top of page

Τυφλή ίριδα του έρωτα✨

Τυφλή κάθε πρωί έβγαινε στο παραθύρι στο κονάκι, να λιάσει την καρδιά της.

Ταξίδευε νωχελικα στο κενό, την συναρπάζαν τα ξεφωνητά παιδιών της γειτονιάς που έπαιζαν.

Στιγμιαίες αποδράσεις του μυαλού, η ίριδα της ψυχής φυλακισμένη πάντα σε εκείνον...

"Τον Έρωτα"!

Δωδεκάμισι, ο ήλιος τη καλημέριζε μ' ένα φιλί. Έστελνε τις χρυσές του βέργες, να γιάνει τις πληγές της, όπως έκαμε εκείνος!

Οι μικροί της εύθραυστης γειτονιάς τής ψυχής της, έσπασαν άθελα το τζάμι.

Η πήλινη κανάτα, που κοσμούσε το παράθυρο έσπασε.

Μάζευε άτσαλα τα διαλυμένα κομμάτια, άθελα μάτωσε τις απαλές της ρόγες.

Ένα τζαμάκι πλήγωσε τη φλέβα, οι φλέβες τής ψυχής παρέα αιμορραγούσαν.

Δάκρυσε...

Κοίταξε το ρολόι, οι δείκτες σταμάτησαν δώδεκαμιση. Μονολόγησε :

-Πέρασαν δώδεκα μέρες, δώδεκα μήνες...

Ένας κύριος με βλέμμα που στόχευε στο τόξο της καρδιάς, περνούσε καθημερινά.

Είδε στο περβάζι τις κηλίδες αίματος.

Σίμωσε, τη ρώτησε:

-Χρειάζεσαι βοήθεια;

Εκείνη με ένα χαμόγελο στα μάτια που φώτισε τα δάκρυα, αποκρίθηκε :

- Ευχαριστώ τα καταφέρνω.

Έντρομος, τής ψιθύρισε :

-Αιμορραγείς...

Εκείνη έγνεψε να απομακρυνθεί, ευγενικά τον καθησύχασε.

Καιρό προσπαθούσε να κλέψει μια κουβέντα, να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, να κλέψει μια ματιά.

Μάταια...

Ήταν τυφλή, κουφή η καρδιά της...

Πέρασαν δωδεκάμισι χρόνια, που ο Έρωτας, μετά από την Οδύσσεια της υγείας του, έφυγε δίχως εξήγηση.

Δεν είχε αντιληφθεί, πώς πέρασαν βδομάδες, μήνες...

Οι κηλίδες του αίματος λιγοψυχούσαν, έπεφταν στη πράσινη νησίδα, την ξεδίψασαν.

Φύτρωσε μια πελώρια ροδιά.

Ο σπόρος τής Αγάπης, αστείρευτος.

Μισολιπόθυμη βγήκε στην αυλή....

Ψέλλισε δώδεκα λέξεις :

- Η αιμορραγία τής καρδιάς είναι δυνατότερη άγγελε μου απ'οτιδήποτε!

Ο Έρωτας ξύπνησε...

Κοιμόταν στο καναπέ.

-Εφιάλτης ήταν, ψιθύρισε.

Με τρέμουλο φωνής, χέρια καταϊδρωμένα...

Υποσυνείδητο και Συνειδητό γένηκαν θηλιά.

- Πρέπει να περνά δύσκολα, μονολογούσε.

Πέρασαν μέρες, νύχτες, σκιές του παρελθόντος τον κυνηγούσαν.

Οι εφιάλτες πύκνωναν.

Ερινύες έπλεκαν χιτώνα.

Δώδεκα χαμένα χρόνια, παιχνίδια τής ζωής, φοβίες, ανασφάλεια, έγιναν φενάκη.

Ο παράδεισος τους μετατράπηκε σε κόλαση.

Πήρε τη μεγάλη απόφαση, να την ανταμώσει.

Πήγε στο πέτρινο σπιτάκι,

κοίταξε απ'το παράθυρο.

Έβγαλε το σκουριασμένο κλειδί από την τσέπη.

Φώναζε...

-Αγάπη που είσαι;

Επέστρεψα...

Πήγε στο παραθύρι, είδε κηλίδες αίματος που έβαψαν το μάρμαρο.

Η καρδιά του αιμορραγούσε.

Σαν ταινία μικρού μήκους πέρασε από μπροστά του η ιστορία τους.

Ο εφιάλτης, ήταν ένα ακόμη παιχνίδι τής ζωής;

Τα μάτια του βούρκωσαν, σταλακτίτες χαϊδευαν τις χαράδρες του προσώπου.

Η Αγάπη πέθανε...

Η αγάπη ζωντανή, ανέπνεε από τη ροδιά.

Ο Έρωτας ψέλλιζε βούρκωμενος :

-Δώδεκα και μισή.

Πώς πέρασαν τα χρόνια.

-Άργησα Αγάπη μου !


Φωτεινή Παπαδοπούλου 🌹

Comentários


bottom of page