top of page

"Η ροδιά κι το αλεξανδρινό"


ree

Συνέβη εκείνο το βράδυ. 

Από μηχανής Θεός

ένας παράξενος περιπατητής

στην ηλακάτη του χρόνου 

με λευκή γενειάδα 

και κύρτωση στη ράχη 

σκόνταψε στο κατώφλι μου. 

Ήθελε να ξαποστάσει μια σταλιά 

στο δώμα της αγάπης 

για να ξανασηκώσει στον ώμο του

τα βάρη των περασμένων Χειμώνων. 

Τριγύρω του συρρικνωνόταν η πλάση.

Ο ουρανός μελάνιαζε

στην παγερή του στάση. 

Ο ήλιος μες στην κρίση του

έριχνε τις αχτίδες

σαν μελιχρά ζάρια 

στην σκακιέρα της ζωής. 

Η μόνη που κατεύναζε

το μένος του αγέρα 

ήταν η καρποφόρα ροδιά 

με τα χυμώδη ρόδια

στη ρουβινένια αυλή του κόσμου! 

Και τίμησα το δικό μου ξένο 

με τα φρέσκα ρόδια 

φυλαγμένα στον ακριβό κόρφο

του αλεξανδρινού μου. 


Κι ήθελα

Αχ πόσο ήθελα 

στην ανέμη της ανθρωπιάς 

κάτι να του ζητήσω... 

Εν ριπή οφθαλμού

κατάλαβε τα πάντα

καθησυχάζοντάς με

για όσα χτυπήματα έπληξαν

το χαμόγελο του ανθρώπου

μα δεν τσάκισαν

τη ριζιμιά ψυχή του.. 

Ένα καντάρι ρόδια

αντίδοτο στις αλγηδόνες 

της ράχης του

αρκούσε για να μερέψει

 -  στις νυχτιές της βαρυχειμωνιάς-

το κοράκι του Poe

 που κούρνιαζε

στη φυλλωσιά του αλεξανδρινού

της ρουβινένιας αυλής του κόσμου! 


© ANASTASIA NEROLI

 (12/23—12/24—12/25 rev.)

Comments


bottom of page