top of page

Η Μυρσίνη της καρδιάς μας


ree

"Καλή μου Μυρσίνη, μην κλείνεις την πόρτα, πάντα την αφήνουμε ανοιχτή για τη μούχλα και την υγρασία.

Tο βράδυ μονάχα, κλείνουμε το κελάρι ώστε να μην μπει τίποτα μέσα, που δεν το δούμε όσο κοιμόμαστε".

"Εντάξει, κυρά μου, ό,τι πείτε.

Eγώ φοβάμαι μην κάτσει τίποτα πάνω στα παστωμένα και έχουμε προβλήματα".

"Όχι, Μυρσίνη μου, είναι καλά αλατισμένα, δεν πρόκειται να συμβεί το παραμικρό.

Mονάχα οι αντάρτες κατεβαίνουν από τα βουνά κάπου κάπου και τους τρατάρουμε, δεν μας κάνουν κακό. Έπειτα, για μας πρόκειται... Είναι επαναστάτες για το χατίρι όλων εδώ, στην πόλη, στο χωριό. Να σου πω, αν τύχει και κατέβουν κάτω εδώ, και λείπω στην αδερφή μου, εσύ να τους φιλέψεις ό,τι ζητήσουν και να γεμίσεις τους ντορβάδες. Εμάς ποτέ δεν θα μας λείψει τίποτα, έχουμε από όλα".

Η απορημένη Μυρσίνη δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Τους φοβόταν σαν τους έβλεπε έτσι, αξύριστους και άπλυτους, να έρχονται στο σπίτι της κυράς της.

Στο μεταξύ, η ορφανή Μυρσίνη ποτέ δεν έπιανε κουβέντα με την κυρά της. Ήξερε η ίδια πως ήταν παιδί του έρωτα της μάνας της με τον Γερμανό πατέρα της. Λεπτομέρειες δεν ήξερε κανείς. Η έχθρα ήταν στην κορύφωσή της. Όλοι εκεί σχεδόν πεινούσαν, τρώγοντας από τα λαϊκά συσσίτια ενώ στο σπίτι της κυρα-Στρατούλας υπήρχε και του πουλιού το γάλα.

Ο Επτάλοφος ήτανε η περιοχή όπου ζούσαν, αλλά ο πόλεμος ήταν άγνωστη λέξη για το μικρό κορίτσι. Όταν η μάνα της έδωσε το χαρτάκι με τη διεύθυνση της κυρα-Στρατούλας, δεν ήξερε τι θα συναντούσε στη ζωή της. Μάχες, πολέμους, μα και όλα τα κρυμμένα μυστικά ούτε και ήθελε να τα μάθει, δεν ήθελε να ξέρει τίποτα. Προφανώς, όμως, η μητέρα της διατηρούσε φιλία με την αφεντικιά της και η σχέση τους ήταν στενή ώστε να δεχθεί να την πάρει για υπηρέτρια.

Τις σκέψεις της διέκοψε η φασαρία από ένα έντονο βουητό, μονάχα που ήταν σεισμός κι όχι αντάρτες από τα βουνά. Φοβισμένη η Μυρσίνη σύρθηκε στον τοίχο με το ξύλινο δοκάρι. Μεντεσέδες σπασμένοι και μια πόρτα παλιά, ξύλινη κι αυτή. Άλλο πάλι και τούτο... Έσπρωξε σχεδόν, άνοιξε με λίγο κόπο, μπαίνοντας μέσα για να προστατευτεί. Το βουητό δεν κόπασε. Ακόμα και η Μυρσίνη, τρομοκρατημένη, χώθηκε στο σκοτεινό λαγούμι. Έμεινε άφωνη στο μικρό εκείνο δωμάτιο με ένα μικρό παλιό ράντζο, μία καθαρή κουβέρτα, ένα τραπέζι σκαλιστό, και μια καρέκλα ίδια με το τραπεζάκι. Σε μίαν άκρη δεκάδες κονσέρβες και κουτιά, παστωμένα κι αυτά. Μέσα, διάφορα, σφαλισμένα, τενεκέδες λάδια και ό,τι έβρισκε η Μυρσίνη. Ενιωσε ότι ο θόρυβος είχε κοπάσει και τα μπαούλα που κοιτούσε και την κοιτούσαν απέναντί της, την τρόμαζαν.

"Τι να εχουν άραγε μέσα αυτά τα μπαούλα...; Χαρτιά από τον πόλεμο; Ρούχα; Λίρες; Τι ήταν τόσο σημαντικό που έπρεπε να μείνει κρυμμένο σε τούτη την τρύπα; Ένα μαχαίρι μυτερό θέλω να βρω, να δώσω τη λύση".

Θα έβρισκε τη λύση. Εκεί, είχε τα πάντα. Η φωνή της κυράς της, την έκανε να μη βγάλει άχνα. Κρύφτηκε πίσω από τις κασέλες, ξαπλωμένη και σαν έφτασε η κυρα-Στρατούλα κάτω, φωνάζοντας το όνομά της, κρένοντας για δυο τρεις φορές χωρίς να πάρει καμία απάντηση, έφυγε. Η ανακούφιση της Μυρσίνης ήταν μεγάλη. Άνοιξε, με όση δύναμη είχε, το πρώτο μπαούλο. Θα θυμόταν σε όλη της τη ζωή τις στιγμές αυτές. Γεμάτα τα μπαούλα κομμάτια χρυσάφι, κομμάτια διαφόρων μεγεθών και σκόρπιες λίρες ανάμεσά τους.Πού τα βρήκε η γριά σαφρακιασμένη όλα αυτά; Το μυαλό της κόντεψε να σπάσει. Ανοίγοντας το τέταρτο μπαούλο έμελλε να αλλάξει η ζωή της. Φωτογραφίες κατακίτρινες, με τη μητέρα της και τον πατέρα της! Να... Μα ήταν ντυμένος με τη στολή, τη στρατιωτική. Αγαπήθηκαν κι ας ήταν εχθροί, αυτό το ήξερε από μικρή. Από δυο εχθρούς γεννήθηκε η Μυρσίνη. Ήταν κόρη του Αntrew Houzsen και της Μπέλλας Αβραμίδου. Στις φωτογραφίες ήταν ανάμεσά τους, ένα μωρό. Πίσω, έγραφε ο πατέρας της κάτι στα γερμανικά, μα από ότι κατάλαβε, όλα αυτά δεν είχαν σχέση με την κυρα-Στρατούλα αλλά με την ίδια. Θα μάθαινε τι σήμαιναν όλα αυτά. Θα προσπαθούσε να μάθει και τι σχέση είχε η μητέρα της με τη γυναίκα αυτή, με τους αντάρτες. Με το αίμα της να βράζει, έφυγε πάνω. Πρώτα από όλα, θα περίμενε να φύγει η κυρα-Στρατούλα για την αδερφή της. Έτσι έλεγε, ότι ήταν αδερφή της, κάποια αδελφή της, ένας θεός ξέρει... Τέλος πάντων, πάλι καλά που φεύγει και λίγο από το σπίτι και γυρίζει δύο τρεις μέρες μετά. Αλλά γιατί την έστελνε στην πόλη, κάθε που γύριζε από την αδερφή της, τάχα για ρεπό;

Αρπαξε τη φωτογραφία στον κόρφο της και βγήκε από κει. Η κυρα-Στρατούλα ήταν ξαπλωμένη, ανήσυχη...

"Σε έψαχνα, Μυρσίνη μου, που ήσουν;"

Η Μυρσίνη βρήκε μια χαζή δικαιολογία όπως όπως.

"Κρύφτηκα, κυρά μου, στην ντουλάπα μου. Φοβόμουν, δεν βγήκα, αλλά βουίζουν τα αυτιά μου. Δεν ακούω καλά, πάω να ξαπλώσω".

Έκλεισε την πόρτα πίσω της για να αποφύγει τα πολλά λόγια. Για τις επόμενες μέρες, ήταν προσεκτική.


*****


Χωρίς επικίνδυνες κινήσεις, η κοπέλα άρπαξε ένα κομμάτι χρυσό στον ντορβά της, αρκετό για να κατέβει στην πόλη, και να βρει το πρωτοπαλικάρο, τον Φώτη, που κάνει κάποια σπουδαία θελήματα, όπως άκουγε. Ο Φώτης ήταν τεράστιος, ψηλός, σαν κυπαρίσσι. Η Μυρσίνη τον κοιτούσε στα μάτια χωρίς φόβο, παρά μόνο με αγωνία.

"Με πληρώνεις για να μάθω όλα αυτά; Και με πληρώνεις για μία τόσο απλή και μικρή δουλειά, με χρυσάφι; Σε μία εβδομάδα θα σου φέρω μαντάτα".


*****


Στο μεταξύ, στο σπίτι επικρατούσε σιγή ιχθύος, με την κυρά Στρατούλα στα συνηθισμένα της. Μια βδομάδα μετά, ο Φώτης τής έστειλε πεσκέσι με ένα καλάθι σύκα και ένα σημείωμα.

Η Μυρσίνη έτρεξε στο καπηλειό του χωριού να τον βρει.

Καθόταν σε ένα τραπέζι στα σκοτεινά, με την πλάτη του γυρισμένη στον τοίχο.

Με κομμένη την ανάσα τού μίλησε.

"Πες μου, Φώτη, τι συμβαίνει;"

Ο νέος την κοίταξε πρώτος.

"Μια γουλιά κρασί πιες κι εσύ, οπωσδήποτε θα το χρειαστείς".

"Φώτη, μπορώ και έτσι".

Η φωνή του σκλήρυνε.

Πετώντας τον κίτρινο φάκελο μπροστά της, άρχισε σιγανά να της λέει:

"Εδώ μέσα θα βρεις τα πάντα.

Θα τον διαβάσεις ή θα στα πω εγώ;"

Η φωνή της δεν έβγαινε...

"Προτιμώ να μου τα πεις, Φώτη".

"Η κυρα-Στρατούλα είναι βιολογική σου θεία.

Η αδερφή της, είναι η μητέρα σου. Ζει όλα αυτά τα χρόνια με τον πατέρα σου στη Βουλγαρία.

Τα ταξίδια γίνονται για ανταλλαγή πληροφοριών. Και οι δύο δουλεύουν για τους Γερμανούς.

Ο χρυσός είναι από τη Ροδόπη. Ήταν κρυμμένα λάφυρα που οι Γερμανοί έκρυψαν πριν φύγουν.

Ο πατέρας σου τον αφαιρεί, με τη βοήθεια της μάνας σου και της θείας σου, στα βουνά.

Έχουν σκορπίσει κρύπτες, αλλά θολώνει τα νερά η κυρα-Στρατούλα, ταΐζοντας το αντάρτικο για να μην την πάρουν χαμπάρι".

Η Μυρσίνη τον κοίταξε...

Δεν είναι νεκροί οι γονείς της; Ζουν;

"Ζουν δηλαδή; Η μάνα μου ζει;

Η μάνα μου, μου έδωσε τη διεύθυνση της κυρα-Στρατούλας και μου είπε, πως από την κακιά αρρώστια θα έφευγε από τη ζωή. Ηταν άρρωστη βαριά και δεν ήθελε να τη δω σε αυτό το χάλι... Ευχή μού άφησε να το δεχτώ! Και με έστειλε εδώ!"

"Οι γονείς σου, σου έφτιαξαν την ιστορία που θέλησαν.

Ήσουν δεκατριών χρονών. Ο θησαυρός του χρυσού, αμύθητος σε αξία, Μυρσίνη..."

"Μεγαλύτερος και απο μένα;;;" είπε με πίκρα και θυμό.

"Τι τα θέλουν αυτά όλα τα λάφυρα;"τον ρώτησε.

Ο Φώτης την κοίταξε:

"Οργανώνουν δικό τους αντάρτικο και δικά τους πολεμοφόδια, δικό τους πόλεμο, με στρατιώτες, να αποκτήσουν όλα τα μέρη εδώ πάνω, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία".

"Φώτη, σταμάτα!" τον διάκοψε."Θέλω τη βοήθειά σου... Μπορώ να βασιστώ σε σένα; Σκέψου, αν θες να γίνεις πλούσιος αλλά μακριά από δω ή να δουλεύεις για τις ανάγκες του πολέμου και για άχρηστους ανθρώπους σαν όλους αυτούς, καταστρέφοντας ζωές;"

"Δεν ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου, αλλά ό,τι κάνω δεν το κάνω απ' αγάπη.

Το κάνω για να ζούμε με αξιοπρέπεια και να φροντίζω την άρρωστη αδερφή μου.

Είναι παράλυτη, θύμα πολιομυελίτιδας.

Οπότε, σου απαντώ 'ναι' σε όλα, φτάνει να μην κινδυνέψει ούτε αυτή, γιατί δεν έχει άλλον στον κόσμο, ούτε εσύ".

Η Μυρσίνη έφυγε δίνοντας το χέρι της και λέγοντας:

"Σύντομα θα έχεις νέα μου".

Η οργή, η πίκρα, ο θυμός της κοπέλας ήταν απύθμενος. Βρισκόταν στα όρια νευρικής κρίσης, μα θα έπαιρνε εκδίκηση. Ποτέ δεν θα τους συγχωρούσε.

Τα παιδιά σου δεν τα στερείσαι, τα παιδιά σου τα βάζεις πάνω από όλα.

Και από πατρίδα και από πολέμους και από πραξικοπήματα.


*****


Έξι μήνες μετά, ο Φώτης γύριζε την Μυρσίνη στο σπίτι, που είχε αγοράσει στη Ζυρίχη της Ελβετίας.

Το αρχοντικό που είχε επιλέξει ήταν κοντά στο θέατρο που αγαπούσε.

Αγαπούσε και τα μουσεία, μάθαινε τη γλώσσα με ταχύτατους ρυθμούς, το ίδιο και ο Φώτης.

Είχε ίδρύσει ένα ίδρυμα για άτομα με ειδικές ανάγκες, με ιατρικό προσωπικό, ειδικούς ανθρώπους, νηπιαγωγούς, και φυσικά, διευθύντρια την αδελφή του Φώτη, τη Χαριτίνη.

Επένδυσε όλο το χρυσάφι των προδομένων ονείρων της σε μετοχές, σε χώρους εστίασης, σε ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί.


Χρόνια μετά, η Μυρσίνη απέκτησε οικογένεια με τον Φώτη.

Δεν έμαθαν ποτέ τα παιδιά της για όσα έζησε, για όσους την πρόδωσαν.

Οι εφημερίδες της εποχής, για τους Γερμανούς που σφαγιάστηκαν απο τους αντάρτες, ήταν μικρά καμμένα κομμάτια χαρτιού σε στάχτες.

Ο γιος της και οι κόρες της θα μάθαιναν γράμματα και ελληνική γλώσσα.



Ευαγγελία Αλιβιζάτου

Συγγραφέας 🌹

Comments


bottom of page