top of page

Θα της κρατώ το χέρι...


ree

Τα μεσημέρια της Αθήνας χαραμίζονται στην τρέλα της κίνησης, της οχλοβοής και του παραλογισμού.

Άγχος, στρες ακόμα και για μια θέση πάρκινγκ.

Όμως συνηθίζεις αρκετά σύντομα τους απαιτητικούς ρυθμούς.

Άνοιξα την πόρτα του μικρού διαμερίσματός μου, τέταρτος όροφος σε μια πολυκατοικία στην καρδιά των Πατησίων· χωρίς ασανσέρ.

Άλλοτε όταν επέστρεφα, ένα στρωμένο τραπέζι, με τέσσερα ευωδιαστά πιάτα μας περίμενε στο ηλιόλουστο σαλόνι.

Τέσσερα κι ένα άδειο σε μια θέση κενή.

Ο πατέρας μας είχε αφήσει νωρίς, όμως  η μητέρα μου πάντα έβαζε ένα πιάτο ακόμα.

Πήγα στην κουζίνα και τη βρήκα να κάθεται σ’ ένα σκαμπό πλάι στο βοηθητικό τραπεζάκι.

«Καλησπέρα, γιατί δεν άνοιξες τα παντζούρια να μπει λίγο φως;» της είπα δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο.

«Τα άνοιξα Ιωάννα μου» απάντησε με μια γλυκιά και σίγουρη φωνή, «βάλε να φας.

Ο Γιώργος είπε θ’ αργήσει, έμπλεξε με τη δουλειά.

Θυμήσου το απόγευμα να πάρουμε την Γιώτα να μας πει πώς πήγε η εξεταστική.

Εγώ δεν πεινάω, θα ξαπλώσω λίγο» είπε και με δυσκολία σηκώθηκε.

Με αργά βήματα, στηριγμένη στον πάγκο αποσύρθηκε στο δωμάτιό της.

«Εντάξει» είπα ακόμη μια φορά κοιτάζοντας τις κατσαρόλες που έλειπαν από τα μάτια της κουζίνας. Σκούπισα τα μάτια μου και προσπαθώντας να καταπιώ τον κόμπο απ’ τον λαιμό μου, σύρθηκα ως το σαλόνι κι άνοιξα τα παραθυρόφυλλα.

Τα μάτια μου πήγαν κατευθείαν στο εικονοστάσι· τα ακολούθησα.

Δίπλα απ’ την εικόνα της Παναγιάς, δυο φωτογραφίες.

Μια με τον πατέρα να γελάει πίσω απ’ τα παχιά μουστάκια του και πλάι… η φωτογραφία του Γιώργου με την Ιωάννα.

Αγκαλιασμένοι και χαρούμενοι μπροστά στο Λευκό Πύργο, απ’  όταν είχαν έρθει για να  «εποπτεύσουν» τις σπουδές μου πριν πέντε χρόνια.

Κι ύστερα άκουσα ξανά το κινητό μου, να χτυπά από ένα τηλεφώνημα που θέλω να ξεχάσω. Επέστρεφαν απ’ τη δουλειά.

Μαζί, εκείνη την ημέρα.

Ένας μεθυσμένος οδηγός παραβίασε το φανάρι κι έπειτα δεν ξαναείδα τ’ αδέρφια μου. Από τότε άρχισε η φθορά κι ένας αβάσταχτος πόνος για εκείνη.

Περίεργο πράγμα το μυαλό.

Λίγο λίγο, μέρα με τη μέρα, έσκαβε στο παρελθόν για να τους βρει και να τους συναντήσει ξανά.

Οι γιατροί το είπαν άνοια.

Εγώ, θα πω πως τα κατάφερε. Γύρισε το χρόνο πίσω κι έμεινε εκεί.

Σε μια ευτυχισμένη στιγμή που παίζει επαναλαμβανόμενα στον νου της, σαν ταινία, και ακόμα περιμένει να επιστρέψουν.

Μια άμυνα, ένα αόρατο μαντήλι που σκουπίζει τα δάκρυα που θα έρθουν και τον πόνο που προσμένει να παρηγορηθεί.

Κάπου κάπου φεγγίζει ένα χαμόγελο στα χείλη της που προτιμώ να βλέπω.

Και θέλω τόσο να πάω κι εγώ εκεί. Να κλειστώ σ’ εκείνη τη στιγμούλα, μα δεν μπορώ.

Αυτό που μπορώ όμως είναι να γίνω Ιωάννα και Γιώργος και Γιώτα και να στρώνω ένα τραπέζι με πέντε άδεια πιάτα για να καθίσουμε και οι δυο και θα της κρατώ το χέρι για πάντα.

Τέλος




Ρούλα Συγγούνα

 

 

Comments


bottom of page