Τα μαντάτα του καφέ
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ

- Nov 26
- 4 min read

«Έτσι που λες, Κατίνα μου, έτσι που λες, τον παρακαλάω, τον παρακαλάω… Πες μου κι άλλα, Κατίνα μου, πες μου τι γράφει, τι λέει το ριζικό μου… Τι λέει ο καφές, μαρή Κατίνα; Σε παρακαλώ, κάμε το καλό και ρίξ’ το στον γιαλό. Σε παρακαλώ, πες μου… Πες μου το φλυτζάνι μια φορά ακόμα, να δω με ποια τριγυρίζει! Κάθε φορά είναι κι άλλο το όνομα… Μαρή Κατίνα, μου λες αλήθεια, μαρή, ή για να μου παίρνεις τα κοσάρικα;»
«Ααα, να χαρείς! Ααα, να χαρείς! Να χαρείς! Εμένα μη μου λες τέτοια! Να, παίρνω τώρα τα συρταρόλια μου και φεύγω. Τα φορώ μου κι από δω πάω στη Χρήσταινα, που λιώνει το φυλλοκάρδι της για δαύτονε. Και τα λεφτά σου βάλε τα μέσα στο κατζέλο και κράτα τα εκεί, να στα φάει ο σκώρος! Γιατί εγώ δεν θα σ’ ανοίγω τα μάτια κάθε φορά για τον αχαΐρευτο!»
«Όχι, όχι, να, εδώ κάτσε και πες τι βλέπεις! Και δυο κοσάρικα να σου δώκω. Κανέναν αμορόζο βλέπεις στο φλιτζάνι, Κατίνα μου; Ν’ αφήκω τον σατανά, να πάει στον έξω από δω. Που να μην σώσει!»
«Τι να σου πω, μωρή Μεμούλα… Να, ένα κάστρο βλέπω… Ψηλό βλέπω και πολλά βάσανα… Παιδιά βλέπω. Μα θα σε ζητήξει! Και τότες τι θα του πεις; Ότι πέφτει η σταλαγματιά σου για το ρεμάλι που μπεκροπίνει στου Παναή τον καφενέ; Μωρή, βρες έναν, να σε δει ο Θεός, να ‘χεις βρακί να φορέσεις, να λιγδώσει το αντερίδι σου, κυρά μου. Καφές είναι· πόσα σημάδια να σου δώσει;»
Η Μεμούλα ήξερε πως είχε δίκιο η Κατίνα. Και τι ήθελε από ευκειόνε; Μήτε καλό λόγο το βρωμόστομά του άνοιξε ποτέ να τση πει. Και στο τέλος άκουε και την βλαστήμια από το απολειφάδι. Που κακό χρόνο νά 'χει.
Κοίταξε την Κατίνα. Κυρά του εαυτού της. Καφετζού στο Ληξούρι από τσι καλύτερες. Ερχότανε από τ’ Αργοστόλι με το φέρι μποτ, να τσου πει τα μαντάτα. Μα η Κατίνα έλεγε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Ό,τι έλεγε το φλυτζάνι. Τρεις φουσκάλες, θα ανταμώσεις νιο. Και πόσα να της πει να την παρηγορήσει… Και το θέατρο καλά κράταε. Ένα γερό μεροκάματο η Κατίνα με τους καφέδες… Πάρτι έκανε ο Χαραλάμπης όταν ψώνιζε τσου κουβάδες με καφέ η καφετζού. Το πιο καλό χαρμάνι ζητούσε η Κατίνα. Σ’ αυτά ήταν γαλαντόμα και κουβαρδού.
Τα χρόνια περνούσαν και ο ακαμάτης πότε από δω, πότε από κει, της έτρωγε την ψυχή της Μεμούλας. Και έφτασε στα τριάντα τρία, σαν του Χριστού, και η Κατίνα, από τσι περατζάδες των κυράδων, έσιαξε μια σπιταρόνα πιότερα ανώτερη από του Δημάρχου.
Μα κείνη η ζαλάδα την έκαμε τη Μεμούλα να πάει στο γιατρό να της γράψει φάρμακο. Και το ταξί που την άφησε στο Κέντρο Υγείας ήτανε σαν βαπόρι γρήγορο. Ευγενικός ο Μήτσος, την άφησε στη πόρτα του νοσοκομείου. Εδ’ εκεί έπεσε στο σκαλί και σκόνταψε· αλλού ο παπάς, αλλού τα ράσα. Άνοιξε τα γαλανά της πονεμένα μάτια και η γιατρέσσα τής χαμογέλασε.
«Μην ανησυχείτε, σας έπεσε η πίεση πολύ. Θα είστε σύντομα καλά».
Η Μεμούλα εχαμογέλασε και καθησύχασε. Η φωνή δίπλα της, στο άλλο κρεβάτι, την έκανε να τρέμει σύγκορμη.
«Μην φοβάστε, όλοι κάτι έχουμε. Έχω υπέρταση, εσείς υπόταση».
Η γυναίκα έστριψε το κεφάλι της αριστερά και αντίκρισε τον γοητευτικό, σχεδόν σαραντάρη, με τα γκρίζα μαλλιά και το μαγικό χαμόγελο.
«Σας ευχαριστώ», ψέλλισε, «κύριε…»
«Γεράσιμος, Γεράσιμος Μιχάτος. Εσείς;»
«Μεμούλα Παγώνη».
«Είμαι ναυτικός, καπετάνιος» συνέχισε ο άντρας. «Έχω ένα μήνα μακριά απ’ τη θάλασσα, τρώγομαι με τα ρούχα μου· πίεση είναι, σκαμπανεβάζει».
Ο Γεράσιμος κοίταζε αν φορούσε βέρα η γυναίκα. Αγνό βλέμμα, ομορφιά ψυχής, φοβισμένη παρουσία. Ποιος κερατάς τη βασανίζει;
«Κυρία Μεμούλα, ας βγούμε με το καλό, να πιούμε ένα καφεδάκι…»
«Ε όχι, όχι καφέ, κύριε Γεράσιμε!», ξέσπασε σε κλάματα η γυναίκα.
Σηκώθηκε ο Γεράσιμος, την πλησίασε, της άγγιξε απαλά το χέρι. Ένιωσε μια θέρμη σαν να την ήξερε όλη του την ζωή. Μα και η Μεμούλα δεν πήγαινε πίσω.
Δύο μέρες μετά, έτρωγαν στην ταβερνούλα απέναντι από τη θάλασσα. Ο καθένας είχε τη δική του ιστορία. Ο Γεράσιμος, στα καράβια από τα είκοσι δύο του, δεν νοιάστηκε ποτέ για οικογένεια. Η Μεμούλα άνοιξε την καρδιά της. Για την ψύχωση με τον καφέ και το φλυτζάνι, για τον ακατανόμαστο.
Σαν πήγε στην Κατίνα, δίχως το μονόπετρο που της φόρεσε ο Γεράσιμος δύο μήνες μετά, η Κατίνα άρχισε:
«Τι να σου πω κυρά μου… Βλέπω φουρτούνα… Με άλλη θα ‘ναι ο προκομμένος. Τούτο το βλέπεις; Ένα τρίτο πρόσωπο μπήκε στη μέση. Μα τώρα, εσύ μην τα βάψεις μαύρα».
Η Μεμούλα σηκώθηκε όρθια. Άφησε πενήντα ευρώ στο τραπέζι και μια πρόσκληση γάμου. Η Κατίνα, άναυδη.
«Η πρόσκληση είναι για τον γάμο μου, παραμονή Χριστουγέννων… Κυρία Κατίνα, οι φουρτούνες είναι το ταξίδι που θα πάω με τον καπετάνιο μου· όσο για το τρίτο πρόσωπο, τα χαιρετίσματά μου στον προκομμένο».
Η Μεμούλα πήρε το φλυτζάνι, το γύρισε ανάποδα και το πέταξε στον σκουπιδοτενεκέ. Ο Γεράσιμος την περίμενε από κάτω. Είχαν πολλές δουλειές…
Είχε ένα μέλλον να ζήσει, με καφέ στη χόβολη και αληθινή ζωή. Ενώ η Κατίνα τι είχε; Ένα υπέροχο σπίτι, αδειανό από συναίσθημα. Είχε τα πάντα, αλλά τον καφέ πάντα μόνη τον έπινε.
Καιρός να επισκεφθεί τον κύριο Χαραλάμπη…
©Ευαγγελία Αλιβιζάτου




Comments