top of page

"ΙΡΙΔΑ"

« Ίριδα »

«Είναι ξεβράκωτη!».

Έτσι δε λέει ο κόσμος για κάθε γυναίκα, προσβλητικά; Απαξίωση για τη φτώχεια. Δηλαδή, να τ’ αναλύσω πρώτα σ’ εμένα και μετά στους υπόλοιπους˙ "ξεβράκωτη" σημαίνει κυριολεκτικά η φράση «δεν έχω βρακί να φορέσω». Μαριλού, λέω στον εαυτό μου, βρακί έχεις, μα τι σημασία έχει αν είναι φθηνό ή ακριβό; Καθαρό είναι, αυτό αρκεί.

Στέκομαι όρθια στο ταμείο του κυρ Τάσου που εργάζομαι.

Ο κυρ Τάσος ήταν η σωτηρία μου, όταν βούλιαξα στην απόγνωση και ήταν το ήθος του αυτό που θα πρέσβευε κάθε πατέρα.

Διακόπτονται οι σκέψεις μου.

Η αλήθεια είναι ότι με κόβει το βρακί.

Αν δεν είναι της προκοπής σπάνε τα λάστιχα εύκολα, χαλάει και στο τέλος όντως μένεις ξεβράκωτη.

Γι’ αυτό άλλωστε δεν με παράτησε και ο Κωστάκης; Επειδή ήμουν η ξεβράκωτη. Γουστάρισε άλλη, που δεν ήταν και χωριάτισσα.

Γιατί και όμορφη είμαι, καλό κορίτσι λένε είμαι και τον μισθό μου τον έχω...

Εξακόσια ολόκληρα ευρώ!

Για πήγαινε βρες τα σήμερα. Κάθε πρωί ξυπνώ στις έξι. Νίβομαι για να ξυπνήσω, πλένω τις τσίμπλες από τα ματάκια μου, ξεβουλώνω τον νεροχύτη. Είναι μήνες τώρα που προσπαθώ να μαζέψω τα λεφτά για υδραυλικό, δε βαριέσαι… Υπήρχε λόγος που δεν τα κατάφερα.

Βάζω τα λερωμένα ρούχα μου στη λεκάνη να μουλιάσουν. Ώσπου να γυρίσω, θα θέλουν μόνο ένα ξέπλυμα και άπλωμα. Πλυντήριο δεν έχω. Ονειρεύτηκα μια φορά ότι ήμουν παντρεμένη με τον Κωστάκη και είχαμε πλυντήριο. Δεν ήξερα πως λειτουργεί και χάζευα τα κουμπιά σαν μαγεμένη.

Είχε έναν ήχο, κελαηδούσε όταν ξεκινούσε την πλύση, ο κάδος να γυρίζει σαν τρελός, να χτυπά τα ρούχα με μανία κι έπειτα ν’ ανοίγεις την πόρτα του και να τ’ απλώνεις μυρωδάτα.

Όταν ξύπνησα, αναστέναξα κι έριξα σκόνη απορρυπαντικού στη γαλάζια λεκάνη.

Βλέπεις, τα σουσάμια από το φούρνο του κυρ Τάσου κολλούσαν πάνω μου σαν ψείρες.

Μπλούζα, ποδιά, ακόμα και μέσα στα μαλλιά μου.

Θλιμμένη, σκέφτηκα ξανά τον προδότη Κωστάκη.

Όχι, δε θα τον κατηγορήσω για τίποτα...

ούτε για την κατάντια μου.

Τον αγάπησα και τον πίστεψα.

«Να σπουδάσεις», μου έλεγε η μάνα μου, αγλύκαντη όλη τη ζωή της. «Να τα βγάλεις πέρα», μου έλεγε ο πατέρας μου… Αζάπης, μες στην ταλαιπωρία, τι να ονειρευτεί κι αυτός…

Κι έτσι σπούδασα.

Λογίστρια.

Χαράς ευαγγέλια και πήρα το πτυχίο και το κρέμασα στον τοίχο.

Σαράντα ευρώ τζάμι και κορνίζα.

Χαμένα πήγαν.

Στο νησί λίγα τα περιθώρια για προσλήψεις και οι υπάλληλοι παλιότεροι.

Αν ήσουν και λίγο τυχερή, έπαιρνες τη θέση τους όταν θα έβγαιναν στη σύνταξη.

Σαράντα έτη εργασίας, για να την απολαύσουν.

Άλλο μεγάλο, τραγελαφικό πρόβλημα της εποχής μας. Φτάνεις αισίως στα εβδομήντα για να πηγαίνεις στο τραπεζικό μηχάνημα ανάληψης, να παίρνεις τον κόπο μιας ζωής… Πως φτάνεις μέχρι εκεί;

Με το "Π".

Αυτό το σιδερένιο μαραφέτι που κρατιέσαι από δαύτο σαν να κρέμεται όλη σου η ζωή από μια κλωστή.

Ευτυχώς βρέθηκε μπροστά μου ο φούρνος του κυρ Τάσου, να με προσλάβει μετά το φευγιό του Κωστάκη.

Η δουλειά δεν είναι ντροπή Μαριλού.

Οι πελάτες δύσκολοι κάπου κάπου, όχι ψωμί πολύ ψημένο, όχι χωρίς σουσάμι, μαύρο, άσπρο, ολικής. Αγάντα Μαριλού.

Εσύ τα φταις Κωστάκη.

Πουρνό πουρνό πήρες το καράβι για την πρωτεύουσα... ένα γράμμα, δυο κουβέντες.

Θα έβρισκες την τύχη σου στο εργοστάσιο που ήταν εργάτης ο ξαδέρφος σου.

Μεγάλη αλλαγή, είπα ειρωνικά... ας δάγκωνα τη γλώσσα μου.

Τον λιγουρεύτηκε η κόρη τ’ αφεντικού. Εργοστάσιο με χαρτιά υγείας, χαρτοπετσέτες, διάφορα παρόμοια, οδοντογλυφίδες και καλαμάκια του καφέ. Θ’ άφηνε την ευκαιρία να λιγδώσει το αντεράκι του;

Παντρεύτηκε την Αθηναία τελικά... και η Μαριλού ξεχάστηκε, με την ψυχή ανταριασμένη.

Δόξα τω Θεώ να λέω ─ μην γκρινιάζω ─ μισθός καλός, είπαμε, 250 ενοίκιο, 100 ρεύμα και νερό, μένουν 250 για φαγητό... για τη γλυκιά μου κόρη κι εμένα. Βλέπεις Κωστάκη, ακόμη κι αν τρώω τα ζαχαρόψωμα, παλεύω να μη λείπει τίποτα στην κόρη μας. Στην κόρη μου δηλαδή.

Στην μικρή μου Ίριδα, την κόρη των ματιών μου, όπως της έλεγα. Μπορεί να ζούσα στο νησί μου, μα όλοι με σέβονται. Ποτέ δεν είπε κακή κουβέντα κανένας τους. Κυρία με ανέβαζαν, κυρία με κατέβαζαν. Όσο για την Ίριδα, μοναδική φορά που την κορόιδεψαν σχολείο για τα φθηνά παπούτσια της, την επομένη μέρα πήγε χαμογελαστή με τ΄ ακριβότερα.

H σκληρότητα των παιδιών μεταξύ τους ξεκινά απ’ την μικρότερη ηλικία, τότε που πλάθεται ο χαρακτήρας τους σαν ζυμαράκι. Οι γονείς είναι αυτοί που δίνουν στο παιδί αξίες, συμβουλές. Χαλάλι ο νεροχύτης, ας μείνει έτσι για πάντα.

Ο καιρός περνούσε, τίποτα δεν άλλαζε, ώσπου αρρώστησε η δασκάλα της μικρής κι έτσι η Ίριδα βολεύτηκε παρέα μου στο φούρνο, να ζωγραφίζει τα δικά της όνειρα. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην ήξερε. Στα παιδιά πρέπει να λέμε πάντα αλήθεια.

Μα η συμφορά πάντα με κυνηγά, κοινώς μαλακομαγνήτης λέγεται αλλιώς.

Γι’ αυτό και εκείνη την ημέρα επέλεξε η κυρία Σωτηρία, η μαμά του Κωστάκη, να πάρει ψωμί.

Στολισμένη λατέρνα με τα χρήματα της νύφης...

Αχ, αυτές οι λίγες πεθερές, που αν δεν έχεις λεφτά είσαι σκουπίδι. Ήμουν η ξεβράκωτη... για την κυρία Σωτηρία. Τίποτε δεν άλλαξε και πανηγύρισε όταν έφυγε ο λεβέντης της.

Αναρωτιέμαι πως θα ‘ταν ο κόσμος χωρίς κακές πεθερές. Δεν είναι πολλές, αλλά ο Θεός να σε φυλάει αν σου τύχει. Παρεξηγημένες είναι. Ότι δε χάρηκαν, το διεκδικούν μεσ’ από τα παιδιά τους. Φανταστείτε ζευγάρια ευτυχισμένα, πεθερές που δεν ανακατεύονται, εγγόνια χαρούμενα, όμορφες οικογενειακές στιγμές, αλλά και νύφες εξίσου καλές.

Η Σωτηρία με αγνόησε, δίνοντας παραγγελία στον κυρ Τάσο και με φωνή βροντερή, ν΄ ακούω κι εγώ, εκθείαζε τον κανακάρη της. Τελικά ήρθε η στιγμή, έσταξε το δηλητήριο της.

«Κόρη σου είναι; Σε ποιον μοιάζει; Πατέρα έχει, για είναι ξώγαμο;»

«Καλημέρα και σ’ εσάς, κυρία Σωτηρία. Αυτή είναι η Ίριδα και ναι, ίδια ο μπαμπάς της. Ευτυχώς μόνο που δεν του πήρε τίποτε άλλο».

Η Ίριδα ξεκαρδίστηκε στο γέλιο και κελάηδησε, σαν μικρό χελιδονάκι.

«Μαμά, να ζωγραφίσω την κυρία με τα μαλλιά σαν κουνουπίδι;»

Ο κυρ Τάσος γλίτωσε το εγκεφαλικό, καλημερίζοντας τη Σωτηρία, μα πριν φύγει, της έδωσε μια τσικουνιά, σαν κι αυτές που όταν σε πάρει η βέργα πονάς για ώρες.

«Εσάς, κανένα παιδάκι έκανε ο λεβέντης σας;»

Η Σωτηρία μόνο σωτηρία δεν είχε τώρα. Έχασε το χρώμα της.

«Όχι, θα κάνει, νέος είναι ακόμη κι αν δεν κάνει, σίγουρα αυτή θα φταίει».

Έδωσε τη νύφη της στεγνά, αυτήν που μέσω του γιου της, έστελνε τα εμβάσματα, για τα λούσα και τα κομμωτήρια.

Συγκινήθηκα με το αφεντικό μου... Αγαπούσε την κόρη μου σαν εγγόνι του… Πάντα να την προστατέψει, κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Την τρατάριζε τα πιο φρέσκα απ’ το μαγαζί, για το σπίτι, διακριτικά, μ΄ ευγένεια.

Για μέρες η στενοχώρια ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου και δεν διέφυγε από τον κυρ Τάσο. Πως θα ξεφύγει από τούτο τον κόσμο; Με τι χρήματα θα τη σπουδάσω; Θα βλέπει και αυτή κάθε μέρα την κυρία Σωτηρία πίσω από ένα ταμείο να την ειρωνεύεται; Αχ, ρε ζωή ρημάδα, δώσε κίνητρα στους νέους. Η θλίψη μου ήταν ολοφάνερη.

Έτσι, κάποια μέρα, παραμονή των γενεθλίων της κόρης μου, σοβαρός, άφησε στα χέρια μου έναν λευκό φάκελο, σαν το χιόνι.

«Άνοιξε τον οπότε μπορέσεις και δε θα συζητήσουμε γύρω απ΄ αυτό».

Μάλιστα Μαριλού, σκατά να φας Κωστάκη. Μ’ απολύει προφανώς, τρέχα γύρευε... Τα χέρια μου έτρεμαν σαν μικρού παιδιού. Άνοιξα τον φάκελο με φόβο. Συμβόλαια, λογιστικά έγγραφα, συμφωνητικό, χαρτιά, χαρτιά...

«Σε δύο μήνες βγαίνω στη σύνταξη. Σου μεταβιβάζω τον φούρνο κι αφήνω μέρισμα στην Ίριδα για σπουδές».

Όχι. Σίγουρα έχει την κακιά αρρώστια, αλλιώς για ποιον λόγο να μου χαρίσει ότι έχει και δεν έχει; Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι; Η τηλεόραση λέει πως στις μεγάλες πόλεις τόσα και τόσα γίνονται μεταξύ εργοδοτών και υπαλλήλων.

«Μη φοβάσαι, δεν θα πεθάνω! Εδώ θα τριγυρίζω, μόνο να μ΄ αφήνεις να τη βλέπω, να 'μαι ο παππούς της».

Όλος ο κόσμος ένας παράδεισος. Η κόρη μου θα έχει τα πάντα. Όλα όσα αξίζει.

Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα από στόμα σε στόμα. Η δουλειά άνοιξε πιο πολύ, τα λογιστικά ήταν ευθύνη μου και μια νέα υπάλληλος πήρε τη θέση μου. Προστέθηκε ένα υποκατάστημα και έγινα αυτό που λένε, επιχειρηματίας.

Σε άλλα νέα... Ο Κωστής χώρισε. Βλέπετε, τα χρήματα δε φέρνουν την ευτυχία, απλά κάνουν τη ζωή μας καλύτερη. Φέρνουν την ευχαρίστηση, την προκοπή και την καλοπέραση. Αρκεί να τα σεβαστείς. Τότε θα στο ανταποδώσουν. Τα χρήματα σου τελειώνουν όταν είσαι άπληστος. Όταν τ’ αγαπάς περισσότερο από τον κόσμο και όσους σε αγαπούν. Απαρνιέσαι ακόμη και τ’ αγέννητο παιδί σου. Όταν το ήθος λείπει, τελειώνουν όλα.

Η κυρία Σωτηρία, με σκυφτό κεφάλι τώρα πια, ερχόταν ανά δύο μέρες για ψωμί. Όχι, δεν έμαθε την αλήθεια. Ο μόνος που είχε δικαίωμα να της πει την αλήθεια ήταν ο γιος της. Ο Κωστής είχε επιστρέψει στο νησί. Τον έχω συγχωρέσει, αλλά δεν έχει θέση στη ζωή μου. Όχι ότι προσπάθησε να με βρει, γιατί μαζί με την παλιά Μαριλού θα έπρεπε να μεγαλώσει και μια θυγατέρα κι αν είσαι ανεύθυνος, πατέρας με το ζόρι δε γίνεσαι.

Η ξεβράκωτη Μαριλού συνέχισε ν΄ αγοράζει φθηνά βρακιά, μα καθαρά. Οι άνθρωποι εύκολα καταστρέφουν τη ζωή τους. Η ζωή μας είναι ένα μεγάλο ταξίδι. Χωρίς αγάπη δεν έχει αξία, αρκεί να μη την προδίδεις, ούτε για τα τριάντα αργύρια.

Εύα Αλιβιζάτου 🌹


Comments


bottom of page