Η σιωπή της Κυριακής💯💯💯
- ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

- Oct 8
- 5 min read

Η Αθηνά ξυπνά πάντα, πριν ακούσει το ξυπνητήρι.
Εδώ και είκοσι χρόνια.
Πριν καν ακουστεί το «μπιπ», τα μάτια της έχουν ήδη ανοίξει και κοιτούν το ταβάνι, το ίδιο ταβάνι, στο ίδιο υπνοδωμάτιο, που μυρίζει παλιό ξύλο και άρωμα γιασεμί.
Ο Αντώνης κοιμάται ακόμα. Ροχαλίζει ελαφρά, όπως κάθε νύχτα, κι εκείνη συγκρατεί την αναπνοή τη, για να μη τον ξυπνήσει. Όχι από αγάπη· από συνήθεια.
Από εκείνη την αόρατη δύναμη που κρατά τους ανθρώπους αλυσοδεμένους σε μια ζωή που δεν διάλεξαν μέχρι τέλους μόνο και μόνο επειδή την έχουν ζήσει ήδη πολύ.
Πάει στην κουζίνα.
Το πλακάκι στο πάτωμα είναι κρύο, το νερό στον βραστήρα αργεί.
Φορά τη ρόμπα της, βγαλμένη από κάποια άλλη δεκαετία ξεφτισμένη, μαλακή απ’ το πολύ πλύσιμο.
Όπως κι εκείνη.
Λυγισμένη από τη ζωή.
Φθαρμένη από τις σιωπές.
Ο Αντώνης δεν της φώναξε χτες. Ούτε προχτές.
Μόνο την αγνόησε.
Πιο κοφτερή η σιωπή του από κάθε βρισιά.
Δεν την κοιτάζει πια στα μάτια. Μιλά μόνο, όταν χρειάζεται.
Όταν τελειώσει το σαμπουάν, όταν δεν έχει μαγειρευτεί φαγητό, όταν δεν βρίσκει τα κλειδιά του.
Κι όμως, κάποτε της είχε πει ότι ήταν «όλος του ο κόσμος».
Πριν μερικά χρόνια, όταν ακόμα πίστευε πως η αγάπη είναι ένα φως που δεν σβήνει, αρκεί να το προσέχεις.
Δεν ήξερε τότε πως κάποια φώτα, ακόμα κι αν τα φυλάς σαν φυλαχτό, ξεθωριάζουν από μόνα τους.
Ή σβήνουν από τα χτυπήματα, όχι του σώματος απαραίτητα, αλλά της ψυχής.
Προσπαθεί να θυμηθεί πότε ακριβώς σταμάτησε να περιμένει. Ίσως την ημέρα που την προσέβαλε μπροστά στους φίλους τους, όταν τόλμησε να πει τη γνώμη της.
Ίσως όταν την ειρωνεύτηκε για το σώμα της, λέγοντας "τα παρατάς σιγά-σιγά, ε;".
Ίσως όταν γύρισε την πλάτη του την πρώτη φορά που εκείνη έκλαιγε και δεν ρώτησε καν "τι έχεις". Και παρ’ όλα αυτά, έμεινε. Έμεινε, γιατί είχαν κοινές υποχρεώσεις.
Έμεινε, γιατί η μάνα τής είχε πει κάποτε: "Γάμος είναι, παιδί μου. Δεν είναι βόλτα.
Θέλει υπομονή." Έμεινε γιατί φοβήθηκε τη μοναξιά… κι ύστερα, τη συνήθισε.
Κάθε Κυριακή το πρωί, ο Αντώνης βγαίνει για καφέ με τους φίλους του.
Εκείνη πλένει, σκουπίζει, ποτίζει τις γλάστρες.
Βάζει μουσική σιγανά· κάτι γαλλικά παλιά τραγούδια, που της θυμίζουν μια Αθηνά που κάποτε ήθελε να ταξιδέψει στο Παρίσι.
Δεν πήγε ποτέ.
Εκείνος δεν ήθελε.
"Τι να κάνουμε στο εξωτερικό; Χαζομάρες."
Η Κυριακή είναι η δική της μέρα.
Τη μέρα αυτή μιλά με τον εαυτό της. Του λέει πράγματα που δεν τολμά να πει δυνατά.
Περνά τα δάχτυλά της στα μαλλιά και στέκεται μπροστά στον καθρέφτη. Ποτέ δεν λέει "θα φύγω".
Λέει: "Αύριο θα δω."
Κι έτσι περνά η ζωή με μικρούς, ήσυχους συμβιβασμούς που χτίζουν σιγά-σιγά ένα κλουβί τόσο οικείο, που δεν ξέρεις πια αν σε κρατά ή σε προστατεύει.
Το απόγευμα, όταν ο Αντώνης επιστρέφει, την κοιτάζει για ένα δευτερόλεπτο.
Δεν λέει τίποτα. Εκείνη χαμογελά αχνά.
Μέσα της λέει: "Κάποια σιωπή είναι πιο δυνατή από κάθε κραυγή.
Αλλά κανείς δεν την ακούει· εκτός από αυτόν που τη ζει."
Κι αυτή η Κυριακή πέρασε, όπως πάντα, ήσυχα, ανεπαίσθητα, με τον ήχο του ρολογιού να μετράει τους χτύπους μιας ζωής παγωμένης.
Μα το βράδυ, όταν έπεσε για ύπνο, η Αθηνά δεν έκλεισε τα μάτια. Κοίταξε το ταβάνι, όχι όπως τις άλλες φορές, με αδειανό βλέμμα, αλλά με μια παράξενη ανησυχία. Σαν κάτι να είχε ξυπνήσει μέσα της. Σηκώθηκε αθόρυβα· σαν κλέφτης μέσα στο ίδιο της το σπίτι.
Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε ένα παλιό συρτάρι και έβγαλε εκείνο το σημειωματάριο με τα σκληρά εξώφυλλα, όπου κάποτε έγραφε ποιήματα.
Είχε χρόνια να το αγγίξει.
Τα φύλλα μύριζαν παρελθόν. Άνοιξε μια καθαρή σελίδα και έγραψε: "Δεν ξέρω τι σημαίνει να φεύγεις. Αλλά αρχίζω να θυμάμαι τι σημαίνει να είσαι. Όχι σύζυγος. Όχι οικονόμος. Όχι σκιά. Εγώ. Η Αθηνά. Αυτή που θυμόταν γαλλικά τραγούδια και ήθελε να σταθεί στο φως." Έμεινε για ώρα να κοιτάζει τη φράση. Δεν την έσβησε.
Την επόμενη μέρα, μετά τον καφέ, αντί να βάλει μπροστά την ηλεκτρική σκούπα, φόρεσε το παλτό της και βγήκε έξω. Πήγε με τα πόδια στο παλιό βιβλιοπωλείο της γειτονιάς. Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά το κοίταζε σαν να ήταν βιτρίνα άλλης ζωής. Η ιδιοκτήτρια, μια γυναίκα γύρω στα πενήντα με ήσυχη φωνή, τη χαιρέτησε ζεστά.
«Σας βλέπω να περνάτε συχνά», της είπε, «Θέλετε να ψάξετε κάτι συγκεκριμένο;»
Η Αθηνά δίστασε. Έπειτα είπε, με φωνή σιγανή αλλά καθαρή:
« Όχι. Θέλω απλώς να μπαίνω. Να διαβάζω λίγο. Μπορώ;» Η γυναίκα χαμογέλασε.
« Όσο θέλετε. Εδώ είναι ήσυχα. Εδώ χωράνε κι αυτοί που ξεχάστηκαν».
Η Αθηνά πήρε ένα βιβλίο στα χέρια της. Το άνοιξε. Οι λέξεις ήταν ξένες, αλλά τις ένιωσε οικείες. Ίσως, γιατί δεν την πλήγωναν. Ίσως, γιατί δεν της ζητούσαν τίποτα. Την καλούσαν μόνο να θυμηθεί. Έφυγε μία ώρα αργότερα με ένα βιβλίο στις παλάμες. Ήταν ένα μικρό δώρο στον εαυτό της. Δεν το έκρυψε από τον Αντώνη. Το άφησε πάνω στο τραπέζι, ανοιχτό στη σελίδα που διάβασε: "Όσοι δεν έφυγαν ποτέ, δεν ξέρουν τι σημαίνει επιστροφή. Και όσοι δεν μίλησαν, κάποτε βγάζουν κραυγές με το βλέμμα."Ο Αντώνης το κοίταξε αδιάφορα. Δεν ρώτησε τίποτα. Εκείνη χαμογέλασε· όχι απ' ειρωνεία αλλά από δύναμη.
Την επόμενη Κυριακή, αντί για μουσική, άφησε ανοιχτό το ραδιόφωνο δυνατά. Άφησε και το παράθυρο μισάνοιχτο, να περάσει το φως. Δεν μαγείρεψε. Δεν σκούπισε. Κάθισε με ένα τετράδιο στα πόδια και έγραψε: "Δεν έφυγα ακόμα. Αλλά δεν είμαι πια αόρατη."
Έφτασε το απόγευμα, και το σπίτι ήταν γεμάτο ήχους που άλλοτε θα τη φόβιζαν. Το ραδιόφωνο έπαιζε έναν βαλσάκι παλιό, το νερό έβραζε στην κατσαρόλα, κι ένα πουλί τραγουδούσε έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Ο Αντώνης μπήκε μέσα με τα γνωστά του βήματα: βαριά, βιαστικά, σαν κάποιος που δεν έχει χώρο να δει τι υπάρχει γύρω του. Άφησε τα κλειδιά πάνω στο τραπέζι και γκρίνιαξε:
«Δεν έχει φαγητό;»
Η Αθηνά γύρισε και τον κοίταξε. Όχι με φόβο. Όχι με θυμό. Απλώς… τον κοίταξε. Όπως κοιτάς έναν άνθρωπο που κάποτε νόμιζες ότι ήξερες, μα τώρα βλέπεις καθαρά.
« Όχι, του είπε. Σήμερα έφαγα έξω».
Σιωπή. Εκείνος δεν μίλησε. Την κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε τι άκουγε. Έπειτα γύρισε το βλέμμα του αλλού.
Η Αθηνά μπήκε στο δωμάτιο, άνοιξε το συρτάρι και έβγαλε μια μικρή, παλιά βαλίτσα. Ήταν η ίδια που είχε όταν, νέα ακόμα, πήγε ταξίδι στη Θεσσαλονίκη μόνη της. Τότε ένιωθε ελεύθερη. Εκείνος την είχε γελάσει, γι’ αυτό. Τώρα όμως δεν χρειαζόταν πια την έγκρισή του. Έβαλε μέσα τρία φορέματα, ένα βιβλίο, το σημειωματάριο και ένα κουτί με φωτογραφίες. Ήξερε πως δεν θα της έλειπε τίποτα άλλο. Είχε ήδη αφήσει πίσω ό,τι πιο βαρύ: το φόβο. Όταν βγήκε στο χωλ με τη βαλίτσα στο χέρι, ο Αντώνης την κοίταξε με σαστισμένα μάτια.
«Πού πας;» είπε σκληρά, με εκείνον τον παλιό, πνιγηρό τόνο της εξουσίας.
Η Αθηνά στάθηκε για λίγο. Τον κοίταξε, όπως κανείς δεν τον είχε κοιτάξει εδώ και χρόνια. Όχι με υποταγή. Όχι με μίσος. Με εκείνο το ήρεμο βλέμμα κάποιου που έχει φτάσει στο τέλος ενός κύκλου και δεν ζητά τίποτα πια.
«Δεν φεύγω, για να σε τιμωρήσω», του είπε, «φεύγω για να θυμηθώ ποια ήμουν, πριν πάψω να υπάρχω εδώ μέσα».
Δεν περίμενε απάντηση. Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε τα σκαλιά αργά, αλλά σταθερά, σαν να κατέβαινε από ένα σπίτι που ήταν χρόνια φυλακή. Ο αέρας της φάνηκε καινούριος.
Οι ήχοι του δρόμου δεν της φαίνονταν πια απειλητικοί. Πέρασε δίπλα από τον φούρνο, κι η γυναίκα πίσω από τον πάγκο της χαμογέλασε.
Σα να είδε κάτι γνώριμο που δεν ήξερε ότι είχε χάσει. Η Αθηνά περπάτησε χωρίς να κοιτάζει πίσω. Δεν είχε κάποιον προορισμό ακόμα. Μόνο τον εαυτό της. Κι αυτό, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ήταν αρκετό. "Η ελευθερία δεν έρχεται πάντα με φωνές και σπασμένες πόρτες. Μερικές φορές, μοιάζει με μια γυναίκα που σηκώνεται αθόρυβα από το τραπέζι και φεύγει, επειδή ξέρει, επιτέλους, ότι δεν χρειάζεται να εξηγηθεί σε κανέναν."
Μαρία Καραθανάση 💯




Comments