Η σιωπή της Κυριακής Β' Μέρος 🌹
- ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

- Sep 24
- 2 min read

"Η Σιωπή της Κυριακής" Β’ Μέρος
Κι αυτή η Κυριακή πέρασε, όπως πάντα, ήσυχα, ανεπαίσθητα, με τον ήχο του ρολογιού να μετράει τους χτύπους μιας ζωής παγωμένης.
Μα το βράδυ, όταν έπεσε για ύπνο, η Αθηνά δεν έκλεισε τα μάτια. Κοίταξε το ταβάνι, όχι όπως τις άλλες φορές, με αδειανό βλέμμα, αλλά με μια παράξενη ανησυχία. Σαν κάτι να είχε ξυπνήσει μέσα της. Σηκώθηκε αθόρυβα· σαν κλέφτης μέσα στο ίδιο της το σπίτι.
Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε ένα παλιό συρτάρι και έβγαλε εκείνο το σημειωματάριο με τα σκληρά εξώφυλλα, όπου κάποτε έγραφε ποιήματα.
Είχε χρόνια να το αγγίξει.
Τα φύλλα μύριζαν παρελθόν.
Άνοιξε μια καθαρή σελίδα και έγραψε: "Δεν ξέρω τι σημαίνει να φεύγεις.
Αλλά αρχίζω να θυμάμαι τι σημαίνει να είσαι.
Όχι σύζυγος. Όχι οικονόμος.
Όχι σκιά. Εγώ.
Η Αθηνά.
Αυτή που θυμόταν γαλλικά τραγούδια και ήθελε να σταθεί στο φως."
Έμεινε για ώρα να κοιτάζει τη φράση.
Δεν την έσβησε.
Την επόμενη μέρα, μετά τον καφέ, αντί να βάλει μπροστά την ηλεκτρική σκούπα, φόρεσε το παλτό της και βγήκε έξω.
Πήγε με τα πόδια στο παλιό βιβλιοπωλείο της γειτονιάς.
Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά το κοίταζε σαν να ήταν βιτρίνα άλλης ζωής.
Η ιδιοκτήτρια, μια γυναίκα γύρω στα πενήντα με ήσυχη φωνή, τη χαιρέτησε ζεστά.
«Σας βλέπω να περνάτε συχνά», της είπε, «Θέλετε να ψάξετε κάτι συγκεκριμένο;»
Η Αθηνά δίστασε. Έπειτα είπε, με φωνή σιγανή αλλά καθαρή:
« Όχι. Θέλω απλώς να μπαίνω. Να διαβάζω λίγο. Μπορώ;» Η γυναίκα χαμογέλασε.
« Όσο θέλετε. Εδώ είναι ήσυχα. Εδώ χωράνε κι αυτοί που ξεχάστηκαν».
Η Αθηνά πήρε ένα βιβλίο στα χέρια της. Το άνοιξε. Οι λέξεις ήταν ξένες, αλλά τις ένιωσε οικείες. Ίσως, γιατί δεν την πλήγωναν. Ίσως, γιατί δεν της ζητούσαν τίποτα. Την καλούσαν μόνο να θυμηθεί. Έφυγε μία ώρα αργότερα με ένα βιβλίο στις παλάμες. Ήταν ένα μικρό δώρο στον εαυτό της. Δεν το έκρυψε από τον Αντώνη. Το άφησε πάνω στο τραπέζι, ανοιχτό στη σελίδα που διάβασε: "Όσοι δεν έφυγαν ποτέ, δεν ξέρουν τι σημαίνει επιστροφή. Και όσοι δεν μίλησαν, κάποτε βγάζουν κραυγές με το βλέμμα."Ο Αντώνης το κοίταξε αδιάφορα. Δεν ρώτησε τίποτα. Εκείνη χαμογέλασε· όχι απ' ειρωνεία αλλά από δύναμη.
Την επόμενη Κυριακή, αντί για μουσική, άφησε ανοιχτό το ραδιόφωνο δυνατά. Άφησε και το παράθυρο μισάνοιχτο, να περάσει το φως. Δεν μαγείρεψε. Δεν σκούπισε. Κάθισε με ένα τετράδιο στα πόδια και έγραψε: "Δεν έφυγα ακόμα. Αλλά δεν είμαι πια αόρατη."
Μαρία Καραθανάση🌹




Comments