top of page

Μικρά Άστρα από Φως...


ree

«Το ποίημα που θα διαβάσετε, μιλά για ένα φως που έρχεται σιγανά, σαν ανάσα θάλασσας, και αγγίζει την ψυχή. Μικρά θαύματα, διάφανες στιγμές, φλέβες γαλάζιου φωτός, σχηματίζουν ένα μονοπάτι μέσα στη νύχτα, μια ήρεμη μεταμόρφωση που μένει, ακόμη κι όταν η μορφή χάσει το περίγραμμά της. Αφεθείτε στα μικρά άστρα που φωτίζουν την καρδιά και γεμίζουν τη νύχτα γαλήνη»


 

 Μικρά Άστρα από Φως

Εκείνο το βράδυ

ο κόσμος άνοιξε σαν λεμονανθός—

τόσο απλά, τόσο άδολα.

Μια χρυσή γραμμή φωτός

γλίστρησε στο δωμάτιο,

σαν μικρό θαύμα που ξέφυγε

από την προσοχή των αγγέλων.

Δεν ήταν άνθρωπος, ούτε σκιά.

Ήταν σαν ανάσα θάλασσας

που πήρε μορφή για να με βρει.

Τα βήματά του άφηναν πίσω

μικρές φλέβες γαλάζιου,

σαν πρωινό νερό

που θυμάται ακόμα τον ήλιο.

«Μην τρομάζεις», είπε

χωρίς τα χείλη να κουνήσει—

κι η φωνή του ήταν σαν να μιλούσαν

όλα τα ανοιξιάτικα πελάγη.

Κι εγώ που μάζευα τις σιωπές μου

σε καλάθια από έγνοιες—

ένιωσα να απλώνεται μπροστά μου

μονοπάτι από ζεστό φως.

Άγγιξε τον ώμο μου—

με τρόπο που μόνο το φως ξέρει.

Κι πλημμύρισε μέσα μου

μικρά άστρα που άναβαν και έσβηναν,

σαν να γύριζε ο χρόνος

στο πρώτο του πρωί.

Πριν χαθεί, μου άφησε στην παλάμη

ένα κομμάτι διαφάνειας—

τόσο καθαρό,

που έβλεπα μέσα του

την ευγένεια όλου του κόσμου.

Κι όταν έμεινα μόνος,

η νύχτα είχε γίνει πιο ήσυχη,

σαν να είχε πιει μια σταγόνα φωτός

και ξαποσταίνει στο ακρόχειλο

της αυγής.



Μικρά Άστρα από Φως

 

Εκείνο το βράδυ


ο κόσμος άνοιξε σαν λεμονανθός—


τόσο απλά, τόσο άδολα.

Μια χρυσή γραμμή φωτός


γλίστρησε στο δωμάτιο,


σαν μικρό θαύμα που ξέφυγε


από την προσοχή των αγγέλων.

Δεν ήταν άνθρωπος, ούτε σκιά.


Ήταν σαν ανάσα θάλασσας


που πήρε μορφή για να με βρει.

Τα βήματά του άφηναν πίσω


μικρές φλέβες γαλάζιου,


σαν πρωινό νερό


που θυμάται ακόμα τον ήλιο.

«Μην τρομάζεις», είπε


χωρίς τα χείλη να κουνήσει—


κι η φωνή του ήταν σαν να μιλούσαν


όλα τα ανοιξιάτικα πελάγη.

Κι εγώ που μάζευα τις σιωπές μου


σε καλάθια από έγνοιες—


ένιωσα να απλώνεται μπροστά μου


μονοπάτι από ζεστό φως.

Άγγιξε τον ώμο μου—


με τρόπο που μόνο το φως ξέρει.


Κι πλημμύρισε μέσα μου


μικρά άστρα που άναβαν και έσβηναν,


σαν να γύριζε ο χρόνος


στο πρώτο του πρωί.

Πριν χαθεί, μου άφησε στην παλάμη


ένα κομμάτι διαφάνειας—


τόσο καθαρό,


που έβλεπα μέσα του


την ευγένεια όλου του κόσμου.

Κι όταν έμεινα μόνος,


η νύχτα είχε γίνει πιο ήσυχη,


σαν να είχε πιει μια σταγόνα φωτός


και ξαποσταίνει στο ακρόχειλο


της αυγής.

Δημήτρης Σ. Πολίτης

Comments


bottom of page