top of page

Ο ύμνος της ψυχικής οδύνης🌹


ree

Τακ-τακ, τακ -τακ ακούγοντας τα βήματα της βροχής που οι στάλες σχηματίζουν φουντώνουν και της καρδιάς μου, πυρώνουν και με ζεματάνε σαν το σίδερο που σιγοκαίει πάνω στο καμίνι. Το φως φέγγει αμυδρά τις σκέψεις μου καρτερά αναμμένο για την ελπίδα, την αγάπη για την ζωή που δεν θα έρθουν ποτέ. Όλα μουντά και σκοτεινά τριγύρω επικρατεί σιωπή ούτε λαλιά να κόβει την αχρωμία. Ούτε ζεστή ανάσα να καλύψει την παγωνιά ούτε χάδι ανύπαρκτα συναισθήματα, να εμβολίσουν την ακινησία. Ακόμα και το άγαλμα ξεχασμένο σε μια πλατεία καθισμένο σε ένα ψυχρό μάρμαρο ακόμα και αυτό αναζητά το σεληνιακό άγγιγμα να λιμνάζει στα ακροδάχτυλα του, την καυτή αφή του ηλίου που το ζωντανεύει όρθιο το δροσερό φιλί της αναπάντεχης βροχής που κυλά επάνω του σαν αίμα. Ακόμα και αυτό και εγώ μήτε να μπορώ να ανασάνω. Μήτε να μπορώ να δω το ανθισμένο λιβάδι πίσω από τα διάσπαρτα βουνά. Θέλω να φύγω λέω μα κανείς δεν ανταπαντά μήτε θρόισμα μήτε κουνούπι στον αέρα για να νιώσω πως κάποιος είναι εδώ. Κάτι να σαλέψει κάτι να κινηθεί. Δεν υπάρχει τίποτα ούτε ο αντίλαλος δεν παίζει την βουβή μουσική του να παίξει λίγο από τις νότες που εξαπολύει η πονεμένη ψυχή μέσα στους τοίχους του γυμνού δωματίου. Και αυτός αζωήρευτος τον κατάπιε η σιωπή. Η σκιά τρεμοπαίζει στον τοίχο τα βαριά έπιπλα κινούνται από την αγκαλιά του φωτός. Η φωνή μου κοιμάται αναπαυμένη και αφημένη στις μουσικές χορδές με έχει ξεχάσει της μιλώ μα δεν μου μιλά λείπει! Λείπει και αυτή δεν έρχεται να μου πει ένα γλυκό τραγούδι για να αποκοιμηθώ ακούγοντας κελαιδίσματα!! Το μόνο που ακούω σπασίματα από χαμόκλαδα από τα ανθρώπινα ποδοβολητά τα νιώθω σαν τσιμπιά πάνω στο κορμί μου, δαγκωματιά στο λαιμό μου. Ξυπνώ και το ταβάνι παίρνει την σκυτάλη πλακώνει φέρνοντας την σκοτοδίνη της παραζάλης και όλα μεταμορφώνονται σε τέρατα ήμερα αλλά και άγρια. Ο καθρέφτης συνομιλά με το είδωλο κρυφοκοιτά με τα γυάλινα μάτια των σπασμένων δακρύων. Στάλες εύθραυστες κυλούν και χτυπούν τα κατατώγια της ύπουλης ψυχοφθοράς. Το κεφάλι γυρίζω για να μην αντικρίσω το θλιμμένο πρόσωπο το τυφλό σημείο του μηδέν. Πόδια ορθά και πεσμένα χέρια γυμνά και μουδιασμένα, τι να πιάσουν ότι και να είναι πάλι μετανιωμένα θα είναι. Παράθυρο η καρδιά δεν έχει ματιά ηδονίζει το σύνολο του έξω κόσμου κοιτούν να γραπώσουν την στιγμή χωρίς ώρα φτιάχνουν λευκές νύχτες και μέρες. Μέσα σε αυτό βρίσκεσαι και εσύ σε μια γωνιά, στο πάνω μέρος, στο κάτω μέρος, στην μέση. Τα πόμολα στροβιλίζουν την άγκυρα να ρίξουν για να πιάσουν το άγνωστο λιμάνι. Πανσέληνος ολογέμιστη φωτίζει τις γωνίες γυρίζει γύρω από τα πάντα άλματα γρήγορα και ασυναγώνιστα μετράνε τον χρόνο από τα μόνιμα ρολόγια οι δείκτες ακολουθούν τα στάσιμα τόξα. Το χάσιμο όμως του χρόνου τον νιώθεις πάνω στο σώμα σου να κυβερνά. Το σύστημα του μικρού δωματίου δουλεύει με τους δικούς του κανόνες και νόμους. Πετούμενες σκιές ακολουθούν τα χνάρια του. Η υποσκιώδης σελίδα λέει τα δικά της λόγια. Το μελάνι της νύχτας πέφτει βαρύ και οι αστερίσκοι διαβάζουν το δικό τους ποίημα. Το μικρό μπουκαλένιο άρωμα στην μικρή γωνία ελευθερώνει την πνικτηκότητα του. Κάθεσαι μπροστά στον καθρέφτη πιάνοντας την μεταλιζέ βούρτσα το έπαθλο του προσωπικού σου θρόνου. Ξεχωρίζοντας τις μακριές ριζικές σου γραμμώσεις με εκείνες που ισοφαρίζουν την σκέψη ανάμεσα στον εγκέφαλο του δικού του οικοδομήματος. Σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο. Πάνω στους παφλασμούς που σηκώνουν τα σεντόνια σε συνεπαίρνουν μακριά από το ποταμό της ορμής. Σπασμένα σκαλιά οι πλάκες των ρωγμών που ετοιμόρροπα βαδίζεις και πιάνεσαι από την ντουλάπα. Το γραφείο περιμένει το λόγο σου να πιάσεται κουβέντα. Το κοχύλι δίπλα στο κρεβάτι φυλάει τους θησαυρούς. Ο κόσμος του όλου ο κόσμος του μισού και ο κόσμος του τίποτα. Καθιστός στον πάτο πλέκεις πρωινές πλεξίδες τις φέρνεις ολόγυρα και δένεις πιο δυνατά τον κόμπο. Οι αισθήσεις πιάνουν τον απόηχο το δωμάτιο τις παίρνει και τις στέλνει πίσω ξανά. Τα κάδρα μάτια καρφωμένα που με κοιτούν και χάνομαι στο βλέμμα τους και βυθίζονται στις σκέψεις μου. Μόνιμοι φρουροί παραφυλούν. Ανοίγω το παράθυρο η μυρωδιά της άνοιξης κλεφτομπαίνει μια πράσινη απόχρωση ξεχύνεται παντού! Οι κλειδαρότρυπες χαμογελούν. Σιδερένιες φάτσες με κοιτούν κατάματα συντροφεύουν την μοναξιά μου. Κάθομαι στην όρθια καρέκλα και μαζεύω τα λουλούδια που ξεφυτρώνουν από την κάθε του γωνία, ο μικρός καφτήρας που τσουρουφλάει το κεφάλι μου λανσάρει το καινούργιο του ανθοκάπελο στεφάνι ολόκληρο φορεί στριφογυρίζει με δύναμη , δίνη μεγάλη πάνω στο κρεβάτι σέρνει μαζί και τα σωθικά μου. Πάνω στην κουρτίνα ανθίζουν οι κάτασπροι κρίνοι πέρα δώθε κουνιούνται στις νότες ζωής που εξαπολύει ο μυρωμένος άνεμος. Τα στόματα στα βάζα έχουν διάπλατα ανοίξει διψούν και αυτά για ζωή. Ακούς φωνές αλλά όταν κλείνεις το παράθυρο έρχονται οι ψίθυροι και σε τυλίγουν. Πέφτεις χάμου στα χορτάρια μπλέκονται τα πόδια χτυπούν το κρεβάτι να πάει πιο ‘κει να μην σου πιάνει το χώρο πιάνεις τα κλαδιά της ντουλάπας και τα στολίζεις με ποιήματα. Κύκνοι λευκοί επιπλέουν δίπλα στα πανοσέντονα σαλπάρεις μαζί τους χτυπούν τα φτερά τους με δύναμη σαν να θέλουν να ελευθερωθούν από την νερένια βάση τους και να πετάξουν προς το χείλος του ουρανού που δυστυχώς ακουμπάει το τσιμεντένιο ταβάνι και ξαναεπιστρέφει κουρνιάζοντας. Ακουμπώ το μάγουλο στον τοίχο καίγομαι από την ζεστασιά του έτοιμο και αυτό να εκραγεί. Ανθοστόλιστη μορφή έρχεται και μου πιάνει το χέρι και το άρωμα εκπέμπεται παντού![σε ευχαριστώ για το άρωμα της ψυχής σου ]μου είπε. Ανοίγω το παράθυρο και μπαίνει η πυρκαγιά το κόκκινο δωμάτιο φλέγεται δεν πιάνω τους τοίχους θα καώ! Το κρεβάτι σπιρτόκουτο. Κάθομαι στη ζεματιστή καρέκλα λιώνω στην λάβα του πατώματος πέφτω και κυλιέμαι στην φωτιά τα κλαδιά της ντουλάπας σπάσανε σε κομμάτια οι φωνές ξεσήκωσαν τον κόσμο καίγονται και αυτές. Τα πουλιά μαζεύτηκαν άπυρα δεν χωρούν στο κρεβάτι πετάνε τριγύρω άλλα έφτιαξαν φωλιά στον μικρό καφτήρα άλλα στο πόμολο της πόρτας, άλλα στην τρύπα που ξεπετάγεται κάτω από το κρεβάτι. Τα λουλούδια της κουρτίνας σκορπίστηκαν απλώθηκαν ολόγυρα τα πουλιά άρχισαν να φέρνουν πέτρες, η λίμνη του καθρέφτη άρχισε να ξεπροβάλλει λίγο –λίγο ο βυθός της κουρτίνας ολοένα και μεγάλωνε μέχρι που βρέθηκα να κολυμπώ. Έκανα βουτιές και οι φωνές θόλωναν το νερό έβγαινε από το παράθυρο και η πυρκαγιά ξαναζωντάνευε μια μορφή μου έπιασε το χέρι κρατούσε ένα μαντήλι και με αποχαιρετούσε [σε ευχαριστώ για την δροσιά σου]μου είπε. Άνοιξα ξανά το παράθυρο και το αγιάζι μου πήρε την ανάσα, κάθισα στην σπασμένη καρέκλα πια κάποιος τις θέρισε τα πόδια η θλίψη του καθρέφτη διακρινόταν η μήπως ήταν η δική μου; Όλα τα πουλιά μαζεύτηκαν πάνω στον καφτήρα μην τυχόν και ζεσταθούν. Σηκώθηκα λίγο βιαστικά ήθελα να νιώσω τα ξερόφυλλα καφέ και σταχτιά τα κλαδιά της ντουλάπας έγερναν προς τα κάτω. Κοίταγαν να τρυπώσουν ανάμεσα από το φυλλώδης στρώμα να γλυτώσουν από την μουντάδα του καιρού. Τα λουλούδια μαράθηκαν ένα-ένα τα φύλλα ξεκοκαλίζονταν από όλο το μερόνυχτο αναμένοντας το ψυχρό χέρι να τα αφυπνίσει. Πήγα στο γραφείο κάθισα κοντά του που ήταν ξεχασμένο εδώ και μέρες οι φωνές του κόσμου σε ξεκούφαιναν έπιασα την πένα και βούλωσα τα αυτιά μου. Η μοναξιά επανήλθε είχε χαθεί για λίγο μα με θυμήθηκε πάλι. Κοίταξα τον τοίχο μια μορφή με ένα δρεπάνι στο χέρι εμφανίστηκε. [σε ευχαριστώ για την φιλοξενία σου]Μου είπε. Το άνοιξα πάλι και το έκλεισα αμέσως παγωνιά ρούφηξε ο αέρας μου. Σκοτοδίνη και μελαγχολία κατέκλυζαν το άμοιρο δωμάτιο. Κάθισα στην παγωμένη καρέκλα ανατρίχιασα ολόκληρη! Τα πουλιά είχαν πετάξει μακριά χάθηκαν για πάντα τα καλούσα μα απάντηση δεν έπαιρνα με βαρέθηκαν και αυτά. Το χιονισμένο πάτωμα γλιστρούσε περπατούσα και απότομα έπεφτα κάτω. Τα κλαδιά μαχαίρια είχαν γίνει σου έτρωγαν τα χέρια τα λουλούδια πέθαναν από το κρύο, τραγουδώ εις μνήμη τους. Το νεκρό δωμάτιο φέρετρο ήταν πια που κουβαλούσε τα άψυχα. Τα συναισθήματα πικρά φαρμάκι στα χείλη έψελναν τα λόγια της παρηγοριάς. Ο καφτήρας μόνο έκαιγε και η δίνη του γιγαντιόταν μαζί και η ψυχή σου ακολουθούσε. Νόμιζες πως ήταν διέξοδο από την μόνιμη φυλακή σου η λίμνη του καθρέφτη χόντρυνε από πάγο, η στοά του ταβανιού σε καταπλάκωνε. Πώς να ξεφύγεις; Πως μπορεί το πουλί να μην ξαναπάει στην φωλιά του; Πως γίνεται το ψάρι να ζήσει έξω από νερό; Πως ο ήλιος να μην κρύβεται πίσω από τα βουνά; Πως η κακομοίρα η ψυχή μπορεί να ελευθερωθεί χωρίς να την κυκλώνει η τετραγωνία ενός δωματίου; Μια σκιώδης φιγούρα εμφανίζεται στον τοίχο γλυκιά με ξανθιά μακριά κόμη[σε ευχαριστώ για την δύναμη της ψυχής σου]μου είπε. [μην φεύγεις] φώναξα. Αλλά μάταια. Άρχισα να σπάω τον πάγο το νερό φάνηκε, από κάτω είδα την αντανάκλαση μου χαρούμενη μου φάνηκε άρχισε να κελαρύζει. Ο ήχος προσκαλούσε τα πουλιά που μαγνητίζονταν δυο στέκονταν πάνω στα δυο μου χέρια άλλο ένα στο κεφάλι μου, ο καφτήρας έσβησε από το φτερούγισμα τους οπότε η δίνη σταμάτησε. Έπιασα τα λουλούδια τα πότισα με το ύδωρ του στόματος μου αναστήθηκαν αμέσως. Έβγαλα χώμα από το χρώμα της ντουλάπας και το έστελνα στις ρίζες του μεγάλες πρασινάδες ξεπετάχτηκαν! Ξεκίνησα να ψέλνω τον ύμνο της ψυχικής οδύνης που μετατράπηκε σε εκείνον της χαράς. Οι φωνές μεταλλάχθηκαν άκουγα γελαστούς σκοπούς παντού! Ο κόσμος άλλαξε έγινε ομορφότερος, γαλήνιος, και ευπρόσδεκτος. Τα αισθήματα ξαναγεννήθηκαν οι αισθήσεις μάζεψαν τις σταγόνες της ανθισμένης ζωής, τράβηξα την κουρτίνα και ένας ολόκληρος κήπος έκανε την έλευση του. Η καρδιά μου ταρακουνάτε άλλαξε νότες τραγουδώ, ψέλνουν τα χείλη καινούρια τραγούδια. Σκύβω και γράφω στην πόρτα [ελευθερία σου ανήκω] η δίδυμη αδελφή μου, μου έπιασε το χέρι σφιχτά τα πουλιά φτεροκοπούσαν η πόρτα άνοιξε τα γράμματα σβήστηκαν σαν να μην πέρασα ποτέ λέγοντας[αντίο σκλαβωμένο μου δωμάτιο, αντίο παλιά μου ψυχή] και έτσι ξαφνικά χάθηκα ο ουρανός με λύτρωσε καλώς ήρθες νέα μου ζωή.


Γερασιμούλα Παναγιωτοπούλου 🌹

Comments


bottom of page