top of page

Η τραμπάλα


[ΠΡΟΛΟΓΟΣ] Ύστερα από 38 έτη, βρήκα το θάρρος. Βγήκα ως τη μάντρα του τουβλαδικού. Είδα τον νέο να γελά με μιαν έπαρση νεότητας. Κι ύστερα, έκανα λίγο πίσω.

[ΤΕΛΟΣ ΠΡΟΛΌΓΟΥ]


Η γυναίκα με τα μαύρα είχε απλώσει τις σκιές από το παλιό σπίτι, στην απλώστρα των θέλω της, να στεγνώσουν – για να φορεθούν ξανά αύριο.


«Να πάρει!» φώναξε, σαν κατάλαβε πως μία από αυτές τις είχε πάρει ο νέος δίχως να της το πει…

Κι έτσι έπρεπε ή να τρέξει ξωπίσω να τον σταματήσει, είτε να την αντικαταστήσει.


Εν τέλει, δεν την άφησε ποτέ να πάει μαζί του.

Κι ήταν χλωμό, πιο χλωμό από ποτέ το φεγγάρι.

Σαν φεγγαρόφωτο που αρρώστησε πάνω απ’ τα σύννεφα, έγινε πληγή – μεστωμένη, με όμορφα μπράτσα και μηρούς, πιο όμορφα και σμιλεμένα,

από την κρύα πλάση.


Σε αυτά μέσα χάθηκαν οι κλαυθμοί και οι οδυρμοί.

Γύρισε σπίτι – δεν έτρεξε πίσω του ποτέ. Τα πόδια της δεν βαστούσαν τέτοια αμηχανία.

Ένιωσε πως αν το έκανε, θα ήταν σαν τη γριά αρκούδα που έπρεπε να συνεχίσει να υπακούει στο θέαμα.

Δεν ήταν;


Εγώ κάθισα παρέα με τον Γιάννη.

Κάπνιζε με μανία το τελευταίο του τσιγάρο.

Βρήκαμε μια τραμπάλα, δίπλα από το σπίτι της, κι είπαμε σαν παιδιά να παίξουμε το τελευταίο μας παιγνίδι.


Φθαρμένοι από το θέαμα – βεβηλωμένοι απ’ τη συνθήκη,

με τη διχοτόμηση της θηλυκής και αρσενικής μας κρίσης – καταλάβαμε την άνοδο και την κάθοδο του μαρτυρίου μας, που είχε βγει να ξαποστάσει στην κοιμισμένη τραμπάλα και είχε άγρια νανουριστεί από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος.


«Δεν φοβούμαι» – μου είπε.

«Ο νέος θα έλθει ξανά, σαν μάθει τα μαντάτα του χαμού, να ακουμπήσει με τα θεσπέσια χέρια του, με τη φωνή σπασμένη, πάνω στο φέρετρό της.


Κι ίσως να διαβάσει δύο λόγια από τις ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής, που έχει αυτή γράψει.

Γιατί ποτέ δεν είχε, εν τέλει, σημασία, αν έρχεσαι ή αν φεύγεις…


Σημασία έχει το νυχτερινό τραμπάλισμα του τώρα.»


Κι έμεινα με θλίψη τέτοια που μόνον η έμπνευση που πρόσκαιρα φεύγει μπορεί να σου χαρίσει.


Όλο κοιτούσα το τσιγάρο του – μην τελειώσει και χαθώ πάλι στη μικρή ποιητική μου αγνότητα, που ατενίζει με πάθος κάθε στιγμή…


Εκεί δεν θέλω να επιστρέψω ποτέ.


Κι αυτός το κατάλαβε…

Γέλασε φοβικά, με μιαν αίσθηση ασφάλειας πάνω απ’ τον περιφραγμένο φόβο του, λέγοντάς μου πως τίποτε δεν άπτεται της πένας, γιατί το μελάνι είναι πάντα στεγνό μπροστά σε τέτοιο φεγγαρόφωτο.


Κι όλα λικνίζονται σαν φύλλα – σκιές που ξεμύτισαν απ’ τις σκιές του παλιού μας σπιτιού…


Έφυγε δίχως αντίο.


Δεν με άφησε να πάω μαζί του – ούτε ως τη μάντρα του τουβλαδικού.


Έπεσα μέσα στο φεγγάρι, που με κοιτούσε με αγωνία τόση, που έκρυψε τα σύννεφα…

Μένοντας με το πένθος της απουσίας.


Σαν τη γριά αρκούδα, σαν τη γυναίκα με τα μαύρα – να μετρώ φλιτζάνια και κόμπους από νοτισμένα, χρόνων μαντίλια, με τα ακροδάχτυλα γεμάτα ιδρωμένο μελάνι.


Κι αποθανα λέγοντας:

Ευχαριστώ, ευχαριστώ…


Βασίλης Πασιπουλαρίδης 🌹


Comments


bottom of page