top of page

Στο τέλος...


ree

Όταν ο χρόνος δεν μετρούσε πλέον τις ώρες κι οι μέρες άφηναν πίσω τους μόνο μια σκιά- όταν οι θύμησες ξεθώριαζαν και τρεμόπαιζαν σαν ηλιαχτίδες στα φυλλώματα των δέντρων, πριν χαθούν αμετάκλητα πίσω απ’ τα σύννεφα, εκείνος στεκόταν μόνος στο άκρο της αιωνιότητας. Σαν αετός, στην τελευταία βαλλίστρα ενός γκρεμισμένου προμαχώνα, στο κάστρο των ονείρων του.

Όλα του τα χάρισαν, γνώση, αθανασία, ταξίδια, τ’ άστρα, το σύμπαν. Όλα. Όμως η ζωή του χωρίς εκείνη έμοιαζε σαν θάλασσα χωρίς αρμύρα, σαν ανατολή χωρίς ήλιο, σαν φεγγάρι δίχως ουρανό. Την έχασε. Σ’ ένα δευτερόλεπτο που κανενός επιλογή δεν υπήρξε. Την άφησε πίσω, σ’ εκείνη τη λιγοστή, κοινή, θνητή ζωή τους.

Απόμεινε μόνος, μετέωρος κι απροσδιόριστος σαν ιδέα κανενός νου, σαν δάκρυ που δεν βρήκε μάτια ν’ αναβλύσει.

Όσο η λησμονιά τον περικύκλωνε, στην άκρη του μυαλού του κρατούσε ακόμα ζωντανή την ανάμνησή της αστραφτερή, πολύτιμη- ιερή.

Οι βρεγμένες σταγόνες που κυλούσαν στο μέτωπό της ένα βροχερό φθινοπωρινό απόγευμα, το παγωμένο της χέρι που κούρνιασε να ζεσταθεί σαν σπουργίτι μέσα στο δικό του, ένα ξημέρωμα που το βλέμμα της τον καλούσε σε δρόμους χωρίς επιστροφή.

Πράγματα μικρά, καθημερινά. Πράγματα που ίσως δεν είχαν σημασία κι όμως για το λόγο αυτό ήταν ανεκτίμητα.

Όταν του προσφέρθηκε η αιωνιότητα μόνο ένα πράγμα σκέφτηκε.

«Ας ήταν να ‘χα μόνο μια στιγμή κοντά σου…».

Κι έτσι την αναζήτησε.

Άπλωσε τα νοερά φτερά του στους ανήλεους ουρανούς της απεραντοσύνης και την έψαξε. Όχι στο παρελθόν, όχι στο μέλλον. Ούτε στη ζωή ή το θάνατο, αλλά σ’ εκείνες τις μικρές ταπεινές στιγμές που είχε φυλάξει. Σ’ εκείνες τις μικρές στιγμές που μπορούσε να νιώσει ζωντανός ξανά.

Κι όταν την είδε πάλι, όταν ξανάκουσε το γέλιο της κι ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού της τότε κατάλαβε πόσο ανούσια όλα χωρίς κάποιον να μπορεί να την μοιραστεί.

Χωρίς τον παλμό της να δίνει ρυθμό στην καρδιά του, χωρίς την ανάσα της να κατακλύζει τα στήθη του. Πόσο ανούσια έμοιαζαν όλα χωρίς εκείνη.

Τέλος


Ρούλα Συγγούνα 🌹

Comments


bottom of page