"Αντιγόνη η τσιγγάνα"
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ
- Apr 23
- 5 min read

«Κλείσε το στόμα σου Μαρίνα. Δε θ’ ακούσει όλη η γειτονιά ότι κόρη μας είναι γύφτισσα».
Η φωνή του πατέρα της αντηχούσε επί σειρά ετών στα αυτιά της Αντιγόνης.
«Η κόρη μας είναι γύφτισσα, ναι, μα δεν την αντέχω τώρα που μεγαλώνει, Μενέλαε. Όταν την πήραμε, μας είπαν ότι ήταν όπως τα υπόλοιπα παιδιά, κανείς δε μας είπε την αλήθεια. Μας είπαν απλά ότι δεν είχε γονείς. Υπέθεσα ότι θα είχε τουλάχιστον και ένα φυσιολογικό χρώμα. Τώρα τα χρόνια περνούν κι αυτή είναι πιο γαριασμένη και απ’ την κατσαρόλα του γκαζιού! Χώρια ότι ήθελα παιδί, όχι τσούπρα, αλλά ας όψεται η δική σου επιμονή, το βλέπεις! Ότι και να κάνουμε, ότι και να της μαθαίνουμε, γύφτισσα παραμένει!»
«Μα τι λες; Γιατί το λες;», είπε ο Μενέλαος θυμωμένος.
Η φωνή του ήταν σιγανή, από φόβο μην ακούσει η Αντιγόνη, όσα τελικά άκουσε εκείνη την κρύα νύχτα του Δεκέμβρη. Η συμπεριφορά, η αδιαφορία της μάνας της, της Μαρίνας, ήταν πλέον εμφανής αλλά και η κοπέλα πάλευε να βρει την αλήθεια. Μέρα με τη μέρα διέκρινε ότι τα δικά της χαρακτηριστικά δεν ταίριαζαν με το γονιών της. Λίγο πιο μελαχρινή, λίγο το βλέμμα, λίγο το σχήμα των ματιών, ο σωματότυπος...
Με τον καιρό η αμηχανία έδινε στην κοπέλα τις απαντήσεις που φοβόταν ν’ ακούσει εκ των προτέρων. Ακούγοντας κιόλας τη συνομιλία, επιβεβαίωσε και τις τελευταίες της αμφιβολίες. Μα δεν είπε τίποτα ποτέ. Στα δέκαπέντε της ήξερε τη μισή αλήθεια. Ήταν υιοθετημένη και το μόνο που ήθελε ήταν ίσως να ξέρει που βρίσκονταν οι αληθινοί γονείς της. Για την καταγωγή της ήταν βέβαιη, έλα όμως που η Αντιγόνη δεν ένιωθε ντροπή, ούτε ασχήμια. Δεν αισθανόταν ίχνος ενοχής. Ήταν Ρομά; Ήταν τσιγγάνα; "Υπομονή Αντιγόνη, θα δώσεις εξετάσεις, θα σπουδάσεις και θα σου δοθεί η ευκαιρία να μάθεις την αλήθεια", σκεφτόταν.
Έτσι κι έγινε. Η Αντιγόνη άντεξε την αμηχανία και την παγερή στάση των κηδεμόνων της, παριστάνοντας την ανήξερη. Η αλήθεια ήταν ότι τον πατέρα της τον αγαπούσε. Ήταν κι αυτός λίγο πιο δεμένος μαζί της. Την μητέρα της την σεβόταν, γιατί όπως και να ‘χει, θέλει κότσια να επιλέξεις ένα μωρό άλλης γυναίκας, να το μεγαλώσεις, πολύ περισσότερο τσιγγάνικης καταγωγής.
Πρώτη της δουλειά σαν έφτασε στην Αθήνα από την Καλαμάτα ήταν αυτή ˙ να βάλει γραφείο ερευνών να ψάξει για την αληθινή της οικογένεια, την βιολογική. Δόξα τω Θεώ, οι γονείς της έστελναν χρήματα, με τον Μενέλαο να νοιάζεται παραπάνω απ’ όσο έπρεπε γι’ αυτήν, αφού η επιχείρηση ηλεκτρικών ειδών πήγαινε απ’ το καλό στο καλύτερο.
Τον πρώτο κιόλας μήνα οι πληροφορίες ήρθαν να συνταράξουν την Αντιγόνη. Οι γονείς της βρίσκονταν στην Αθήνα. Ο πατέρας της ήταν λευκός, από την επαρχία του Βόλου και η μητέρα της τσιγγάνα, έχοντας αποποιηθεί τη φυλή της, ζούσαν μαζί στο Χαλάνδρι. Οι φωτογραφίες έδειχναν πόσο αγαπημένο ζευγάρι ήταν. Ξανθιά πλέον η μητέρα της, γύρω στα σαράντα και λίγο μεγαλύτερος ο πατέρας της, μα πολύ γοητευτικός.
Οι απορίες ακόμα μεγαλύτερες. Γιατί την έδωσαν και δεν την μεγάλωσαν; Πόσο δύσκολο ήταν να μεγαλώσεις το μωρό που γέννησες; Έκρυβαν ότι ήταν τσιγγάνα; Η Αντιγόνη δεν είχε χρόνο για δεύτερες σκέψεις. Χτύπησε το κουδούνι μια Κυριακή μεσημέρι, στο σπίτι των βιολογικών γονιών της. Μπροστά της, εμφανίστηκε η μητέρα της απορημένη. Δίχως περιστροφές η Αντιγόνη ζήτησε να περάσει μέσα.
«Μπορώ να μπω;»
«Ποια είστε;»
«Η κόρη σας, η Αντιγόνη».
Η γυναίκα σάστισε. Ο φόβος και η απορία στα μάτια της δεν άφηναν περιθώρια για πολλές σκέψεις.
«Καταλαβαίνω ότι έπαθες σοκ. Τώρα θα ήθελα να έρθω μέσα, να καθίσω και να μάθω γιατί με άφησες στο ορφανοτροφείο της Καλαμάτας».
Ο πατέρας της Αντιγόνης κοιτούσε τη γυναίκα του, που μόλις πλησίασε στην πόρτα, κατάλαβε ότι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει.
«Περάστε μέσα δεσποινίς».
«Εσείς σίγουρα είστε ο πατέρας μου».
Ο άντρας πάγωσε.
«Εγώ;; Εγώ δεν είμαι πατέρας! Εγώ δεν μπορώ να κάνω παιδιά! Ιουλία; Τι συμβαίνει εδώ;»
Ο άντρας έτοιμος να καταρρεύσει στο σαλόνι. Η αποκάλυψη μίας τραγικής ιστορίας, είχε μόλις ξεκινήσει. Η γυναίκα άρχισε να μιλά φοβισμένη. Τα μάτια της δακρυσμένα και το πρόσωπό της απέπνεε ειλικρίνεια.
«Κατάγομαι από φυλή τσιγγάνων. Η οικογένειά μου ήταν νομάδες. Πηγαίναμε από μέρος σε μέρος. Ήμουν, θυμάμαι, δεκαπέντε ετών, όταν μια βραδιά, αφήνοντας με μόνη στη σκηνή, πήγαν ν’ αφήσουν αποβραδίς την πραμάτεια τους για το πανηγύρι της επόμενης μέρας. Δεν κατάλαβα τι έγινε κι ένα χέρι κλείνοντας μου το στόμα με έριξε στο χώμα...». Τα αναφιλητά διέκοπταν την Ιουλία από την αφήγησή της. «Με βίασε. Έκλαιγα, φώναζα, αλλά δεν ακουγόμουν. Από τον φόβο μου δεν είπα τίποτα. Την επόμενη μέρα ήταν το πανηγύρι. Έπειτα φύγαμε από εκεί και πήγαμε σ’ άλλο μέρος. Πηγαίναμε όπου είχε πανηγύρια. Όταν κατάλαβα ότι είμαι έγκυος, ήμουν ήδη τεσσάρων μηνών. Ήταν σοκ για όλους. Δεν με πίστεψαν ότι με βίασαν. Η μητέρα μου, μου ‘δωσε στα χέρια πεντακόσια φράγκα και μ’ έδιωξε χωρίς να λυπηθεί. Πήρα το λεωφορείο κι ήρθα στην Αθήνα. Έμεινα σ’ ένα φθηνό δωμάτιο και δούλευα στη λάντζα ενός κοντινού εστιατορίου, μέχρι που γέννησα. Σαν ξύπνησα από τη νάρκωση, δεν μου είπαν ότι έζησες, παιδί μου. Μου είπαν ότι γεννήθηκες ένα κιλό και πως είχες πεθάνει στη γέννα. Ήμουν μικρή και ήμουν τσιγγάνα. Τι να ‘κανα; Τους πίστεψα. Αλλά και να ‘χες ζήσει θα σ’ είχε πάρει η πρόνοια, μου είπαν. Συγνώμη, παιδί μου! Συγχώρεσέ με! Ψάξε στο νοσοκομείο που γεννήθηκες, να δεις ότι λέω την αλήθεια».
«Γιατί δεν μου είπες τίποτα ποτέ;» είπε ο Γιώργος συγκλονισμένος. «Όταν σε γνώρισα, γιατί;» φώναξε με θυμό.
«Γιατί; Θα έμενες, αν έλεγα ότι είμαι τσιγγάνα; Θα το δεχόσουν; Γελιόμαστε Γιώργο; Η κοινωνία αποδέχεται όλα αυτά; Θα νοιαζόσουν; Τι να σου ‘λεγα; Ότι με βίασαν στα δεκαπέντε; Ότι έκανα ένα παιδί που δεν γνώρισα ποτέ; Ότι δεν ήξερα την ύπαρξή της; Να ξεχάσω το μαρτύριο που πέρασα ήθελα, όχι το παιδί μου! Πάντα θυμάμαι πως το περίμενα να γεννηθεί! Λαντζιέρα ήμουν και θα τα κατάφερνα. Μετά την γέννησή της και τον "θάνατο", άλλαξα ζωή. Έγινα σερβιτόρα! Στα είκοσι με γνώρισες, άβγαλτη ήμουν. Το έλεγες κι ο ίδιος!»
Ένα δράμα εκτυλισσόταν μπροστά στην Αντιγόνη. Μια κοινωνία φοβισμένη, ένας βιασμός, μία γυναίκα τρομοκρατημένη. Ο νόμος της σιωπής, του "τα ‘θελες και τα ‘παθες". Δεν ήταν σε θέση να κατηγορήσει αυτή τη γυναίκα. Ο καθένας κουβαλούσε τον δικό του σταυρό. Τρία σκυθρωπά πρόσωπα που δεν είχαν τι να πουν.
Η ζωή έχει δικούς της νόμους, γιατί το "κατηγορώ" σημαίνει πολλά, αλλά το "συγχωρώ" ακόμα περισσότερα. Γιατί όσα χρόνια κι αν περάσουν οι σιωπές δεν θ’ αλλάξουν. Οι γονείς δεν θα στέκονται πάντα στα παιδιά τους. Γιατί ο βιασμός δεν είναι μόνο γυναικεία υπόθεση.
Η αποφοίτηση της Αντιγόνης ήταν ανάμνηση μοναδική. Δυο οικογένειες ενώθηκαν. Η Μαρίνα αλλαγμένη, αφού η απουσία της κόρης της ήταν γι’ αυτήν θλιβερή και κατάλαβε τα λάθη της. Ο κυρ Μενέλαος δίπλα της χαμογελούσε. Η Ιουλία δακρυσμένη… Είχε μια υπέροχη κόρη. Ο κύριος Γιώργος, δεύτερος πατέρας. Όλοι την αγαπούσαν με τον δικό τους τρόπο.
Δεν πίκρανε κανέναν. Δεν κατηγόρησε κανέναν. Δεν άφησε τον θυμό να την κυριεύσει. Ήταν αυτή που θα μάθαινε η ίδια στα παιδιά της να συγχωρούν.

Ευαγγελία Αλιβιζάτου
コメント