top of page

Φθηνά νεκροταφεία


ree

ΠΡΟΛΟΓΟΣ


_____________



Χθες, μέσα στο ημίφως ενός παλαιοπωλείου, συνάντησα μια σιωπηλή πολιτεία από ποιητές.


Οι ράχες τους ήταν λυγισμένες, οι σελίδες τους ποτισμένες σκόνη, η τιμή τους χαραγμένη πάνω στη σάρκα τους. Κάποιοι επώνυμοι, κάποιοι ανώνυμοι, όλοι εξίσου καταδικασμένοι στη φθορά. Στάθηκα μπροστά τους σαν σε κοιμητήριο μνήμης και ντράπηκα για τον κόσμο που επέτρεψε σ’ αυτές τις φωνές να σαπίζουν κάτω από λάμπες ξεθωριασμένες.



Άπλωσα το χέρι και αγόρασα όσους μπορούσα! Όχι από φιλανθρωπία ή κάποια ματαιόδοξη ανάγκη, αλλά από καθήκον.


Για να σωθεί κάτι από αυτή τη σιωπή.


Να μην πεθαίνουν όλοι δεύτερη φορά.



Από αυτή την εμπειρία γεννήθηκε, ή μάλλον ξαναφωτίστηκε, το ποίημα που ακολουθεί.



______________________



Δύο ευρώ, τρία, τέσσερα το πολύ,


ανάμεσα σε σκονισμένα ράφια


επώνυμοι κι ανώνυμοι οφειλέτες της γραφής,


λίγο πάνω, κάπως πιο κάτω,


με χιλιάδες χέρια να έχουν χαράξει τη σάρκα μας


και μύρια μάτια να μας επιλέγουν ή να περνούν με αδιαφορία.


Νεκροί, μέσα στην ψευδαίσθηση των αθάνατων.



Πόρνες σε χέρια περαστικών.



Μικροί θεοί κοντά, δίπλα, πίσω,


με κέρινα χαρτιά και σκουριασμένες ραφές,


κρατούν στη σκόνη των σελίδων τους τον κόσμο.


Εγώ κι εσύ, αχρείαστοι εν τέλει στα σπλάχνα τους,


είχαμε ήδη από τη λήθη αφομοιωθεί.



Ένας γέρος, ένας νέος περνούν:


«Πόσο έχει αυτό;»


Και ύστερα, αθόρυβα θα μείνουμε στο ράφι μας.


«Κάποιον πιο γνωστό από δαύτους;»


Κι η απάντηση: «Ανάμεσα σε τούτα εδώ μπροστά, κάτι έχω. Ψάξε.»



Σπεύδουν με ενδιαφέρον και η τιμή καμαρωτή προϋπαντά την επιθυμία να βρουν κάτι πιο γνωστό.


Εσύ, κι εγώ, που δώσαμε Χριστό και Γολγοθά


για δυο μονάχα λέξεις,


σαπίζουμε επάνω στον Σταυρό της παρουσίας μας.


Τι τα θες.



Ένας συγγενής, που με αγένεια θα μας διαβάσει,


θα πει: «Τι ανοησίες, έγραφε εκείνος ο γέρος.»


Θα μας πουλήσει, με το ακονισμένο βάρος της σωτηρίας,


πενήντα λεπτά το κομμάτι.


Θα νιώσει πως ελάφρυνε.


Στα βαθιά του απόνερα δεν άντεχε


να βλέπει του γέρου τον καθρέπτη.


Αντανακλούσε ανικανότητα.


Κι έτσι ξεπέσαμε εδώ, αδελφέ μου.



Με τη σκόνη να καλύπτει τα σημεία στίξης,


τις πληγές, το νοτισμένο περήφανο χαρτί


και την καταστροφή μας.


Αναμένοντας να γίνουμε «χρήσιμοι»


στον κάδο ανακύκλωσης, σαν σπάσουν οι ραφές μας.


Κι εσύ, σου λέω, κι εγώ το ξέρω,


πως τούτη θα είναι η μοίρα μας.



Κι όμως, στη θαμμένη ανάσα των βιβλίων


μένει μια οργιά ελπίδας:


να αναστηθούν οι πόνοι,


να αγαπήσουν οι ζωντανοί,


κι ίσως κάποτε να μας λυπηθεί το ράφι.




---



Βασίλης Πασιπουλαρίδης 🌹

Comments


bottom of page