top of page

"Η Σιωπή της Κυριακής"Α' μέρος

ree

Η Αθηνά ξυπνά πάντα, πριν ακούσει το ξυπνητήρι.

Εδώ και είκοσι χρόνια.

Πριν καν ακουστεί το «μπιπ», τα μάτια της έχουν ήδη ανοίξει και κοιτούν το ταβάνι, το ίδιο ταβάνι, στο ίδιο υπνοδωμάτιο, που μυρίζει παλιό ξύλο και άρωμα γιασεμί.

Ο Αντώνης κοιμάται ακόμα. Ροχαλίζει ελαφρά, όπως κάθε νύχτα, κι εκείνη συγκρατεί την αναπνοή τη, για να μη τον ξυπνήσει. Όχι από αγάπη· από συνήθεια.

Από εκείνη την αόρατη δύναμη που κρατά τους ανθρώπους αλυσοδεμένους σε μια ζωή που δεν διάλεξαν μέχρι τέλους μόνο και μόνο επειδή την έχουν ζήσει ήδη πολύ.

Πάει στην κουζίνα.

Το πλακάκι στο πάτωμα είναι κρύο, το νερό στον βραστήρα αργεί.

Φορά τη ρόμπα της, βγαλμένη από κάποια άλλη δεκαετία ξεφτισμένη, μαλακή απ’ το πολύ πλύσιμο. Όπως κι εκείνη.

Λυγισμένη από τη ζωή.

Φθαρμένη από τις σιωπές.

Ο Αντώνης δεν της φώναξε χτες. Ούτε προχτές.

Μόνο την αγνόησε.

Πιο κοφτερή η σιωπή του από κάθε βρισιά.

Δεν την κοιτάζει πια στα μάτια. Μιλά μόνο, όταν χρειάζεται.

Όταν τελειώσει το σαμπουάν, όταν δεν έχει μαγειρευτεί φαγητό, όταν δεν βρίσκει τα κλειδιά του. Κι όμως, κάποτε της είχε πει ότι ήταν «όλος του ο κόσμος».

Πριν μερικά χρόνια, όταν ακόμα πίστευε πως η αγάπη είναι ένα φως που δεν σβήνει, αρκεί να το προσέχεις.

Δεν ήξερε τότε πως κάποια φώτα, ακόμα κι αν τα φυλάς σαν φυλαχτό, ξεθωριάζουν από μόνα τους.

Ή σβήνουν από τα χτυπήματα, όχι του σώματος απαραίτητα, αλλά της ψυχής.

Προσπαθεί να θυμηθεί πότε ακριβώς σταμάτησε να περιμένει. Ίσως την ημέρα που την προσέβαλε μπροστά στους φίλους τους, όταν τόλμησε να πει τη γνώμη της.

Ίσως όταν την ειρωνεύτηκε για το σώμα της, λέγοντας "τα παρατάς σιγά-σιγά, ε;".

Ίσως όταν γύρισε την πλάτη του την πρώτη φορά που εκείνη έκλαιγε και δεν ρώτησε καν "τι έχεις".

Και παρ’ όλα αυτά, έμεινε.

Έμεινε, γιατί είχαν κοινές υποχρεώσεις.

Έμεινε, γιατί η μάνα τής είχε πει κάποτε: "Γάμος είναι, παιδί μου. Δεν είναι βόλτα.

Θέλει υπομονή." Έμεινε γιατί φοβήθηκε τη μοναξιά… κι ύστερα, τη συνήθισε.

Κάθε Κυριακή το πρωί, ο Αντώνης βγαίνει για καφέ με τους φίλους του.

Εκείνη πλένει, σκουπίζει, ποτίζει τις γλάστρες.

Βάζει μουσική σιγανά· κάτι γαλλικά παλιά τραγούδια, που της θυμίζουν μια Αθηνά που κάποτε ήθελε να ταξιδέψει στο Παρίσι.

Δεν πήγε ποτέ.

Εκείνος δεν ήθελε. "Τι να κάνουμε στο εξωτερικό; Χαζομάρες."

Η Κυριακή είναι η δική της μέρα.

Τη μέρα αυτή μιλά με τον εαυτό της.

Του λέει πράγματα που δεν τολμά να πει δυνατά.

Περνά τα δάχτυλά της στα μαλλιά και στέκεται μπροστά στον καθρέφτη.

Ποτέ δεν λέει "θα φύγω". Λέει: "Αύριο θα δω."

Κι έτσι περνά η ζωή με μικρούς, ήσυχους συμβιβασμούς που χτίζουν σιγά-σιγά ένα κλουβί τόσο οικείο, που δεν ξέρεις πια αν σε κρατά ή σε προστατεύει.

Το απόγευμα, όταν ο Αντώνης επιστρέφει, την κοιτάζει για ένα δευτερόλεπτο.

Δεν λέει τίποτα.

Εκείνη χαμογελά αχνά.

Μέσα της λέει: "Κάποια σιωπή είναι πιο δυνατή από κάθε κραυγή.

Αλλά κανείς δεν την ακούει· εκτός από αυτόν που τη ζει."


Μαρία Καραθανάση 🌹

1 Comment


Υπέροχο

Like
bottom of page