top of page

⚡Ο ΦΕΛΟΣ ΧΡΙΖΕΤΑΙ ΘΥΡΕΟΣ⚡

Ὀρθώνεται ψυχρὸς ὁ θυρεός,

ως μεγαλόπρεπο οἰκόσημο,

μάρτυς τῆς θύραθεν ζωῆς σου,

πὰ στὴ βαριὰ καστρόπορτα τῆς ζήσης σου,

ὅπου νεφέλες ξετυλίγουνε τὰ ἑωθινά τους πέπλα

καὶ καβαλάρης νιός ὁ γιὸς τῆς μέρας ποὺ ξυπνάει.

 

Ἄνοιξε τὴν παλάμη του ὁ Θεός

και ὅση γῆ ἐχώρεσε στὴ χούφτα του

γένηκε τοῦ Παράδεισου φιλί∙

ὁ τόπος μου.

 

Μιὰ παπαρούνα τῆς Λαμπρῆς,

τῆς ἄνοιξης λευκὴ ἀνεμώνα,

τοῦ φθινοπώρου ἄγριο κυκλάμινο,

κοτσύφι παγωμένο στὴν ἐνέδρα τοῦ χειμῶνα.

 

Ξερακιανοὶ ψαρᾶδες τῶν νησιῶν,

ἠλιοκαψαλισμένοι,

ἂν στύψεις τὸ λιπόσαρκο κορμί τους,

ἀντὶ γιὰ αἷμα ἁρμύρα θὰ σουρώσεις.

 

Ἔχουν τὴν ὄψη τοῦ γαρμπῆ

στὸ στόμα λόγο ἀστραπή

καὶ στὴν ἐβένινη ματιὰ φωτοβολίδες τοῦ Αἰγαίου.

 

Τὰ ὄνειρα ξεχάσαν τ΄ ὄνομά τους,

οἱ λεῦκες γίνηκαν ἀντένες τ΄ οὐρανοῦ,

χείλη σφιχτά τήν καλοσύνη ἁλυσοδένουν

τρυγμοὶ δοντιῶν μικρῶν παιδιῶν

λυμένα χέρια πόδια στοῦ Μορφέα τήν αἰώρα,

σὰν σχολικὴ ἐκδρομὴ ἡ ζωή

χωρὶς ἐπιστροφή.

 

Κι ἕνας Προκρούστης μοχθηρός

νὰ πετσοκόβει σὲ μακάβριο κρεβάτι

ὅση χαρὰ περίσσεψε ἀπ΄ τὰ χαμόγελά σου.

Κοιλάδα νάρκισσων ὀστᾶ σπαρμένη,

χαρὰ πληγωμένη,

στὰ τραύματα τῆς θλίψης σου νὰ σκύψεις.

 

Γίναν οἱ θύμησες σεντόνια ἁπλωμένα σὲ σχοινί

νὰ κονταροχτυπιοῦνται

μὲ τὸν ἄνεμο τῆς λήθης.

Μαραίνεται τὸ χέρι τοῦ ξεριζωμού της μνήμης.

 

Ροβόλαγες στὰ κατηφορικά

τ΄ ἀνήλιαγα στενὰ σοκάκια σήμερα

μὲ τὰ πλατύσκαλα μπρὸς στὶς μουγγὲς τὶς πόρτες,

σμῆνος οἱ μέλισσες τρυγοῦσαν μπουκαμβίλιες,

τὸ γέλιο ἀπ΄ τις θύμησες ἠχοῦσε,

μόλις σέ κοίταξε ὁ γιαλός

σὰν τὶς κραυγὲς τῶν ἀσημόγλαρων καταδρομέων

ποὺ κρώζουν λυπημένοι,

ὅταν τὴ μοναξιά τους δὲν ἀντέχουν.

 

Μέρα ξανθομαλλοῦσα,

κόρη τῆς ἴριδας

στὸ μάτι της εὐδίας,

οἱ ὧρες πέταξαν φιλίζια,

οἱ μέρες μας ξεφλουδισμένοι σπόροι

κι εἶμαι πάνω στοῦ πέλαγου τὴ ράχη,

θωπεύοντας δελφίνια ἀναμνήσεων

καὶ στὶς γοργόνες ν΄αποκρίνομαι

πὼς ζεῖ καὶ βασιλεύει

ὁ φελός.

 

Ζοῦμε σὲ χρόνια πού

ὁ φελὸς χρίζεται θυρεός

ἐν παρατάξει καὶ πομπή.

 

Μεσημεριάζει

κι ὁ ἥλιος τοῦ Μαγιοῦ

φλουριὰ μοιράζει,

τῶν πειρατῶν στη Μπαρμπαριά

τὰ σκοτεινὰ τ΄ ἀμπάρια

μπαρουτιάζει

μπαρ μπαρ μπαρ.

 

Πῆραν οἱ διαμαντόπετρες φωτιὰ

μαργαριτάρια καὶ χρυσάφια ‘στραφτερά

πυρπόλησαν τ΄ανίκητα σκοτάδια.

 

Ὄχι ὁ κόσμος δὲν τελείωσε.

Σήμερα κάτι ὄμορφο ἀρχίζει.

Πρὸς τὰ ἐδῶ φυσάει αἰωνιότητα.

 

                

Γλωσσάρι:

Θυρεός: ἐπίσημο ἔμβλημα κράτους, δυναστείας ἢ ἀριστοκρατικῆς οἰκογένειας συνήθως σὲ σχῆμα ἀσπίδας μὲ διάφορες παραστάσεις.

Εὐδία: καλοκαιρία μὲ ἥλιο

Φιλίζι: νεαρὸ καὶ τρυφερὸ βλαστάρι δέντρου

 

Εύα Αρβανίτη-Μιχαλοπούλου

Comments


bottom of page