"Πάσχα στο ασβεστωμένο σπίτι"
- ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
- Apr 17
- 3 min read

"Πάσχα στο ασβεστωμένο σπίτι"
Κάθε Άνοιξη, όταν άρχιζε να πρασινίζει η γη και να γεμίζουν τα δέντρα λευκά και ροζ άνθη, ήξερα πως πλησίαζε το Πάσχα. Η πιο όμορφη κι αγαπημένη εποχή του χρόνου. Η εποχή της αναγέννησης και της Ανάστασης. Και τότε, παίρναμε τον δρόμο για το χωριό. Ο πατέρας και η μητέρα πάντα σε ετοιμότητα, γέμιζαν το αυτοκίνητο με όλα τα καλούδια. Να μη λείπει τίποτα από το πασχαλινό τραπέζι και πάντα βασική μέριμνα του Θρακιώτη μπαμπά οι κασέτες με τα παραδοσιακά θρακιώτικα τραγούδια. Ήξερε την αδυναμία μας. Κι εγώ κι η αδερφή μου, από μικρές χορεύτριες στην Θρακική Εστία περιμέναμε πώς και πώς την αγαπημένη μουσική, τον ζωναράδικο και την παϊτούσκα.
Εκεί, στο παλιό, πέτρινο σπίτι της γιαγιάς Μαρίας, ζούσαμε κάθε φορά ένα μικρό θαύμα. Το σπίτι είχε ασβεστωθεί λίγες μέρες πριν φτάσουμε — η γιαγιά δεν άφηνε Πάσχα να μπει χωρίς να το κάνει να λάμπει, "για να το δει ο Χριστός όμορφο", όπως έλεγε. Το ασβέστωμα μύριζε καθαριότητα, όπως μύριζε και η αυλή με τον βασιλικό και τις πικροδάφνες. Τα υπέροχα λουλούδια του ανθόκηπου ήταν αυτά που θα στόλιζαν τον επιτάφιο του χωριού.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, μαζευόμασταν στην κουζίνα. Οι βαφές των αυγών έβραζαν στο κατσαρολάκι, και η γιαγιά μας μοίραζε αρμοδιότητες: «Εσύ Μαρία θα τα σκουπίσεις, εσύ Ευγενία θα τα τρίψεις με το λάδι, εσύ Σμαρώ θα διαλέξεις το πιο όμορφο κι εσύ Χρήστο θα τα στολίζεις στις όμορφες χρωματιστές αυγοθήκες». Το πιο κόκκινο αυγό, πάντα το κράταγε ξεχωριστό. Δεν το τσουγκρίζαμε. Ήταν του σπιτιού, φυλαχτό, που έμενε στο εικονοστάσι μέχρι το επόμενο Πάσχα. Σ’ αυτό το εικονοστάσι, στο μικρό δωματιάκι της γιαγιάς Μαρίας, διπλά στην κεντημένη «ΚΑΛΗΜΕΡΑ» υπήρχε πάντα άσβηστο ένα μικρό καντήλι. Τα πρωινά έβλεπα τη γιαγιά, να στέκει μπροστά και να κάνει την προσευχή της. Την άκουγα να τελειώνει με την ίδια φράση: «Παναγία μου φύλαγε τα παιδιά και τα εγγόνια μου».
Το βράδυ της Μ. Πέμπτης, παρακολουθούσαμε την ακολουθία των Παθών και καμαρώναμε που τα ξαδέρφια μας, ο Γιώργος κι ο Χρήστος, περιέφεραν τις εικόνες της Παναγίας και του Εσταυρωμένου, ενώ οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα. Μέναμε στην εκκλησιά ως τα ξημερώματα στολίζοντας τον επιτάφιο. Ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία αυτή. Ξετυλίγαμε, μικρά και μεγάλα κορίτσια, όλο το ταλέντο και τη φαντασία μας, για να γίνει επιτάφιος πιο όμορφος από τον περσυνό. Μα η πιο συγκλονιστική στιγμή ήταν, όταν η γιαγιά, γονατιστή μπροστά στην σταύρωση έψαλε το μοιρολόι της Παναγίας. Η φωνή της ράγιζε τις καρδιές όλων. Οι άνθρωποι του χωριού ήξεραν και περίμεναν αυτή τη μοναδική στιγμή. Την άκουγαν με βαθιά συγκίνηση, καθώς τα δάκρυα έρρεαν από τα μάτια όλων, γυναικών κι ανδρών.
Το πρωί της Μ. Παρασκευής, αν και είχαμε κοιμηθεί ελάχιστα, πηγαίναμε από νωρίς στην ακολουθία της Αποκαθήλωσης, αλλά βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής ήταν η αγαπημένη μου ώρα. Με τις ξαδέρφες μου κι όλα τα κορίτσια του χωριού στεκόμαστε δίπλα στον Επιτάφιο. Φορούσαμε λευκά ρούχα και κρατώντας λευκές κορδέλες, που ήταν πλεγμένες από τις ξύλινες στήλες του επιταφίου, ψάλαμε το «Γενεαί πάσαι» κι όταν έβγαινε η πομπή στον δρόμο, ακολουθούσαμε με ευλάβεια, κρατώντας κεριά και σκύβοντας, όταν περνούσε από πάνω μας. Δεν ξέραμε τότε τι ακριβώς νιώθαμε — μόνο ότι ήταν κάτι βαθύ, σιωπηλό και ιερό.
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, ντυνόμαστε καλά, παίρναμε τις λαμπάδες της νονάς και τρέχαμε με ενθουσιασμό στην εκκλησία. Ο πατέρας μας, ψηλός καθώς ήταν, έπαιρνε συνήθως πρώτος το Άγιο Φως και προχωρώντας προς την έξοδο του ναού όλοι άπλωναν τα χέρια τους ν’ ανάψουν τις λαμπάδες τους. Η Ανάσταση μάς γέμιζε λάμψη και χαρά. Μόλις ακουγόταν το Χριστός Ανέστη άρχιζαν οι αγκαλιές και τα φιλιά. Τσουγκρίζαμε αυγά έξω απ’ την πόρτα της εκκλησίας, γελούσαμε, μετράγαμε σπασμένα. Ο νικητής, πάντα, είχε ένα ραντεβού — να τσουγκρίσει με τη γιαγιά. Μόνο εκείνη μπορούσε να του πάρει τον τίτλο.
Και την Κυριακή… αχ, εκείνη η Κυριακή. Όλα τα παιδιά της γιαγιάς και τα εγγόνια, μια οικογένεια απλωμένη στην αυλή, βάζαμε τη σούβλα. Οι άντρες έκαναν το γύρισμα, οι γυναίκες ετοίμαζαν τα συνοδευτικά, και τα παιδιά — εμείς — γελούσαμε, τρέχαμε, τραγουδούσαμε και χορεύαμε παραδοσιακούς χορούς. Το μαγνητόφωνο στο παράθυρο έπαιζε, η γιαγιά κουνούσε το κεφάλι της ρυθμικά και σκούπιζε τα χέρια της στην ποδιά της.
Και κάπως έτσι, ζούσαμε Πάσχα — όχι σαν ημερομηνία στο ημερολόγιο, αλλά σαν γιορτή της καρδιάς, της μνήμης, της ρίζας. Κάθε χρόνο, μια ιστορία που έπλαθε τον εαυτό μας ξανά απ’ την αρχή.
Τώρα, όλα έχουν αλλάξει. Μα μέσα μου, το ασβεστωμένο σπίτι, η κόκκινη αυγοθήκη, το τραγούδι δίπλα στον Επιτάφιο, ζουν ακόμα. Κι αν κλείσω τα μάτια, μπορώ να δω τη γιαγιά Μαρία, να με φωνάζει από την αυλή, με μια ποδιά γεμάτη αυγά και μια καρδιά γεμάτη αγάπη.
Καλή Ανάσταση!!!
Μαρία Καραθανάση
Comments