάθε στιγμή πριν μπουν στα αυστηρά τους σχολεία. Ο πρώτος τους δάσκαλος είναι αυτός που αφουγκράζεται τις αρθρώσεις τους. Και συμμερίζεται την σκλαβιά τους! Και οι ώρες σκορπίζονται και πετούν ανάλαφρα από πάνω του. και ο βασιλιάς αλλάζει θέση τώρα έχει πιαστεί στο θρόνο του τόσες ώρες να παρακολουθεί την ιστορία του. ο δρόμος ξεκουράζεται τώρα. Περιμένει και πάλι. Οι άνθρωποι τσουλάνε πάνω του μερικές φορές σαν να έχουν καρούλια στα πόδια. Και αυτός τους το επιτρέπει να αντιγράφουν πάνω του τις σκέψεις τους και τις ανάγκες τους. Όταν αρχίσει το δειλινό να κάνει δειλά βήματα εμφανίζονται οι κυρίες των σαλονιών με τα ακριβά τους ρούχα και τα αστραφτερά τους κοσμήματα και του χαρίζουν την πολυτέλεια που του αρμόζει. Και αντανακλά πάνω του όλη η λάμψη του πλούτου! Εκείνη που ποτέ δεν φανταζόταν! Πιο κει εμφανίζονται οι μαραζωμένοι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας! Περπατάνε σκυμμένοι και σκυθρωποί. Χαράζουν πάνω της όλες τις βαρύγδουπες των χρόνων τους με τα ξύλινα μπαστούνια τους. Αλλά αυτή δεν διαμαρτύρεται! Πάνω στα πρόσωπα τους τα σκαμμένα και τα χαρακωμένα αντιλαμβάνεται κανείς τα βάσανα τους τα περασμένα. Σαν μαχαιριές σε φρούτο πολύ ώριμο, που σπάει και ανοίγει από όλες του τις πλευρές. Αυτός ο δρόμος δίνει παρηγοριά στις βασανισμένες ψυχές! Μαλλιά ξεβαμμένα αντιγράφουν τα κάτασπρα βουνά, ψυχές πικραμένες που πλέουν σε φουρτουνιασμένα κύματα! Σώματα καμπυλωτά σαν τα μονοπάτια που βαδίζει και αυτή και χάνεται μακριά! Φεύγουν και αυτοί και εκείνος συνεχίζει να κάνει αυτό που ξέρει καλά να περιμένει. Παντού διάχυτη επικρατεί η σιγαλιά ονειρεύεται την αυριανή προσέλευση, αναθερμαίνεται από τα ίχνη των περαστικών. Και εκεί σε μια γωνία εμφανίζεται το αχαλίνωτο πάθος, το μοιραίο έγκλημα και είναι αναγκασμένο να κουβαλά τις αμαρτίες των ανθρώπων. Όπως στον θεάνθρωπο άνοιξε τις πύλες του, σηκώνοντας το βαρύ φορτίο! Από τα δακρυσμένα παράθυρα την βλέπουν και την συμπονούν! Η στράτα συμπορεύεται και με τον θάνατο, συνομιλεί με τα πνεύματα και αφουγκράζεται και το παραμικρό στην ταπεινή του πλάτη. Στην άλλη γωνία συναντά το δεύτερο πλήγμα της κοινωνίας, την επαιτεία! Απλωμένο χέρι παγωμένο και ξηρό αναζητά τον σάπιο καρπό, και ο δρόμος είναι η μοναδική παραμυθία. Του στρώνει να κάτσει στην θέση αρχηγού ανάβοντας την φουφού του να τον ζεστάνει λιγάκι, καθώς θα ζεστάνει και την καρδιά του! η μοναχική διάβαση η μοναδική του παρέα του μιλά και αχολογεί στην ψυχή του! πένα η σταγόνα γράφει την πικρή ιστορία της ζωής του. τα διακοσμητικά στοιχεία της φύσεως τον ξυπνούν τον μαλακώνουν, τον ζωηρεύουν και στο τέλος της ημέρας τον νανουρίζουν γλυκά! Κοιμισμένος διαβάζει τον πόνο του, και αυτός παίρνει τα πεσμένα φύλλα και του τραγουδούν τρυφερά! Και αυτός συνεχίζει να περιμένει. Μέσα στους αιώνες χάνεται μακραίνει ολοένα, ξεστρατίζει από εδώ και εκεί ακόμα συνορεύει από χώρα σε χώρα! Ταξιδιάρικος! Του αρέσει να περνά χωριά, πόλεις να τσουλάει με ρόδες πάνω σε γραμμές να παίζει με τα περάσματα του ανέμου! Συνδέει τον κόσμο όλο ατενίζει την θάλασσα αντιγράφει τους κόλπους! Αντιγράφει τον χορό των φιδιών! Κλέβει τα ποιήματα που οδηγούν στον δρόμο του παραδείσου! Και κάπως έτσι απλώνεται η φήμη του σε ολόκληρο τον κόσμο πανταχού παρόν! Και τελικά μέσα από όλα αυτά, αυτός κάνει αυτό που ξέρει πιο καλά να περιμένει το άγνωστο, το μακρινό το ατελείωτο! Μέσα από το αμφίδρομο της ζωής αυτός περιμένει να αποφασίσουμε, αυτός είναι εκεί για να μας οδηγήσει στο όνειρο μακριά από τα τετριμμένα! Και πάντα είναι εκεί για μας! Και αυτός συνεχίζει να περιμένει! Σε τι άραγε? Ας ελπίσουμε στο καλύτερο αύριο στον απώτερο σκοπό στην εμπιστοσύνη του απέραντου χάους του! η μοναχική διάβαση θα είναι πάντα μοναχική αφημένη στην ασυδοσία των καιρών!



Γερασιμία Παναγιωτοπούλου 🌹

Kommentare


bottom of page