top of page

Μιλάει μόνο η καρδιά ❤️


ree

Μ’ ένα ταξίδι αληθινό, συνάντηση στον ουρανό. Κοιτώντας τον δικό μου φτερωτό θεό, ψιθύριζα «και τώρα οι δύο μας, βρε αγάπη».

Μου άρεσε να πετάω. Τ’ όνειρό μου έγινε αγάλι αγάλι. Αεροσυνοδός. Ακούγεται εύκολο. Θα σας απογοητεύσω, μα εγώ επέλεξα τα σύννεφα, να γίνω ένα με τ’ αγέρι. Κοιτούσα τους αετούς όταν ψηλά πετούσαν. Τους σύγκρινα μ’ αεροπλάνα. Η απόφαση τόσο δύσκολη, όσο και η επίγνωση της καθημερινότητας. Ξενύχτια για τις ξένες γλώσσες, άγχος διατροφής, άγχος ύψους, όλα όσα θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στα ταξίδια για συναντήσεις με τους λευκούς αγγέλους. Στο γυμνάσιο τα ‘λεγα προβατάκια. Στο λύκειο αγγελάκια. Στην πραγματικότητα ματώνεις ν’ αγγίξεις τα όνειρά σου. Η αισθητική ήταν ο δύσκολος δρόμος της φιλοσοφίας για το ωραίο. Αν το έχεις, είσαι "συν" στα προσόντα. Στα "καλά" της κοινωνίας μας συγκαταλέγεται κι αυτό.

Φόρεσα τη στολή μου. Κομμένη ραμμένη στα μέτρα μου. Το χαμόγελο μου μεγαλύτερο και πιο λαμπερό κι απ’ τη διαφήμιση γνωστής οδοντόκρεμας.

Πρώτη πτήση, Ισπανία. Να τα και τα ρομαντικά λατινογενή μέρη. Για το πτυχίο βασανίστηκα. Γνωριμία με τους πιλότους και τους συναδέλφους μου. Όμορφοι άνθρωποι με εμπειρία χρόνων. Η μικρή της παρέας εγώ. Η στιγμή της απογείωσης ήχησε στ’ αυτιά μου σα μελωδία βιολιού. Οι ώρες πτήσεις πέρασαν εύκολα, με λίγες αναταράξεις και την αδρεναλίνη στα ύψη. Όλος ο κόσμος, τα νησάκια, οι πόλεις, στα πόδια μου…

Αχ, βρε μαμά, ας ζούσες να με δεις.

Οι σκέψεις διακόπηκαν. Θα προσγειωνόμασταν και θα συναντιόμασταν όλοι στο λόμπι του ξενοδοχείου, λίγο πιο μακριά από το αεροδρόμιο. Ένα ποτό, φαγητό, λίγη ξεκούραση και πάλι πίσω. Συνεπαρμένη από την εμπειρία, συμφώνησα. Σκέφτηκα ότι ποτέ δε θα έκανα οικογένεια, η ζωή μου θα ήταν οι πτήσεις.

Άφησα τις θλιβερές σκέψεις. Ένα γρήγορο ντους, απλά σπορ ρούχα, το άρωμα μου και στο ασανσέρ.

Της μοίρας το γραμμένο; Εγώ και ο αγενής που κόντεψε να σπάσει το δάκτυλο μου πατώντας το μηδέν στον πίνακα. Ας μην ενοχληθώ, τι νόημα θα έχει. Το ασανσέρ έσβησε και σταμάτησε.

«Όχι, Θεέ μου! Μαμααά!» φώναξα πριν χάσω τις αισθήσεις μου. Έτσι είχε φύγει απ΄ τη ζωή, καρδιακή προσβολή μέσα στο ασανσέρ.

Ο μελαχρινός Ισπανός μ΄ έπιασε πριν πέσω κάτω. Ψιθύριζα ακατάπαυστα κι ούτε κατάλαβα πότε βρέθηκα πάλι στο δωμάτιο μου, με τον γιατρό και τον γοητευτικό Ισπανό να με κοίτα ανήσυχος.

Ένα ψιθυριστό τηλεφώνημα κι αργότερα ένα ελαφρύ γεύμα, με βοήθησαν να συνέλθω και ψυχολογικά.

«Με λένε Μαουρίσιο».

«Με λένε Άντζελα».

Ξάπλωσε δίπλα μου με τα ρούχα. Δε γδύθηκε κανένας, μόνο χέρια ενωμένα, δάκτυλα σφιχτά πιασμένα, μάτια καρφωμένα, ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Ώρες χωρίς να μιλάμε καν. Τα χείλη μας ενώθηκαν με απόγνωση, αλλά χωρίς να δοθεί συνέχεια.

Ήταν πιο δυνατό κι από έρωτα. Χάραζε και η αγωνία ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό μου. Άραγε θα ξαναβλεπόμασταν ποτέ;

«Estás casado?» (είσαι παντρεμένος;) ρώτησα μ’ αγωνία…

«No, no estoy casado, mi amor!»

Γελούσε μ’ όλη του την ψυχή, σα να γνώριζε πως θα ξαναβρεθούμε! Θα έσπαγε η καρδιά μου. Ήμουν καταραμένη ˙ έτσι έχασα τη μητέρα μου, από καρδιά, όπως τον πατέρα μου παιδί.

Κατέβηκα από τη σκάλα, πολλούς ορόφους, ο ίδιος, χαμογελαστός απ’ το ασανσέρ. Μ’ αγκάλιασαν και οι τρεις συνάδελφοι.

«Μας τρόμαξες!», είπε ο Πέτρος, «αλλά ο Μαουρίσιο μας ενημέρωσε πως είσαι καλύτερα».

«Δηλαδή, τον ξέρετε;»

«Φυσικά, πρώτη φορά ερχόμαστε;», έβαλαν τα γέλια.

«Εσύ όμως θα πέρασες ζάχαρη, αν κατάφερες τον περιζήτητο Ισπανό εργένη ιδιοκτήτη, Μαουρίσιο Ντεκάστο, να σε φροντίσει...» μουρμούρισε χαμογελώντας η Νίνα.

«Ιδιοκτήτης; Εγώ… εγώ νόμισα πως απλώς εργαζόταν εδώ, έτσι κατάλαβα τουλάχιστον» τραύλισα σα χαζή δεκαεφτάχρονη.

Ο Ισπανός θεός μου, με φίλησε στα χείλη με τόση απαλότητα και ηρεμία, που ένιωσα να χάνομαι…

«Καλό ταξίδι» μου ψιθύρισε ισπανικά στ’ αυτί, «θα τα ξαναπούμε».

Έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου. Ήμουν για λύπηση. Πρώτο επαγγελματικό ταξίδι. Πρώτη μου βάρδια και ερωτεύθηκα έναν στην άλλη άκρη της γης. Και τώρα τι; Η ζωή συνεχίζεται. Άντζελα ξύπνα!

Πέρασε ένας μήνας. Ταξίδια σ’ άλλα, μακρινά μέρη. Στο ίδιο μοτίβο, αλλά με την διάθεσή μου στα τάρταρα. Επιτέλους ρεπό σήμερα κι αύριο. Καιρός ήταν να ξεκουραστώ. Αν με άφηνε και το κουδούνι που χτυπούσε... Η πόρτα άνοιξε και μπροστά μου ο Μαουρίσιο, να νιώθω πάλι ότι θα λιποθυμήσω από το μαγικό άρωμά του.

«Μαουρίσιο!» φώναξα δυνατά.

«Vine por ti, mi amor!» (Ήρθα για σένα, αγάπη μου!)

Έξι μήνες αργότερα…

Το ξενοδοχείο γεμάτο τουρίστες και η ζέστη δεν επέτρεπε πολλές βόλτες. Ο άντρας μου έτρεξε στην κουνιστή πολυθρόνα μου, χαϊδεύοντας την κοιλιά μου. Με τα σπαστά ελληνικά του, ακούστηκε σ’ όλο το λόμπι.

«Εδώ είναι τα κορίτσια μου!»

Σε λίγο καιρό θα γεννούσα. Θα ξαναπετούσα, έναν χρόνο μετά.

Το κοριτσάκι μας θα γεννιόταν και θα μεγάλωνε με δύο υπέροχους γονείς. Από έρωτα. Από αγάπη. Από δύο ζωές.

Όταν μιλάνε οι ψυχές, σωπαίνει όλο το σύμπαν.

Εύα Αλιβιζάτου 🌹


Comments


bottom of page