top of page

Η ιδανική πόλη.

ree

Του Σίμου Ιωσηφίδη

«Μια καλή πόλη είναι σαν ένα καλό πάρτι. Μένεις για περισσότερο από ό,τι υπολόγιζες»

Γιαν Γκελ, Δανός αρχιτέκτονας

Μού έλεγε κάποτε ένας φίλος πως το νόημα μιας πόλης θα ήταν στην δυνατότητα να συναντήσεις, ανεπιτήδευτα όσο και απροσποίητα, σε ένα μικρό στενό δρομάκι, τον άνθρωπο που αναζητούσες.

Αυτός ο άνθρωπος, φερειπείν, ο τόσο ποθούμενος για σένα, μέχρι να το καλοσκεφτείς να πρόβαλλε ολοζώντανος απ' την αριστερή γωνία ή να καθόταν αμέριμνα σταυροπόδι στην καφετέρια της πλατείας.

Και να τον πλησίαζες...

Έτσι, η λογική της τυχαιότητας θα έπαιρνε αγκαλίτσα την προικισμένη αιτιοκρατία και θα πήγαιναν έναν μακρύ περίπατο...

Εν πολλοίς, αυτός ο προορισμός του αργού βαδίσματος, θα ήταν ελάχιστα αινιγματικός και, άρα, εξαρτημένος αποκλειστικά απ' τις πονηριές μιας μεταφυσικής.

Εκεί λοιπόν, σε εκείνη την συνοικιακή γωνία, πέριξ της μικρής πλατείας, το φανερό και το αφανές θα εξαφανίζονταν μονομιάς...

Και στην πορεία αυτής της βόλτας θα βασίλευαν οι νόμοι του ονείρου και το παράλογο της Αλήθειας θα ήταν καθολικά απόν.

Την τελευταία θα την ξεστόμιζαν μόνο κάποιοι μισομεθυσμένοι τα βράδια, μερικοί τρελοί με ημίψηλα καπέλα και μαύρα ρούχα, και κάτι μικρά παιδιά χαμένα στην αμεριμνησία τους.

Μια μέθη και μια τρέλα που θα υπάκουαν τυφλά στο μαγικό και μυστηριώδες.

Σε εκείνην την βόλτα λοιπόν το καθημερινό, αυτό καθαυτό, θα ήταν μαγικό, μυστήριο και θαυμαστό συνάμα!

Άλλωστε πάντα μέσα από την μαγεία δεν αναζητάμε ένα θαύμα;

Σε αυτό το παράδοξο ταξίδι των παιδικών μας χρόνων που κάποιες λίγες φορές μάς παρασύρει πριν κοιμηθούμε.

Τα πιο ωραία που ζήσαμε και που τώρα, σε εκείνες τις ιερές στιγμές του σκοταδιού, λίγο πριν κοιμηθούμε, μας παιδεύουν γλυκά «ταλαιπωρώντας» την μνήμη μας.

Ένεκα μάλιστα αυτού του παιδεμού, την άλλην μέρα, προσπαθούμε, εις μάτην ευτυχώς, να απαλλαγούμε από αυτά και να τα διαγράψουμε οριστικά.

Τότε θα σουρούπωνε... Και θα συνεχίζαμε να βαδίζουμε αργά στην πολίχνη.

Όντας αλλοπαρμένοι θα νυχτώναμε καταγράφοντας στιγμές για ώρες.

Δεκάδες στιγμές για ώρες. Θα παρατηρούσαμε από μακριά. Ποτέ δεν θα πλησιάζαμε.

Η λεπτομέρεια εδώ θα έχανε την ουσία.

Και φυσικά θα είχαμε το προνόμιο, όπως όλοι αυτοί οι απελπισμένοι ξενύχτηδες, να αντικρίσουμε εμείς πρώτοι τον ήλιο την αυγή, το λυκόφως μιας νέας μέρας.

Θα βλέπαμε κατάματα έναν πορτοκαλόχρουν ήλιο που θα μας φώτιζε τα πρόσωπα. Και πριν λάμψει και αρχίσει να τυφλώνει διακτινίζοντας βέλη θα αποσυρόμασταν ευτυχείς.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Χρόνια τώρα όμως βιώνουμε τον αντίποδα του ως άνω.

Ζούμε σε πόλεις εφήμερες, απρόσωπες που δεν δύνασαι να συναντήσεις αυτούς τους παλιούς φίλους που θα ήθελες να αντικρίσεις.

Διασταυρώνεσαι με άγνωστες φυσιογνωμίες, πρόσωπα απρόσωπα.

Μια στυγερή και άσπλαχνη πραγματικότητα που, σχεδόν πάντα, σε οδηγεί σε πληκτικές συναντήσεις αγκιστρωμένες στην καθημερινότητα.

Οι ενέσεις τόνωσης έχουν μέσα στην σύριγγα νερό.

Τα καθημερινά μας πηγαινέλα έγιναν καταθλιπτικά.

Και στο παγκάκι του καινούριου πεζόδρομου παλεύουμε να απαγκιστρωθούμε από εκείνες τις αναμνήσεις.

Ξέρετε, μιλάω για τις αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων, εκείνων που μάς έκαναν να νιώθουμε πως έχουμε τον έλεγχο των ουράνιων δυνάμεων.

Για εκείνο το παιδί, το ντροπαλό και αθώο που ξυπνάει μέσα μας και που το διώχνουμε κουβαλώντας με κόπο τα βάσανά μας.

Και έτσι γερνάμε.

Περνάμε συχνά από αυτές τις παλιές οδούς ακούγοντας μόνο τον αντίλαλο αυτών των εποχών.

Σε μισόφωτα έρημων δρόμων• γνώριμων σκηνογραφιών μιας νεκρής πόλης.

Τα απογεύματα κάποιου βρεγμένου Νοέμβρη, συντηρώντας μέσα μας τη βεβαιότητα της ορφάνιας.

Οι ομορφότερες συναντήσεις είναι αυτές που δεν έγιναν ποτέ.

Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι εκείνες που επιμένουν να τυραννούν την φαντασία μας...

Σίμος Ιωσηφίδης 🌹

Comments


bottom of page