Θαλασσινή έπαρση
- ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΣΙΠΟΥΛΑΡΙΔΗΣ

- Jul 17
- 1 min read

Της θάλασσας τ’ απογεύματα
είναι σαν το χιόνι που νοσταλγεί
τις χειμωνιάτικες μέρες.
Κι εσύ —αφημένος
σ’ ένα βαθύ άδειασμα της γης σου—
γίνεσαι ένα
με τους καθρέφτες του ουρανού
και μ’ ό,τι καθρεφτίζουν.
Ο γιαλός, ετούτος ο άσπονδος εχθρός
που τόσο φθονώ,
γιατί δε θα καταφέρω ποτές
να γίνω κόκκος του·
να βρέχομαι και να στεγνώνω —
αυτό να είναι το μαρτύριό μου.
Όχι αυτό,
το άλλο,
που κάθε μέρα
έρχεται απ’ τις λέξεις
κοράκι ρέον
και μου τρώει τα σπλάχνα.
Κι ο κόσμος όλος στέκει,
κοιτά,
και δείχνει μ’ ένα δάχτυλο
μακρύ σαν φάρου σινιάλο —
σε δείχνει
και γελά.
Δεν ξέρω τι με βρήκε σήμερα.
Ίσως φταίει που πλάγιασα στο κύμα
κι αφέθηκα,
με περίσσια έπαρση.
Και τώρα — να:
με τιμωρεί η ίδια μου η ύπαρξη.
Όσο λυτρώθηκα,
τόσο βυθίστηκα.
Και εκεί,
σε τούτα τα βαθιά,
μόνο θλίψη κρατά το αλάτι.
Ξεπλένεις το δέρμα·
ουρλιάζει και επιτίθεται.
Κι εσύ το κάνεις —
για να γλιτώσεις·
αγνοώντας το λόγο
που πρέπει να ζεις
ετούτη τη συνθήκη.
Νιώθεις το απλωμένο δάχτυλο εντονότερα,
φθάνεις
σ’ ένα νευρικό χαμόγελο
που σε κάνει άφθαρτο.
Καληνύχτα κι απόψε, βέβηλοι.
Θα σταθώ και πάλι
στον Σταυρό των λέξεών μου.
Φροντίστε να με δείχνετε.
Βασίλης Πασιπουλαρίδης 🌹




Comments