Η δική τους μοίρα...
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ

- Nov 19
- 3 min read

«Σήμερα θα μιλήσουμε και για αυτό; Σήμερα ταξιδεύω καλή μου!», επανέλαβε έντονα στην Ερμιόνη ο καπετάν Μιχάλης. «Και τίποτα δεν θα με εμποδίσει να φτάσω στην κόρη μου και την γυναίκα μου».
«Η κόρη σου και η γυναίκα σου, δεν σε αγάπησαν ποτέ!»
«Αυτό δεν σε κάνει να έχεις άποψη, γιατί δεν στη ζήτησα, αγαπητή αδερφή μου!»
Ο θυμός στο πρόσωπό της Ερμιόνης ήταν τόσος που δεν κρυβόταν ούτε με ένα κιλό make-up στο πρόσωπό της.
Μια χαρά ήταν στον Πειραιά μαζί της ο καπετάνιος.
Τι ήθελε στο κουρλοχώρι της γυναίκας του στη Ζάκυνθο;
Καλά… Δεν ήταν και ποτέ μαζί της, είχε χρόνια να πατήσει εκεί.
Σειρήνες ευχόταν να τον πλανέψουν σε κάποιο λιμάνι, αρκεί να μην ξανάβλεπε ποτέ τη γυναίκα του.
Αυτήν, που της πήρε τη δική της ευτυχία.
Ο δικός της άνδρας είχε χαθεί από τη ζωή και, την ευθύνη την είχε η Αλεξάνδρα.
Εξαιτίας της, έτρεξε να την βοηθήσει στην κλινική να γεννήσει το θηλυκό της.
Αυτή έφταιγε που πέρασε με κόκκινο το φανάρι στα τυφλά και πέθανε ακαριαία.
Μα εκείνη έζησε…
Έζησε... Η Αλεξάνδρα ήξερε μόνο πώς έζησε…
Πώς ένιωθε όλα αυτά τα χρόνια. Πόσες ενοχές και τύψεις κουβαλούσε μέσα της… Δεν χάρηκε τη γέννηση της κόρης της, μα ήταν υποχρέωση του άντρα της να σταθεί στο πλευρό της.
Είχε τον τρόπο να είναι πλάι της. Όμως, η φιλοδοξία, το μέγα μπάρκο ήταν η καλύτερή του επιλογή.
Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί αγάπησε τη θάλασσα παραπάνω από αυτήν. Γιατί παντρεύτηκε; Τόσος καιρός πέρασε και απέφευγε να πατήσει στο νησί.
Η Άντζελα δεν θυμόταν ποτέ μικρή τον μπαμπά στα γενέθλια της.
Τα χρόνια περνούσαν και η επιταγή, σταθερά, έφτανε με τον ταχυδρόμο. Η μητέρα της κρατούσε τα προσχήματα στη μικρή κοινωνία και κάθε χρόνο την πήγαινε είκοσι μέρες διακοπές στην κουμπάρα της στην Καλαμάτα, ώστε όλοι νόμιζαν πως πήγαιναν στο καράβι, στον καπετάνιο.
Και τα χρόνια περνούσαν κι ο καπετάνιος δεν άντεχε να αντικρύσει την κόρη του. Θες από ενοχές;
Θες από τύψεις που η αδερφή του έμεινε μόνη, μόλις νιόπαντρη;
Πώς να χαιρόταν τη δική του οικογένεια;
Βρέθηκαν εκεί για τον μήνα του μέλιτος, και ήταν ο συγχωρεμένος που έτρεξε την γυναίκα του.
Περνούσε ο καιρός και ένιωθε σαν να μην είχε οικογένεια. Σαν να μην είχε παντρευτεί ποτέ.
Η κακία της Ερμιόνης ήταν αυτή που τον κρατούσε σε επιπλέον απόσταση. Μα όταν είδε στον ύπνο του την Αλεξάνδρα μέσα στα αίματα, κατάλαβε πως ήταν δειλός.
Τόσο δειλός και άθλιος σύζυγος και πατέρας, που όλα τα κάλυπτε η παχυλή επιταγή.
Το καράβι τον έφτασε στην Πάτρα κι από κει, μέσω Κυλλήνης, στο νησί της γυναίκας του.
Πόσα είχαν αλλάξει…
Όλα ήταν ομορφότερα.
Πλατεία, πράσινο, κανταδόροι…
Η θάλασσα έλαμπε σαν χρυσοκέντητο στολίδι, έδινε εντολή στον ουρανό να μένει καθαρός και φωτεινός.Έφτασε στο σπιτικό της οικογένειάς του. Και πάλι ξένος ένιωθε και έτρεμε…
Δύο κολώνες με αγαλματίδια τραβούσαν την προσοχή της εξώπορτας. Έσπρωξε τη μαντεμένια διόπτρα και περπάτησε μηχανικά. Το κουδούνι ήχησε στα αυτιά του σαν καμπάνα, όταν το χτύπησε. Η Άντζελα, ψηλή, κατάξανθη, με τα πράσινα μάτια της, άφησε άφωνο τον Μιχάλη. Η φωνή του έσπασε, σαν πρόσεξε τα μαύρα που φορούσε η κόρη του. Τον αναγνώρισε αμέσως.
«Είμαι ο πα…»
«Είσαι ο βιολογικός μου πατέρας».
«Παιδί μου, όλα μπορώ να τα διορθώσω…Αρκεί να με ακούσεις.
Η μητέρα σου;»
Η Άντζελα διατήρησε την ψυχραιμία της παρά το νεαρό της ηλικίας της.
«Πέρασε στο σπιτικό μας.
Να σε πάω λοιπόν στη μητέρα μου».
Ο Καπετάνιος ένιωθε κρύο ιδρώτα.
«Εδώ, κάθισε. Ορίστε, η μητέρα μου».
Το κάδρο ήταν στον τοίχο σαν Παναγία. Η μητέρα της αμυδρά χαμογελούσε, υπέροχη με το σμαραγδί φόρεμα και τα ίδια σγουρά μαλλιά σαν τα δικά της.
«Να την!
Έχουμε τον πίνακα ζωγραφικής να την κοιτάμε! Χάρη σε σένα και την σκατόψυχη αδερφή σου!
Τι; Πες μου πως δεν σε ενημέρωσε! Η μητέρα μου έφυγε από τη ζωή πριν τρεις μήνες! Ζω με τη θεία μου, την αδερφή της, τη Βάσω. Εσύ; Ήσουν καλά δεκαέξι χρόνια, πατέρα;» ούρλιαξε η Αλεξάνδρα.
«Η μητέρα πέθανε από τον καημό. Από την θλίψη.
Από το βάσανο να υποκρίνεται. Πέθανε εξαιτίας σου.
Εξαιτίας της αδερφής σου.
Όχι εξαιτίας μου. Εσύ όταν γεννήθηκα που ήσουν;
Σε ποια λιμάνια γλεντούσες;
Πες λοιπόν! Γιατί δεν μιλάς; Δεν ζω από τα λεφτά σου.
Προνόησε η μητέρα μου και άνοιξε με λιγοστά χρήματα ένα τουριστικό μαγαζάκι.
Δοξάζω τον Θεό που δεν αγγίξαμε τα λεφτά σου.
Μη με αγγίξεις όμως κι εσύ ποτέ. Και μην τολμήσεις να ζητήσεις την επιμέλεια μου.
Θα σε σκοτώσω πριν φτάσεις στο δικαστήριο!»
Ο Μιχάλης γύρισε την πλάτη του, γερασμένος είκοσι χρόνια…
Η Άντζελα δεν ένιωθε τίποτα.
Είχε αργήσει.
Η ανθοδέσμη θα μαραινόταν μέχρι να φτάσει στη μητέρα της.
Βιαστική, έτρεξε να μην νυχτώσει.
Ερμιόνη…Μιχάλης… Αλεξάνδρα… Άντζελα.
Εύα Αλιβιζάτου 🌹




Comments