top of page

You’d better watch out…❣️


ree

Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων. Τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια της πόλης, έλαμπαν παράξενα μέσα στο σκοτάδι, σαν να τρεμόπαιζαν από κάποια αόρατη αναπνοή. Το μεγάλο ρολόι της πλατείας άρχισε να σημαίνει μεσάνυχτα. Με τον πρώτο κιόλας χτύπο, από όλα τα μεγάφωνα ακούστηκε μια παιδική φωνή να τραγουδά:

«You’d better watch out, you’d better not cry, you’d better not pout I’m telling you why, Santa Claus is coming to town…» Η φωνή που τραγουδούσε ήταν μεν παιδική, αλλά είχε κάτι το απόκοσμο. Και στην τελευταία φράση, η φωνή βάρυνε, έγινε αργή, βραχνή, αντρική∙ μια τρομακτική, αντρική φωνή που έκανε αντίλαλο λες και βρισκόταν μέσα σε ένα τούνελ.

Ο δεκαπεντάχρονος Ντάνι έτρεχε πανικόβλητος μέσα στη νύχτα. Δεν είχε πολύ χρόνο. Η ανάσα του πάγωνε στον αέρα, οι χιονισμένοι δρόμοι αντηχούσαν σαν έρημοι διάδρομοι. Το ρολόι είχε χτυπήσει ήδη δυο φορές. Έμεναν άλλες δύο. Γνώριζε ότι στον τελευταίο χτύπο θα τελείωναν όλα.

Το τραγούδι ολοκλήρωσε την πρώτη του επανάληψη και ξεκίνησε ξανά. «You’d better watch out…»

Τρίτος χτύπος… τέταρτος… Ίσα που πρόλαβαν να τον τραβήξουν δύο χέρια προτού ανοίξει μία τρύπα κάτω από τα πόδια του και τον ρουφήξει. Το απόκοσμο τραγούδι συνέχιζε να ακούγεται στην άδεια πόλη.

Ο Ντάνι κοίταξε γύρω του αναπνέοντας γρήγορα. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Βρισκόταν σε ένα χαμηλά φωτισμένο δωμάτιο. Στο κέντρο, βρισκόταν ένα ξύλινο τραπέζι με τρία αναμμένα κεριά. Μια σόμπα ζέσταινε τον χώρο κι ένας γέρος με στρογγυλά γυαλιά καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα. Είχε το βλέμμα καρφωμένο πάνω του. Τα γκρίζα γένια του έφταναν μέχρι το λαιμό και τα μαλλιά του ήταν πιασμένα αλογοουρά στη βάση του αυχένα του. Δίπλα του στεκόταν ένα νεαρό κορίτσι με ξανθές πλεξούδες.

«Παρά τρίχα σε πρόλαβε η Νέλι», σχολίασε ο άντρας κι έφερε στα χείλη του μια πίπα. «Δεν θα θέλαμε να χαθείς σε έναν τυχαίο εφιάλτη». Πυκνός καπνός κάλυψε το πρόσωπό του. Όταν διαλύθηκε ο γέρος συνέχιζε να τον κοιτάει στα μάτια.

«Μην στέκεσαι εκεί», του είπε. «Έλα εδώ να ζεσταθείς», πρόσθεσε δείχνοντας του μια καρέκλα. «Η αποψινή νύχτα θα είναι πολύ μεγάλη».

Ο Ντάνι υπάκουσε. Κάθισε δίπλα στη σόμπα κι ένιωσε τη ζέστη της να τον τυλίγει. Αμέσως χαλάρωσε.

«Είμαι ο Νικ», του είπε ο άντρας και του έδωσε το χέρι. Τα ροζιασμένα δάχτυλά του ήταν γεμάτα δαχτυλίδια. «Αυτή είναι η Νέλι», πρόσθεσε.

Το κορίτσι εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του σπιτιού για να επιστρέψει αργότερα με ένα πιάτο που άχνιζε.

Η ζεστή σούπα έκανε τον μικρό να χαλαρώσει ακόμα πιο πολύ. Η Νέλι κάθισε στο πάτωμα δίπλα στη σόμπα και τύλιξε τα χέρια γύρω από τα γόνατά της. Οι φλόγες καθρεφτίστηκαν στα μάτια της.

«Τι είδες;», τον ρώτησε ο Νικ μόλις έφαγε και την τελευταία κουταλιά σούπας.

«Είδα να ανοίγει μια τεράστια τρύπα στη γη…» μουρμούρισε εκείνος.

«Μάλιστα. Κι αν δεν σε έπιανε η Νέλι θα σε είχε ρουφήξει μέσα της έτσι δεν είναι;» ρώτησε φυσώντας λευκό, πυκνό καπνό.

Το αγόρι ένευσε καταφατικά.

«Ήταν…» κόμπιασε, «ήταν από τους πρώτους εφιάλτες που είχα στη ζωή μου».

«Έτσι ξεκινάει», έκανε ο Νικ. «Πρώτα αρχίζουν με τους παλιούς εφιάλτες και μετά καταλήγουν στους καινούριους. Οι γονείς σου;» τον ρώτησε στη συνέχεια.

«Ελπίζω να είναι στο σπίτι. Εγώ δεν πρόλαβα να επιστρέψω πριν τα μεσάνυχτα. Είναι λίγο πιο μακριά από εδώ», του απάντησε.

Εκείνος τον κοίταξε ερευνητικά πάνω από τα γυαλιά του.

«Είναι η πρώτη σου φορά έτσι;»

«Ναι», απάντησε ο Ντάνι. «Ποτέ άλλοτε δεν είχα βρεθεί έξω τέτοια ώρα και… τέτοια μέρα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, οι γονείς μου κλείνονταν στο σπίτι κάθε Παραμονή Χριστουγέννων μόλις περνούσαν τα μεσάνυχτα. Δεν μου έλεγαν όμως γιατί, απλά επέμεναν να μη βγω έξω για κανένα λόγο. Μόλις πριν από πέντε χρόνια μου εξήγησαν».

«Τι σου είπαν ακριβώς;» τον ρώτησε εκείνος, ενώ το πρόσωπό του κρυβόταν πίσω από ένα ακόμα σύννεφο καπνού.

«Κάθε Παραμονή Χριστουγέννων, μετά τα μεσάνυχτα, οι χειρότεροι εφιάλτες όλων όσων κυκλοφορούν στους δρόμους ζωντανεύουν. Γι’ αυτό πρέπει να κλεινόμαστε στα σπίτια μας με χαμηλό φωτισμό, μέχρι να περάσει η μέρα των Χριστουγέννων και να σταματήσει αυτό το τραγούδι που ακούγεται από τα μεγάφωνα. Τότε θα είμαστε ασφαλείς».

«Σωστά», είπε ο Νικ και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από μια κούπα που είχε δίπλα του. «Παλιά ο Άγιος Βασίλης χάριζε δώρα. Τώρα μοιράζει φόβο σε όλους και πραγματοποιεί τους χειρότερους εφιάλτες τους. Αλήθεια, Ντάνι», τον ρώτησε στη συνέχεια φυσώντας πυκνό καπνό μπροστά στο πρόσωπό του, «ποιος είναι ο χειρότερος εφιάλτης σου;»

Εκείνος κοντοστάθηκε για λίγο.

«Από τότε που… από τότε που έμαθα την αλήθεια εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι να χάσω τους γονείς μου, να ξυπνήσω ένα πρωί και να καταλάβω ότι είμαι μόνος. Κι έπειτα… να βρεθώ μόνος μαζί του∙ μόνος με τον Άγιο Βασίλη…»

«Ξέρεις», άρχισε ο Νικ και σηκώθηκε από την κουνιστή του πολυθρόνα, «παλιά ο Άγιος Βασίλης ήταν καλός. Απλά», συνέχισε παίρνοντας μια ακόμα ρουφηξιά από την πίπα του και βηματίζοντας πέρα δώθε, «κουράστηκε να τον εκμεταλλεύονται. Μοίραζε συνέχεια δώρα, πραγματοποιούσε ευχές και τι κέρδισε; Αχαριστία! Όλο και λιγότεροι πίστευαν κάθε χρόνο σε αυτόν! Όλο και περισσότεροι τον υποτιμούσαν και τον θεωρούσαν αποκύημα της φαντασίας και αφορμή για εμπορευματοποίηση των γιορτών! Έπρεπε λοιπόν να κάνει κάτι για να τους μείνει αξέχαστος! Φρόντισε λοιπόν να τον θυμούνται όλοι και να πιστεύουν όλοι σε αυτόν!» έκανε με πάθος.

Ο Ντάνι πάγωσε στη θέση του. Μόλις είχε συνειδητοποιήσει κάτι.

«Πώς γνωρίζετε το όνομά μου;» τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

«Γνωρίζω τα πάντα, Ντάνι!» του είπε εκείνος πίσω από το σύννεφο καπνού που κάλυπτε το πρόσωπό του. «Γνωρίζω το όνομα, τους φόβους και τους εφιάλτες σου! Ξέρεις ποιο είναι το πραγματικό όνομα του Άγιου Βασίλη Ντάνι;» η φωνή του δεν έμοιαζε ανθρώπινη. «Νίκολας!»

Άπλωσε το χέρι και η Νέλι πήγε δίπλα του. Έκπληκτος ο Ντάνι διαπίστωσε ότι στα μάτια της συνέχιζαν να καθρεφτίζονται οι φλόγες της σόμπας. Ο καπνός διαλύθηκε. Τα μάτια του Νικ ήταν ακριβώς ίδια με τα δικά της. Το κορίτσι έλυσε τις πλεξούδες της και δυο μυτερά αυτιά ξεπρόβαλαν. Ο Ντάνι Ο Ντάνι πετάχτηκε όρθιος. Οπισθοχώρησε τρομαγμένος καθώς εκείνοι πλησίαζαν. Η πλάτη του κόλλησε στην πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε τρέχοντας στον χιονισμένο δρόμο.

Τα πόδια του βούλιαζαν μέσα στο παχύ χιόνι. Ο παγωμένος αέρας τον μαστίγωνε στο πρόσωπο. Σταμάτησε και κοίταξε πίσω του. Κανείς δεν ερχόταν. Έσκυψε κι ακούμπησε τα χέρια στα γόνατά του προσπαθώντας να βρει την ανάσα του. Η τρομακτική μελωδία συνέχιζε να ακούγεται παντού. Διαπίστωσε ότι στεκόταν πάνω στις μισοθαμένες, στο χιόνι, ράγες ενός τρένου. Ξαφνικά άνοιξε μια τρύπα στο έδαφος και τον ρούφηξε μέσα. Άκουσε τον ήχο του τρένου να πλησιάζει. Πριν προλάβει να αντιδράσει, ένα βαγόνι τον χτύπησε στα πόδια από πίσω κι εκείνος σωριάστηκε στο εσωτερικό του. Ανασηκώθηκε βογκώντας και διαπίστωσε ότι έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Αρκετά μέτρα μπροστά του, εμφανίστηκε ένα τούνελ που έμοιαζε με το κεφάλι του Άγιου Βασίλη που έχασκε με το στόμα ανοιχτό. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Καθώς το βαγόνι βυθιζόταν στο απόλυτο σκοτάδι, ο Ντάνι άκουσε μια βαριά ανάσα πίσω του˙ μια ανάσα που πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Όλα σκοτείνιασαν.

Ξύπνησε απότομα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα οι γονείς του.

«Αγόρι μου», πήγε δίπλα του η μητέρα του και τον χάιδεψε στο πρόσωπο. «Πώς είσαι;»

«Τι συνέβη;» τη ρώτησε εκείνος τη στιγμή που τον έσφιγγε στην αγκαλιά της.

«Είχες ένα ατύχημα με το ποδήλατο», του εξήγησε ο πατέρας του. «Ευτυχώς ξεπέρασες τον κίνδυνο».

«Ποιο ατύχημα; Και οι εφιάλτες; Οι φόβοι; Πέρασε η Παραμονή των Χριστουγέννων;» ρώτησε εκείνος απελπισμένος ψάχνοντας να δει αν ήταν μόνος.

«Αγόρι μου», έκανε η μητέρα του και τον χάιδεψε στο κεφάλι, «ηρέμησε. Είσαι ζαλισμένος ακόμα…»

«Σου φέραμε κι ένα δώρο», του είπε ο πατέρας του. Του έδωσε ένα μικρό, τετράγωνο κουτί. «Άνοιξέ το», τον παρότρυνε και στάθηκε δίπλα στη μητέρα του.

Ο Ντάνι το άνοιξε. Μια μελωδία ξεχύθηκε.

«You’d better watch out, You’d better not cry, You’d better not pout I’m telling you why, Santa Claus is coming to town…» ακούστηκε μέσα από το μουσικό κουτί.

Η παιδική φωνή βάρυνε… γινόταν αργή… βραχνή… αντρική. Ο Ντάνι τους κοίταξε τρομοκρατημένος. Δυο μυτερά αυτιά ξεπρόβαλαν ανάμεσα από τα μαλλιά τους. Στάθηκαν ακίνητοι σαν δυο αγάλματα πάνω από το κεφάλι του.

«Μαμά;» ψιθύρισε. Καμία απάντηση. «Μπαμπά;» Τίποτα.

Ήταν σαν κάποιος να είχε τραβήξει το κορδόνι που τους κρατούσε «ζωντανούς» και τώρα είχαν μείνει ακίνητες κούκλες, άδεια κουφάρια.

Ο πατέρας του ανασάλεψε αργά, σαν να έπρεπε να του υπενθυμίσει κάποιος πώς λειτουργεί το σώμα. Ένα παρανοϊκό χαμόγελο χαράκτηκε στο πρόσωπό του, τεντώνοντας αλλόκοτα, υπερβολικά, τις άκρες των χειλιών του.

Η μητέρα του στράφηκε προς το παράθυρο. Το φως από τον δρόμο έπεφτε οριζόντια στο δωμάτιο, σχηματίζοντας μια μακριά, διαστρεβλωμένη σκιά στο πάτωμα.

Και ύστερα, τα πρόσωπά τους άρχισαν να αλλάζουν, να παραμορφώνονται. Η γυναίκα έγινε η Νέλι, και ο άντρας, ο Νικ.

Ο Ντάνι τινάχτηκε. Άρπαξε το μουσικό κουτί και το πέταξε στο πάτωμα. Έσπασε, αλλά η μελωδία δεν σταμάτησε. Χιόνι πλημμύρισε από τις ρωγμές του δαπέδου, το ταβάνι και τους τοίχους.

Ο γέρος έφερε την πίπα στο στόμα του. Πυκνός καπνός ξεχύθηκε, μοιάζοντας με χέρι που τεντωνόταν απειλητικά προς το μέρος του. Ο μικρός κουλουριάστηκε στην άκρη του κρεβατιού.

«Ήταν απλώς ο πρώτος εφιάλτης, Ντάνι…» είπε εκείνος. «Ήρθε η ώρα για τον δεύτερο».

Ο Ντάνι άνοιξε το στόμα για να ουρλιάξει, αλλά αντί για φωνή βγήκε μόνο λευκός ατμός, σαν αναπνοή μέσα στο απόλυτο κρύο.

Το δωμάτιο βυθίστηκε σε σκοτάδι. Το τραγούδι συνέχισε να ακούγεται:

You’d better watch out…



Ερωδίτη Παπαποστόλου 🎈 🥀 ❣️

Comments


bottom of page