Σφραγίδα Τιμής...
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ

- Sep 18
- 3 min read

Κραυγές ακούστηκαν παντού.
Η Αφροδίτη δεν θέλησε να ανοίξει ούτε το παράθυρο, ώστε να βγει να δει το αποτέλεσμα της φρικαλεότητας.
Πάλευε να μη δει.
Ήταν το ίδιο κάθε φορά.
Οι βάρκες είτε θα βούλιαζαν είτε οι δύστυχες κοπέλες θα πνίγονταν. Βλέπεις τα σωσίβια ήταν ήδη ελαφρά τρυπημένα, ώστε να μην έχουν τη δυνατότητα να κολυμπήσουν οι γυναίκες, αν έπεφταν στη θάλασσα.
Το εμπόριο σαρκός ήταν πραγματικότητα.
Ακόμα μια φορά στο νησί τα έρημα, τα δυστυχισμένα κορίτσια θα άλλαζαν χέρια.
Ποτέ δεν σκέφτηκε ότι η ζωή είναι τόσο ανήθικα άδικη...
Η ζωή είναι ζωή.
Μα οι άνθρωποι την κάνουν κτηνωδία.
Κάποιοι την ίδια την έσωσαν... Κάποιοι που η ζωή δεν τους έκανε εγκληματίες, δολοφόνους, κτήνη.
Ο φτωχός ψαράς, ο κυρ Θωμάς, που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του, ήταν ο άγιος που την έκρυψε στο σπίτι του, σαν βούτηξε στη θάλασσα να σωθεί...
Δεν ήθελε να θυμάται τι πέρασε...
Μα η μνήμη την πρόδωσε.
Έπεσε στα γαλανά νερά του Αιγαίου λίγο πριν φτάσουν στην ακτή.
Κανένας δεν την πήρε χαμπάρι. Έμεινε για λίγο μέσα στο νερό μέχρι να μην αντέχει άλλο και όταν δεν μπόρεσε πια και ξεμάκρυνε η βάρκα, κοιτούσε από μακριά μισοπνιγμένη, σχεδόν μισοπεθαμένη.
Κρατήθηκε από ένα κουτσουράκι, ένα μικρό θαλασσόξυλο ήταν αυτό που την στήριξε να τη φτάσει κοντά στην ακτή,
στα τείχη της μισογκρεμισμένης εκκλησίας.
Εκεί,στο μικρό χωριουδάκι, εκεί που βρήκε τη δική της ηρεμία, το δικό της λιμάνι.
Ο κυρ Θωμάς θα έβγαινε με τη βάρκα για ψάρεμα και να που βρήκε την ίδια...
Ναι, τη βρήκε. Στα γρήγορα την έβαλε στη βάρκα και ξάκρισε με κίνδυνο της ζωής του.
Την πήγε στο σπίτι του, μοναχός, στο μικρό πέτρινο, απέναντι από τη θάλασσα.
Κάθε που τα φουσκωτά ξεφόρτωναν τις γυναίκες, τις ξεδιάλεγαν, άλλες τις έβαζαν στα χωράφια, άλλες τις έβαζαν στα μαγαζιά που άρπαζαν από τους γνήσιους ιδιοκτήτες με τραμπουκισμό.
Τις διάλεγαν όμορφες...
Για συγκεκριμένο λόγο.
Εκεί που οι ορέξεις των ανθρώπων μεγαλώνουν... Μόνο που οι άνθρωποι σε αυτά τα μέρη δεν είναι τέτοιοι, δεν είναι αυτοί που ξεσαλώνουν πάνω στα κορμιά των κοριτσιών.Είναι άλλοι, είναι εκείνοι που άρπαξαν τα μαγαζιά από τους ιδιοκτήτες, κάνοντάς τα μπουντρούμια για όλες τις διαθέσεις.
Ο κυρ Θωμάς κοιμόταν και η Αφροδίτη τον κοιτούσε με αγάπη και συμπόνοια.
Ήταν που είχε την έγνοια της.
Δεν της έλειπε τίποτα αλλά δεν την άφηνε να γυρνά άσκοπα στο χωριό, με τον φόβο των ανθρώπων αυτών.
Η Αφροδίτη ήταν μια υπέροχη, όμορφη κοπέλα.
Τα γκριζοπράσινα μάτια της έπρεπε πάντα να λάμπουν.
Ο ίδιος δεν κοιμόταν καλά αλλά ήταν φορές που έκανε τον κοιμισμένο και την πρόσεχε.
Όσο στο σπίτι ήταν μόνος, δεν τον ένοιαζε αν θα το λεηλατούσαν, μια που ήταν μπρος στην ακτή.
Τώρα όμως είχε τα μάτια δεκατέσσερα.
Πότε θα τελείωνε ο εφιάλτης;
Αναρωτιόταν όλο το νησί...
Πότε θα ήταν δικά τους όσα τους ανήκαν;
Οι απορίες δύσκολο να λυθούν.
Ώσπου η Αφροδίτη τον ξεπροβόδισε για το παραγάδι του και κλείστηκε μέσα.
Δεν άκουσε τη βάρκα, ούτε τις φωνές. Μονο μετά κατάλαβε τον σκοπό του κυρ Θωμά..
Πλησίαζε η ώρα να φτάσει νέα φουρνιά και τούτη τη φορά ήταν αποφασισμένος να δώσει μάχη να τελέψει το κακό.
Αδιάφορος, στη βάρκα, σε κοντινή απόσταση από το φουσκωτό, έκανε πως έχασε το μυαλό του, τον προορισμό του.
Οι δύο μελαμψοί αγριεμένοι, τον λοιδωρούσαν, πετώντας μεταλλικά από μπύρες στο καΐκι, στο πρόσωπό του.
Σήκωσε με γρήγορες κινήσεις το όπλο του και ο σιγαστήρας έδωσε τις χαριστικές βολές στους άθλιους.
Τα κορίτσια είχαν παγώσει από τον φόβο και τα δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα.
Ο κυρ Θωμάς πήδηξε με τόλμη μέσα στο φουσκωτό ρίχνοντας άγκυρα στο καΐκι.
Δε βαριέσαι, σκέφτηκε, ότι ήθελε ας γίνει.
Άλλαξε διαδρομή, με τον καιρό συμπαραστάτη του και τους ανέμους συνεργούς, και κόντι κόντι πήγε άραξε σε απόκρημνο σημείο.
Οι δουλέμποροι περίμεναν στην ακτή, μα δύο μέρες μετά, άκουσαν τα νέα ότι δύο πατριώτες τους ξέβρασε η θάλασσα.
Τα κορίτσια διαφόρων ηλικιών έμειναν μαζί του και η Αφροδίτη τις προστάτευε ωσάν μάνα.
Για λίγο διάστημα τα σούρτα φέρτα με τις παράνομες δραστηριότητες έκοψαν και ένα ένα τα κορίτσια έφυγαν για την πόλη, βρίσκοντας δουλειά με αξιοπρέπεια.
Η Μαρίνα δούλευε στο κρεοπωλείο της γειτονιάς. Εκεί γνώρισε τον γιο του κυρ Σπύρου και έφτιαξε τη ζωή της.
Η Αναστασία πήγε στο κατάστημα υποδημάτων το μεγαλύτερο, και με την αξία της είναι υπεύθυνη στο μαγαζί.
Η Ουρανία προόδευσε κρατώντας τα παιδιά στον παιδικό σταθμό του χωριού και ανέλαβε το καθήκον της βρεφονηπιοκόμου.
Ο Θωμάς και η Αφροδίτη ήταν περήφανοι.
Είχαν αποφασίσει να μην δουν ποτέ ξανά βάρκα τις νύχτες.
Μα τώρα η Αφροδίτη είδε από το τζάμι το ίδιο.
Μια άγρια αίσθηση ένιωσε...
Δεν θα κοιτούσε ποτέ ξανά.
Ξύπνησε τον κυρ Θωμά.
Σε λίγη ώρα, θα έκαναν πράξη αυτό που έμαθαν καλά.
Αναστασία Αφροδίτη, Ουρανία, Μαρίνα, Πηνελόπη, Χριστιάνα, οι άνδρες τους...
Η παρτίδα στο εξής θα παιζόταν πάντα με κίνδυνο την ζωή τους.
Ειχαν σφραγίσει τον όρκο τους, με αίμα.
Το παρών διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας.
Ευαγγελία Αλιβιζάτου 🌹
Πεζογράφος




Πολύ ωραίο Εύα, συγχαρητήρια