Μια παράξενη μέρα...
- ΣΙΜΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ

- Sep 22
- 6 min read

Του Σίμου Ιωσηφίδη
Στην Ε.Τ.
Σήμερα η πρωινή αφύπνισή μου ήταν πρόωρη και κάπως παράξενη. Ένα τηλέφωνο και ένα κουδούνι συνέπεσαν και συνετέλεσαν σε αυτό. Και τα δύο δεν τα πρόλαβα.
Η νωχέλεια, ένεκα πάθησης νευρολογικής φύσεως, και η απάθεια εξαιτίας μιας πάγιας απογοήτευσης με αργοπορούν.
Και να τα προλάβαινα δεν είμαι σίγουρος αν θα ανταποκρινόμουν. Πάντως ξύπνησα αρκετά νωρίς, μια μυστήρια ώρα.
Και αυτό με έκανε να ζήσω μερικές στιγμές που, μέχρι τώρα, ήταν άγνωστες για μένα. Βιώματα αβίωτα.
Άνοιξα μηχανικά το ψυγείο.
Πήρα ένα τσάι.
Δεν το είχα αγοράσει εγώ.
Κάποιος θα το είχε φέρει. Θυμήθηκα πως, ακόμη και μέσα εδώ, ίσως να είμαι ένας ξένος κι εγώ.
Δεν είχα το σθένος να φτιάξω καφέ αυτή την παράξενη ώρα. Όπως και να μείνω σπίτι.
Περπατούσα για πολλήν ώρα. Μάλλον άσκοπα.
Άνευ προφανούς αιτίας και πρόθεσης. Μου ήταν αδύνατο να σκεφτώ.
Γι’αυτό κιόλας συλλάμβανα εικόνες όμορφες.
Το βλέμμα όταν είναι απείθαρχο είναι διερευνητικό.
Κι όταν ο νους είναι αφηρημένος, το σώμα είναι αφημένο στην αφηρημάδα του. Τέτοιαν ώρα, μυστήρια, αποφεύγεις και πληκτικές συναντήσεις.
Άλλωστε οι ομορφότερες συναντήσεις είναι αυτές που δεν έγιναν ποτέ...
Συν αυτώ, όταν είσαι εκτός χρόνου, ακούς αντίλαλους άλλων εποχών. Τελευταία επιζητώ όλο και περισσότερο την ησυχία, την απομόνωση. Ο μονήρης βίος νομίζω μου πάει. Ζω, καιρό μάλλον τώρα, μια προσωπική ασκητική.
Κάπως έτσι έφτασα στο πάρκο. Δίχως να το καταλάβω, σαν από ένστικτο.
Απέναντι από το δέντρο.
Περισσότερο πια με συγκινεί η φύση, όχι όμως ως μια επιταχυνόμενη σάρωση εικόνων, όπως την εννοούν οι κανόνες της εποχής, αλλά ως ένα σταθερό σημείο αναφοράς.
Μπορώ να αντικρίζω ένα συγκεκριμένο τοπίο καθημερινά, να μαγεύομαι με το πώς μεταβάλλεται ανάλογα με την ώρα και την εποχή, κι ας δείχνει ίδιο. Τέτοια τοπία, στη θέασή τους, αποτελούν σπάνια αναγνώσματα. Εδώ, τα βιβλία είναι περιττά.
Αυτό είναι η εμπειρία.
Κάτι που σε σημαδεύει πραγματικά και που μεταβάλλεται δίχως να διακρίνεται.
Εμπειρία είναι αυτό που δεν θυμάσαι, εκείνο δηλαδή που αποτυπώνεται μέσα σου στις τρυφερές ηλικίες.
Είναι τόσο γρήγορες και κατακλυσμικές πλέον οι αλλαγές... Παρατηρώ πως η απόσταση που έχω από τον κόσμο των τεθνεώτων παππούδων μου είναι πολύ μικρότερη εκείνης που με χωρίζει από τις αμέσως νεότερες γενιές.
Εκείνοι οι μεγάλοι παλαιοί που μας συμβούλευαν να αγαπάμε τον εαυτό μας.
Διερωτήθηκα αν αγαπάμε εαυτούς. Μα συνεχώς, σκέφτηκα, με το «είναι» μας δεν ασχολούμαστε?
Το βάζουμε πάνω από όλα, διαρκώς το προβάλλουμε, ενίοτε το επιβάλλουμε και, γενικώς, το εξιδανικεύουμε -πολλάκις διαβάλλοντάς το... Ζούμε για να κάνουμε εκείνο που επιθυμούμε, το θέλημά μας είναι το πρώτο και κύριο που μας ενδιαφέρει και μας απασχολεί.
Αν το αγαπήσουμε δηλαδή ακόμη περισσότερο, τι ακριβώς θα το κάνουμε?
Το αμιγώς ανθρώπινο μοντέλο έληξε και έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία.
Μετά, σαν να γέρασα ξάφνου πρόωρα, δίχως καν να περάσω από τη μέση ηλικία.
Εδώ, η ενδιάμεση ζωή, αναζητάται μάταια.
Εύλογα συλλογίζομαι πως αυτές τις στιγμές ίσως δεν θα τις ξαναζήσω ποτέ.
Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να τις φωτογραφίσω αλλά αυτοστιγμή το μετανιώνω.
Θα τις νέκρωνα απα-‘θανατίζοντάς’ τις.
Προτιμώ να τις εξαλείψει η μνήμη. Η τελευταία συχνά παραλλάσει την αλήθεια, την αλλοιώνει.
Στο τέλος θα είναι σκιές αχνές, δυσδιάκριτες σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Αυτές οι σκιές θα κατασκηνώσουν στα επάνω δωμάτια του νου και θα επανεμφανίζονται σπάνια, όταν η ψυχή τις χρειάζεται.
Το δέντρο, δειλό.
Όταν κοκκινίζει γυμνώνεται ρίχνοντας τα φύλλα του.
Λες και ντρέπεται.
Συχνά έχω την αίσθηση πως το ακούω. Σαν να μιλάει.
Μόνον αυτό μού μιλάει.
Εγώ σπάνια ή και καθόλου.
Με παροτρύνει να πω κάτι αλλά συνήθως μένω άφωνος.
Το φθινόπωρο μάζευα τα κόκκινα φύλλα του.
Τα αναγνώριζα τόσο εύκολα...
Των άλλων δέντρων ήταν διαφορετικά, σαν ξένα.
Πρώτη φορά το βλέπω αχάραγα. Μακρόκορμο και λυγερό.
Τις άλλες ώρες της ημέρας πως γίνεται να είναι τόσο διαφορετικό! Αίφνης καλύπτομαι από έναν κύριο ηλικιωμένο με μακριά γενειάδα που μαζεύει σκουπίδια.
Σαν να φοράει μάσκα είναι το πρόσωπό του.
Τα μάτια του, αν και υγρά, φλογίζονται από χαρά.
Μοιάζουν να πετάνε σπίθες.
« Δώσε στον άνθρωπο μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια», έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ.
Συναντώ καμιά φορά ανθρώπους αληθινά ευτυχείς -συνήθως μικρά παιδιά ή παππούδες- και λάμπουν ολόκληροι.
Σκέφτομαι πως γι’αυτό μάλλον η διαμονή στην πόλη ικανοποιεί γενικά αν είσαι ανήλικος είτε ηλικιωμένος. Αυτοί που είναι χαρούμενοι αναγνωρίζονται.
Έχουν στα μάτια ένα θολό πέπλο θλίψης.
Είναι θαρρετοί και διαθέτουν ένα ύφος σαν να ψάχνουν μονίμως κάτι αδιόρατο και ταπεινό.
Είναι πειθήνιοι, ευάλωτοι και όταν γελούν μοιάζουν σαν να κλαίνε. Πόσο κοντά είναι το κωμικό από το τραγικό! Σε κοιτούν και μονομιάς σου μαθαίνουν την αρετή της έλλειψης. Σκέφτομαι πως τώρα που χάριν τεχνολογίας η επικοινωνία είναι απείρως ευκολότερη, κατ’ουσίαν, ωστόσο, είναι περισσότερο ρηχή. Ειδικά μπροστά στο βλέμμα αυτών των ανθρώπων αγγίζει τα όρια του σχηματικού.
Κλείνω τα μάτια. Δεν ονειρεύομαι, όχι. Τα ανοίγω αργά.
Τα βλέφαρά μου κουρτίνες που ανεβαίνουν. Πολύ αργά.
Τόσο που ο γενειοφόρος οδοκαθαριστής έχει σχεδόν χαθεί. Μόνο μια μικρή φωσφορούχα πλάτη διακρίνω.
Ανασύρω νηπιακά βιώματα και γελάω. Με πιάνει νευρικό γέλιο σαν να μου κόβεται η ανάσα.
Όταν γελάω έτσι, φοβάμαι και σοβαρεύω απότομα.
Το γέλιο αφοπλίζει.
Σκέφτομαι πως ο μέγιστος serial killer θα ήταν κωμικός.
Όταν γελάς είσαι έκθετος, ανήμπορος.
Σε δολοφονεί ακαριαία με τον τρόπο του.
Τώρα η φιγούρα του οδοκαθαριστή έχει χαθεί.
Εξαφανίστηκε και η παραμικρή σκιά.
Κάτι διακρίνεται, αμυδρά, αλλά μάλλον δεν είναι αυτός.
Πόσο σπάνιες είναι οι αγωνίες σε ό,τι καρτεράς να δεις.
Πιάνει βροχή.
Κι όμως όποτε ξυπνάω ποτέ δεν βρέχει. Και ο δρόμος είναι στεγνός. Και στα όνειρά μου ποτέ δεν βρέχει.
Η βροχή, σκέφτομαι, σε κάνει να είσαι ερωτευμένος κι ας μην έχεις κάποιον δίπλα σου. Είναι τόσο αυτάρκης, τόσο ακέραια, τόσο πλήρης, τόσο περιεκτική και σταθερή. Αλήθεια πως γίνεται και όταν βρέχει όλα τα βιβλιοπωλεία να είναι γεμάτα. Και τα καφέ. Ομπρέλες, κουκούλες, σκούφοι... όλα σκεπάζουν. Οι ελάχιστοι περαστικοί δείχνουν να βιάζονται. Λες και οι μικρές σταγόνες τούς εκ-βιάζουν. Κι όμως κρατούν ομπρέλα... δεν βρέχονται. Έχω την εντύπωση πως, άθελά τους, δίνουν ανθρώπινο σχήμα στην συνήθεια και στην βιασύνη, στην προσδοκία και στο παράπονο, στην νευρικότητα και στα άγχη των ελπίδων. Η βροχή είναι ενέργεια που, όλως παραδόξως, τους απενεργοποεί. Το δέντρο στάζει, τα υπόστεγα στάζουν, κάποιοι τρέχουν στάζοντας.
Ο γλυκός ιδρώτας τούς φοβίζει. Μια γυναίκα μιλάει στο τηλέφωνο ανήσυχη, «γυρίστε πίσω! Βρέχει. Να πάτε αύριο».
Κάποιος άλλος νεαρός ακούγεται να αναβάλλει. «Πάμε καλύτερα την Τρίτη», λέει. Το νερό απειλεί και προτρέπει. Αναβάλλει και ματαιώνει. Το ίδιο νερό που ανθίζει τα φυτά τους, που ποτίζει την ζήση τους, το ίδιο, τώρα γίνεται φόβος. Η αφύσικη ζωή της πόλης, σκέφτομαι.
Φυσούσε όταν σηκώθηκα.
Κάτι σαν ένα απαλό ανεμοβρόχι. Το καταλάβαινες εύκολα από τις χορευτικές κινήσεις των φύλλων στο έδαφος. Περπάτησα αργά. Πάντα ο γυρισμός είναι πιο χρονοβόρος. Τον σκεπάζει μια απέλπιδα θλίψη. Η βροχή κάνει την βάδισή μου δυσκολότερη. Και την αργοπορία μεγαλύτερη. Όσο απομακρύνεσαι από την πλατεία τόσο μεγαλώνει και η αίσθηση πως αυτό το ψιλόβροχο είναι το μόνο μέσο για να υποδηλώσει η φύση την παρουσία της. Τα στενά της πόλης κάνουν τις πολυκατοικίες να φαίνονται θεόρατες. Το ίδιο και τους κάδους απορριμμάτων. Στενές οδοί ταριχευμένες από το γκρίζο της ασφάλτου. Γείτονες θυμώδεις, εγωκεντρικοί, αγενείς, και πάντα στις επάλξεις με το ζωνάρι λυμένο για καυγά περπατούν γοργά στα πεζοδρόμια. Υπενθυμίζω πως στο Τόκιο, πολλά χρόνια πριν, είχαν ήδη καθιερωθεί πεζοδρόμια με λωρίδες μονής κατεύθυνσης για πεζούς: από δω όσοι πήγαιναν, από κει όσοι έρχονταν...
Γύρισα σπίτι βρεγμένος. Ένα κουδούνισμα τηλεφώνου περισσότερο με έκανε να σκεφτώ πως είχα ξεχάσει το κινητό μου παρά να απαντήσω. Πήρα το τσάι απ’το τραπέζι και βγήκα στο μπαλκόνι. Άδειος από σκέψεις. Λες και το νερό τις είχε ξεθωριάσει. Ανέσυρα στιγμές από τα παιδικά μου χρόνια, αρχές της μακάριας δεκαετίας του ’70, τότε που ήταν όλα μπορετά. Γέλασα ξανά. Είναι αυτές οι κωμικές ξέγνοιαστες μνήμες που σε δολοφονούν ακαριαία ενώ γελάς.
Ο παλιός κωμικός εαυτός που μετατρέπεται σε serial killer αναγκάζοντάς σε να ζεις με το παρελθόν. Εκείνος ο εαυτός που σε κάνει να παραβλέπεις το τώρα. Το γαλάζιο τρίκυκλο ποδηλατάκι που με έκανε να ίπταμαι στο πεζοδρόμιο αψηφώντας υψοφοβίες και κινδύνους. Ήταν τότε η εποχή μιας ακούσιας ασέβειας που μόνος Θεός ήταν ο εαυτός σου.
Ακόμα έβρεχε. Λάθος κόσμος, λάθος τόπος, λάθος λέξεις και όλα αυτά, μάλλον, σε μια λάθος εποχή. Τώρα μοιάζουν όλα ειρημένα προ πολλού. Προπορευόμενη και προστάτιδα πάντα η φύση μάς υποδεικνύει ό,τι περισσεύει και μας αποδεικνύει ό,τι υφίσταται. Μοιάζει να φωνάζει με το στόμα του Στέντορος πως φορέσαμε την ασχήμια κατάσαρκα...
Απέναντί μου το δέντρο...
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Σίμος Ιωσηφίδης γεννήθηκε στην Δραπετσώνα το 1969.
Σπούδασε στην Σχολή Σταυράκου εικονοληψία και θεωρία του Κινηματογράφου.
Το 1991 και για δέκα συναπτά έτη ήταν αρχισυντάκτης και εξέδωσε το τρίμηνο περιοδικό «Αντι-κινηματογράφος».
Έλαβε μέρος σαν ομιλητής σε πολλά συνέδρια μουσικής και κινηματογράφου {μεταξύ αυτών συμμετείχε στο συλλογικό βιβλίο με τίτλο «Πόλη και Κινηματογράφος» με πρωτοβουλία του Κ.Α.Μ.Χ. Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μελέτης Χανίων που έλαβε χώρα στον Δημοτικό Κινηματογράφο Χανίων «Κήπος»}.
Το 1999 μέχρι το 2008 εξέδωσε την τριμηνιαία επιθεώρηση «Κινηματογράφος και Επικοινωνία».
Έκτοτε συμμετέχει τακτικά με δοκίμια και χρονικά Τέχνης και Κοινωνίας σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες {«Διαβάζω», «Μανδραγόρας», «Οδός Πανός», «Μίτος», «Νίκη»}.
Επιπροσθέτως υπήρξε Ραδιοφωνικός Παραγωγός των Ραδιοφωνικών Σταθμών Πειραιάς Κανάλι 1 – Αιγαίο FM.




Comments