top of page

Ηλιαχτίδα στο Γαλάζιο

ree

Ζωή είναι τα γλυκά μας όνειρα, τα σύντομα,

που βήμα το βήμα ξεμακραίνουν, κι εμείς τα ακολουθούμε,

λες και μια αόρατη δύναμη χαράζει τον δρόμο μας

με φως που δεν παλιώνει.


Κι η μνήμη τα κρατά, σαν άσπρη φλόγα στο χέρι.


Αχ, κι αν ήμουν αερικό, να σε ακολουθώ,

αστέρι μαγικό, με το ολόδροσο αεράκι

να κυλά στα πόδια σου,

σαν ύμνος που ξαναγράφεται στον άνεμο.


Γλυκιά μου κόρη, παντού σε ψάχνω·

η πλατινένια μορφή σου γίνεται η αιτία των ποιημάτων,

μια χρυσή τελειότητα στη θωριά και στο κορμί που λάμπει.

Έρχεσαι από εποχή ρομαντική,

σαν ασπρόμαυρη μορφή στερεωμένη σε χρυσή βάση.


Κι η ανάσα σου φωτίζει τις άκρες της νύχτας.


Ψυχή που πετάς, υπάρχοντας μέσα στα όνειρά μου,

κι η καρδιά μου έσπασε και σκορπίστηκε σαν φως

στο σεντόνι σου,

σαν να παρέδωσα όλη μου τη ζωή

στο άγγιγμα του δέρματός σου.


Μη λείψεις ούτε μια μέρα μακριά μου·

πώς να το πω… μεγάλη γίνεται η μέρα χωρίς εσένα,

και θα σε περιμένω όπως οι κορφές

το πρώτο φως που γυρνάει αργά

και ακουμπά τη γη σαν επιστροφή.


Κι η προσμονή γίνεται δέντρο που ριζώνει μέσα μου.


Μη μ’ αφήσεις μόνο, να χαθώ στο σκοτάδι.

Άφησε να κρατήσω τα ταξίδια των κυμάτων,

το όνειρό μας να ταξιδεύει ως τ’ αστέρια,

να ψηλώσω ίσαμε τον ουρανό,

να σ’ αγκαλιάσω ξεφεύγοντας απ’ τον κόσμο,

να κρατήσω τα δελφίνια της αυγής για σένα.


Μην αφήσεις η σιλουέτα σου να τσακιστεί στην άμμο,

μήτε η σκιά σου να σβήσει από τη μνήμη του νερού.


Γιατί εσύ είσαι ο τόπος όπου επιστρέφει η ψυχή.


Στην απουσία, μη σκορπιστούν τα βλέφαρά σου·

μη φύγεις ούτε για μια στιγμή, άγγελέ μου,

γιατί μέσα σ’ εκείνη τη στιγμή θα μου λείψεις τόσο,

που θα ρωτώ στον αέρα τα πουλιά, ικετευτικά,

αν θα γυρίσεις

ή αν μ’ αφήνεις να χαθώ.


Άφησε να κρατήσω τα παιδικά μου όνειρα,

σαν ξανθό σάλι μπλεγμένο στα αέρινα μαλλιά σου.

Να κρατήσω τα λευκά ταξίδια,

τις στιγμές που δεν έχουν σκιά,

το άρωμα του πρωινού

που ξυπνάει μαζί σου.


Κι η μορφή σου να μένει πάντα σαν φεγγάρι, ολοστρόγγυλη.


Και πώς να σε ζωγραφίσω, μάγισσά μου,

στις μακρινές στεριές όπου ακόμη ακούγεται η φωνή σου,

εκεί όπου οι ναυτίλοι έμειναν άφωνα σημεία

και τα ταξίδια μένουν άκυρα, κρυμμένα,

σαν να μην άντεξε ο κόσμος

το πέρασμα της λάμψης σου.


Πώς να ζωγραφίσω το χαμόγελό σου,

αφού ο ήλιος σου με τυφλώνει;

Είσαι θεά της θάλασσας, πλανεύτρα, πανωραία,

κι οι αποστολές χάνονται, κι οι βάρκες φεύγουν

στον τόπο όπου φτερουγίζεις σαν ανάσα.


Κι ο άνεμος σε ψιθυρίζει ακόμη.


Με μαγεμένο νερό της πηγής θα σε ποτίσω,

με το άρωμα των λουλουδιών

κι απόσταγμα των αστεριών

που αργοσβήνουν στην αυγή.

Κι αν χαθεί το φως, θα μένω εδώ,

σαν ψίθυρος πάνω απ’ τα κύματα,

να σου θυμίζω πως ο έρωτας ζει,

κι η αυγή πάντα θα μας ξαναβρίσκει.


© Αντώνης Περδικάρης – Ποίηση

1 Comment


Guest
3 days ago

Εξαιρετικό!!!!

Edited
Like
bottom of page