top of page

Η μικρογραφία του άγνωστου κόσμου


ree

Κονκάρδα στο πέτο γατζωμένη γυρίζει και γυρίζω, γυρίζω και γυρίζει μικροκαμωμένη με πολλά χρώματα και διάφορα σχέδια την πιάνω στα χέρια μου και την πλάθω σαν μπισκοτάκια γλυκιά και όμορφη. Με γαλάζιο φόρεμα κόκκινα βαθειά χείλη και πράσινα μάτια. Τόπι που φεγγίζει μέσα στα κατάμαυρα νερά. Κόσκινο βάζει μπροστά από τα μαύρα της μαλλιά. Ολόχρυσο λες και το έκλεψε από το κουτί με τους θησαυρούς, ασημένια δαχτυλίδια φορεί στα ακροδάχτυλα της. Η καρδιά της αστροφεγγίζει και γεμίζεις ζεστασιά. Περπατάς στην παραλία της πουλάκια κουρδισμένα πετούν εδώ και εκεί, σκούρα αγαλματίδια ξεπροβάλλουν φτιαγμένα από τα θαλάσσια χεράκια, γυάλα στρογγυλή νωτισμένο γυαλί που κρατά τα ψαράκια. Τρύπες που έκαναν τα μικρά της δαχτυλάκια ζούνε καβουράκια. Σχιστές δαγκανίτσες τρώνε νερομπαλίτσες που λάμπουν στο μισοσκόταδο. Ξαπλώνεις πάνω στο μπλε στρωματάκι και σκεπάζεσαι από το χαρτομάνι της απαγγέλοντας τραγούδια. Η πάνω στην ραφιέρα της διαβάζοντας ουράνιους ύμνους. Στρώνεις κουβαδάκια και ξεκινάει η συγκομιδή της αλμύρας. Κοιτάς ψηλά και αντικρίζεις ανακατεμένα μαξιλαράκια εκεί πάνω που αναπαύεται η αναπνοή. Εκεί πάνω που παίζει κυνηγητό η βροχή. Αναπνοή που ξεμυτίζει από το μικρό στεφανάκι της, νερό που αναβλύζει από το πηγαδάκι της. Και εσύ βυθίζεσαι πάνω στην κόψη της λάμας της που αντανακλούν όλα της τα πράγματα. Ο άνεμος μετρά ένα-ένα τα μικροσκοπικά της χνουδάκια από το ξεχειλωμένο πουλόβερ της και τα σκορπά στα κρυφά της σημεία παίζοντας με τα μυστικά της. Περπατάς στην εξοχή της μικρές κολόνες στεγάζουν τις σωματώδης φιγούρες θυμιατύρια ψεκάζουν αρώματα κατάφυτος μαγνήτης σε σέρνει χειροπόδαρα κυλιέσαι και η μικρή οθόνη που φωτίζει από πάνω σου τραβάει εικόνες. Λεπτοκαμωμένα και ορθά σαν τσιγάρα που καιν την φούντα τους αργά. Γλυπτά καμωμένα στα άκρα τους κόβεις και κρατάς το θαύμα! Φαγορίτες σκαρφαλώνουν πάνω στα βραχάκια και βλέπεις τα σκληρά τους πρόσωπα. Ο ναός των αρωμάτων !μολυβάκια μυτερά και ψηλά πλέκουν λεξούλες ψιθυρίζοντας ανατριχιαστικές ιστορίες. Βυθίζεσαι στο χρώμα του αχανούς του τέλειου. Χαιδεύονται τα αυτιά σου κλοτσάς χαμηλά ψυχούλες παιχνιδάκια που παραμερίζεις. Δάκρυα πέφτουν από το απογευματινό κλάμα μαντιλάκι γίνονται οι μικρές παλάμες ρουφούν να πιούν το θεόσταλτο νεράκι. Κανατούλες οι οδόστρωτες λακουβίτσες γεμίζουν των ράμφων τα ποτηράκια και ξεδιψούν. Κουκουλίτσες πετάλων φορούν για να μην βραχούν. Κουτάκια οι βλαστοί μεγαλώνουν κρατούν την κυοφορία. Φυλλαράκια πιτσιλούν σαν παίζουν τον πόλεμο του νερού. Και πάλι όταν η μικρή κουβαρίστρα απλώσει τις κλωστούλες της παντού κουπώνει τις κανατούλες σχεδιάζει τα φτεράκια για να πετάξουν μακριά. Γνέθει τα πέταλα να ανοίξουν και να ζωγραφιστούν στην λαμπρότητα. Πιάνει και ξηλώνει τα παλιά κλαδάκια φέρνοντας καινούργια. Μαλάκια ανθισμένα κάθεσαι και τα χτενίζεις. Φτιάχνεις πλεξίδες τα πιάνεις κότσο τα λούζεις και τα ξαναπλέκεις. Και εσύ φωτίτσα του μπλε δωματίου ανάβεις το φως για να διαβάσουμε τα μονοπάτια της μοίρας μας, φωτίζεις το νου και μοιράζεις την αγάπη, λαμπαδηφορία μέσα στης νύχτας τα στερνά καντούνια για να μην χαθείς σου κρατάει συντροφιά μέχρι να δείξει το ξέφωτο. Πύρινη γλώσσα κυλάει το νερό στις όχθες των ποδιών σου, κασκόλ μακρύ φοράς στα λαιμουδάκια των αδύναμων κορμών, καρβουνάκια οι πετρούλες περιμένουν να αντικαταστήσουν την φωτίτσα σου. και δίπλα σου σκόρπια καθρεφτάκια αντιγράφουν την πορεία που διαγράφεις στο σαλόνι ομορφιάς σου ακολουθώντας τον ανώμαλο δρόμο της δόξας σου. ξάγρυπνα ματάκια σε παρακολουθούν ζεσταίνοντας τα άκρα τους στο κόκκινο χώμα που μπόλιασες. Τα χαλικάκια από την κάφτρα σου πετάνε πάνω στις κλωστίτσες που μαντάρουν μαύρα παπουτσάκια για τις αθώες ψυχούλες να μη καιν τα ποδαράκια τους να μην κρυώνουν τα σωματάκια τους, αυτές που ανασαίνουν οξυγόνο, αυτές που ανασαίνουν χώμα, αυτές που ανασαίνουν αρώματα .και όταν ανάψει η φωτίτσα όλα γίνονται ένα. Μακρύ μαύρο σεντονάκι που ετοίμαζε από πριν η κουβαρίστρα έχει απλωθεί ο κοσμογυρισμένος άνεμος ετοιμάζει το τραγούδι του και τα ήσυχα νερά της λίμνης δίνουν τη έναρξη ακουμπώντας πάνω στις κοιλίτσες που ντύνει η πράσινη ενδυμασία. Όταν σπάσει ένα καθρεφτάκι που κοίταζε η λίμνη την χάρη της, την μεγάλη κορμοστασιά της αρχίζει να φουσκώνει τα νερά της από υπερηφάνεια! Πετρόχτιστοι σαν κομήτες εμφανίζονται οι σκεπούλες φορούν επουράνιο καπελάκι. Τόση ομορφιά να βλέπεις να συναγωνίζονται το ένα το άλλο πολύχρωμες φορεσιές και καπελάκια κόκκινα χαρακτηριστικά ακανόνιστα. Χέρια μια μαζεμένα και μια απλωμένα. Τι μια να χαιδεύουν την φύση και την άλλη να μαζεύουν αέρα. Τα βηματοειδή κυματάκια σκάνε πάνω στα πόδια μου οι κλίσεις τους δροσίζουν το κορμί μου, αφήνομαι να ξαπλώσω επάνω τα πέλματα τους που προχωρούν μαζί μου. Τα κυματοειδή άλματα ξεπλένουν τις γαργάρες του ουρανού τα χνάρια τους ακολουθάς και βγαίνεις μπρος στο θαλάσσιο βασίλειο. Μια φουντίτσα κατεβαίνει με χιονισμένα μπουμπούκια και πετάς πάνω από την μικρή μινιατούρα. Μιλάς την γλώσσα των πουλιών, των ζουζουνιών την γλώσσα που σκάει στα βράχια και ξεχύνεται η αυθάδεια, και εκείνη του αέρα που ελευθερώνει τις ωδές. Πιάνω και ανοίγω το μικρό ξυλάκι από το οριζόντιο γυαλάκι της θύρας που ζωγραφίζει η χρυσαφένια μπαλίτσα που πλάθουν τα ονειροπολημένα γαλάζια ματάκια. Από πίσω αντικρίζω την αντανάκλαση από μικρά σοκάκια χάνεσαι μέσα στα στενά τους, κάθεσαι πάνω στο σώμα σου σκύβεις πάνω στο καβουκάκι ξαπλώνεις πάνω στην τυλιγμένη φούσκα και αρχίζεις να αιωρείσαι ανοίγεις την τροφαντή σχισμή και ξεκαθαρίζεις τα ανακατεμένα όνειρα. Πιάνω και τρώω την στρογγυλή αχιβάδα, βουτηγμένη από την αλατισμένη πιατέλα. Πίνω από μιας σταλιάς πηγαδάκι που ξέβρασε ένα κομμάτι της και παρακολουθώ τις μικρές γραμμές που τρυπούν τον μακρύ ορίζοντα και χάνονται. Γραμμές που ξεπετάγονται από τα περίσσεια τόξα του. Σπιτάκι μικρό μια χούφτα χωράει στο χέρι μου μέσα έπιπλα ξυλάκια προσπαθούν να καταταχθούν φτιάχνοντας το ζωντανό κομμάτι τους. Μάτια ορθάνοιχτα παρακολουθούν τις κινήσεις τους. Ψυχές αλώβητες κούκλες μικροκαμωμένες νημάτινα χεράκια πλέκουν ρουχαλάκια. Και καθώς αφήνετε ελεύθερο και ξέπνοο να χαιδεύετε πάνω στις ουρές του ανέμου. γαλάζια βελούδινα γάντια σχηματίζουν νεφελώδη χέρια με διαφορετικές χροιές πλάθουν την χρυσαφένια σφαίρα, που φωτίζει και την πιο σκούρα αφάνεια! Χνάρια τυπωμένα πάνω στις βουνοκορφές ακολουθούν την πορεία της. Χτίζουν οροσειρές που φτάνουν στα ουράνια! Και κάτω από αυτές μικρά παιδιά γνέθουν τα σμήνη των άνθεων. Νοτισμένο πανωφόρι σπαρταρά με μανία αφηνιάζει ξεβράζοντας αφρούς, λιμνάζει μες τα απλωμένα μπουγαδόσκοινα και ξεψυχά καρφωμένο πάνω στις κόγχες των πετρωμάτων διαγράφοντας ανάγλυφα μονοπάτια! Αστέρινοι μίσχοι μοσχοβολούν ρίχνοντας κοτσάνια να βλαστήσουν, επουράνιοι χοροί χαίρουν το γλέντι τους! Άγγελοι μαδούν των χνουδιών τα στρώματα υφαίνοντας τους πίλους των λουλουδιών, τα μεταξωτά φορέματα των δέντρων, τα ολόλευκα πανιά των κοιλάδων, την μάλλινη γούνα των ολόγυρων γιγάντων. Τα φίμωτρα των καμινάδων, και το χαλί των σκεπών. Αφήνεις ανοιχτή την γούβα των χεριών και πίνεις το θεόσταλτο νεράκι. Ακουμπάς το σεντονάκι και νιώθεις την αφράδα του! Η μικρογραφία του κόσμου χάρτης στα πόδια σου που πεθαίνει και αναστένεται με των πετάλων τα κόκκινα φιλιά, που πνίγεται και σώζεται από τον λευκό και ταπεινό αμνό, που καταπλακώνεται και ελαφροπετά από το βάρος των κλαδένιων στιγμάτων, που βολοδέρνει και κατευνάζει από τους τυφώνες των γήινων πνοών. Σβήνει και φωτίζετε πάλι από την αρχή. Ταρακουνιέται σπάει και συγκολείετε ξανά. Η μικρογραφία γεννιέται, μεγαλώνει, αποτραβιέται, γιγαντώνεται και εκτοξεύετε γύρω από τα σύνορα της που φιλοτεχνεί την αίγλη της που όπως και να σχηματίζεται δεν χάνει ποτέ μα ποτέ την μικροπρέπεια της. Μιας μικροπρέπειας που πηγάζει από την μικροαστική κοινωνία, που δεν θα νιώσει ποτέ την αληθινή της μικρογραφία που πάντα θα δεσπόζει στην ολότητα της έπαρσης της.



Γερασιμία Παναγιωτόπουλου 🌹

Comments


bottom of page