top of page

Η ΑΝΙΣΣΟΡΟΠΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΜΙΑΣ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ🌹


ree

Η ΑΝΙΣΣΟΡΟΠΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΜΙΑΣ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ

            ΑΛΗΘΕΙΑΣ

 

Μοναχή ταξιδεύεις,  χωρίς συνοδοιπόρο. Μέσα από την αστάθεια του χρόνου να ξεφύγεις. Που πάς? Για πού το έβαλες τρελή κοσμογυρίστρα? Απατεώνισσα, κακιά! Αλλαξοδρομείς συνεχώς φαινομενικά! Που είσαι τελικά? Μήπως δίπλα στους λουλουδομαδημένους θάμνους, καθιστή και απάνεμη από το ψεύτικο, σθεναρό  βορειαδάκι! μήπως μέσα στα σπλάχνα της δέντρινης σκιάς,  στην δροσιά να αγαλλιάζεις από τα φίνα αρώματα της? Η στέκεσαι πάνω στην βιβλική βουνίσια κορφή, περιμένοντας να δεις το θαύμα που απλώνεται, κάτω από το μακρύ σύρσιμο του λευκού του χιτώνα.  Που ξεσκεπάζουν όλοι οι φτερωτοί φρουροί, τον ανθοχιονισμένο κήπο των μεγάλων ανακαλύψεων! Κάνοντας σε να νοιώθεις πια ανύπαρκτη και αποχαυνωμένη! Δεν μπορείς να σταθείς, ούτε ορθοστεκούμενη  πάνω στις οροφές, των βασιλικών παλατιών για να αγγίξεις τα αόρατα, νοιώθοντας την παντοδυναμία ολόκληρου του κόσμου! Ούτε καθισμένη και γονατισμένη για να μπείς μεσα στα έγκατα της γης. Αισθάνοντας την ελεεινή αθλιότητα και την αλαζονεία της υπερηφάνειας, που δεν αναζητά τίποτα άλλο περισσότερο από ένα κομμάτι αλήθειας. Αφηνιασμένη η μπλέ άρπα, παίζει τρεμουλιαστά την δική της τρικυμία. Που αναβράζει κάτω από το δικό μας ψέμα. Η φωνή της αγάπης μαρτυρά, την ισορροπία σου, την ύπαρξη την ολοζώντανη σου! Σαν το παγωμένο αίμα στις ζεστές φλέβες, που σφίγγει τα βήματα τα χαμένα εκείνα, που μαζί με τα υπόλοιπα οδηγούν στον χάος και στο τελειωμό της αποκαρδιωμένης ζωής. Χωμένη στις αβάσταχτες, παχιές ασβεστωμένες πέτρες πάνω στην καλογυαλισμένη τους κόψη που αστράφτουν τυφλά, τις φωτεινές και λαμπεροσταλμένες ελπίδες από το αστέρι της βηθλεέμ! Ξετυλίγοντας τον δρόμο της μάθησης από την δύναμη της πραγματικότητας. Όταν θές να ξεπεζέψεις από την τραχιά και ψευτοκαμωμένη της ράχη φυτεύεις με την πλαστικοποιημένη παλάμη την βρομιά την δυσωδία της σάπιας, δικαιοσύνης του μάταιου αυτού κόσμου. Οι ζαρώσεις των φύλλων αγκαλιάζονται στοργικά για να προστατέψουν εσένα ομορφιά και το γόητρο σου, όπου η ικανότητα σου να συνεπέρνεις μακριά μετουσιώνεται  σε αγνά λευκά, πουλιά των ουράνιων θόλων της σκορπισμένης ελευθερίας! Παύει πια να καλύπτεται από την έλξη της ψευδής παραπλάνησης, που ξεπλένει το απόλυτο σκοτάδι της αμάθειας. Κάνοντας την φύση και την ανθρώπινη μας υπόσταση, να κρύβεται μέσα στο γήινο καπέλο. Αφανίζοντας τις λαθεμένες και αναγεννημένες επιθυμίες, που θα λαχταρούν ακούραστα την αληθινή αποκάλυψη. Κοιτάς κατάματα τις σχισμές των δακρύων, που υγραίνουν την ξερή χλόη που μαδά ο άνεμος, ο αγανακτισμένος από την ανηδαιότητα  του που κατασπαράζει, η γλωσσοφαγιά ενός χαμένου και  παραστρατημένου ιχνηλατημένου  δρόμου! Βρέχονται οι μικρές και ανυπεράσπιστες  παπαρούνες? Πλημμυρίζει η ξεβράζει από το αίμα του πόνου, που σε γεμίζει ο φόβος του αντικρινού αγνώστου? Καθώς μπερδεύονται τα φτερά, των πουπουλένιων σύννεφων σχηματίζουν το διάγραμμα του μαρμαρωμένου ήλιου. Κοιτούν επίμονα τα γυριστά σκαρφαλωμένα μάτια,  ξεχνώντας τα πάντα από το άγγιγμα του μισοπεθαμένου, χρόνου που υπνωτίζει το νεκροκοιμισμένο μυαλό!  Το απλωμένο επικάλυμμα της φύσεως, πλάθει απανωτές ανάσες από το πρώτο κιόλας σούρουπο. Ακούς τα τραγούδια της, ψάλλεις τους σκοπούς της, νοιώθοντας το χειροπιαστό αφούγκρισμα της. Ίσως στο πρώτο όνειρο σου, η και στο τελευταίο σου ξύπνημα γέρνεις προς τα τέσσερα άκρα των φιλικών εχθρών σου! Ταλαντεύεσαι  πάνω στην δική τους σταυροφορία, που κυκλώνουν την πικρή ζωή η ξαπλώνεις ανάσκελα για να πιάσεις, την ζωντάνια και να πετάξεις την αγκιλωμένη γνωσομάθεια? Οι διακοσμητικές ολόχρυσες πτυχώσεις διπλώνουν τις ατσαλοβουνοκορφές, η πετούν μονομιάς τα κουλουριασμένα ριχτάρια τους, να διαλύσουν την κοσμική τάξη? Βράχια πληγιασμένα από τις ανελέητες παρεμβάσεις ,των ελεύθερων και κακόβουλων στοιχειών η γεννώνται θαλασσοκέφαλα φαγωμένα, από την αλμύρα δίνοντας σανίδα σωτηρίας για μια πνιγμένη ζωή, που παλεύει να γδυθεί απ την ασφυξία που βαριανασαίνει από τις ζητωκραυγές των κορακιών? Οι φύτρες των ουρανών ριζώνουν, ενωμένες να περισυλλέξουν τις διαχωρίσεις  των ματιών, που παραμονεύουν να διαπεράσουν την διάσταση, ενός αλησμόνητου σύμπαντος .σαν πλεγμένο δίχτυ που απλώνει την σκληροτράχηλη σπιθαμή του, πάνω στην υγρή καρδιά της ερωμένης του για να ανακαλύψει τους αγριεμένους, οδυρμούς  περισώζοντας να καταπιαστεί από τους μαγικούς της θυσαυρούς! Πορεύοντας μαζί της, μέσα από τα γαλαζοκυμάτινα μονοπάτια των ονείρων μιας λυσμονισμένης ζωής. Τυφλή η ζωή διαβαίνει χωρίς  να ξεκλέβει ματιές. Μια ματιά γυμνή και στραγγισμένη, από το τίποτα. καθώς της αρέσει φορά την φορά να πηδά πάνω στις δεντροκορφές να συναγωνίζεται με την ανωτερότητα, του πιο ψηλού στέμματος όπως και να κυλιέται κατάχαμα μέσα στον βούρκο της ασχήμιας, λερωμένη από τον χείμαρρο της αρρωστημένης φαντασίας. χρόνια και χρόνια έρχονται και φεύγουν στην μνημονική αποθήκη,  λαμπερά υπό το μελλοντικό φώς  και αμυδρά από  την ασπλαχνιά του παρελθόντος. Έτσι νοιώθεις μέσα στην αλήθεια η σου λένε λόγια από άδειο στόμα, χωρίς ανάσα και φωνή για να σε περιπαίξουν? Άραγε μετράς, αναλογίζεσαι, συλλέγοντας όλα εκείνα τα μυστικά που τάχα νομίζεις πως ξέρεις? Ποια είναι η αλήθεια τελικά? Και πιο το ψέμα? τι κρύβεται κάτω από το αγριεμένο κύμα και τι πάνω στις ουρανικές πλυμμήρες? Ποια είναι τα συναισθήματα της ανθρώπινης μορφής? Και πιο σημείο συνάντησης έχουν τα αόρατα πνεύματα? Ποια πατρίδα και ποιος ουρανός? Πόσα τα άστρα? και για πού τραβά η χαραυγή? Ποια είναι η απάντηση της άξαφνης ανατολής, και ποιο το νόημα  που χαράζει η αναμενόμενη συνέχεια, της δύσης? Και όλοι οι μήνες και τα απανωτά χρόνια που μετρά η γη,  απλώνονται και μαζεύονται σαν ρίζες που  γνέθουν,  νέα άνθη δείχνοντας μια αλησμόνητη εικόνα,  που εκπέμπει πυρινόφρεσκο φως  που ελευθερώνει, αισθήματα και μακρά οράματα από σπουδαία πράγματα! Ο αέρας  ο άμοιρος ουρλιάζει! Γιατί δεν σιωπά? Τι ψάχνει ?τι ζητά? Γιατί  λοξοδρομεί χωρίς να βρίσκει το δικό του στέκι? Σου μιλά μα η φωνή του άναρθρη δεν μπορεί να πει λέξη. Μονάχα ξέρει να απαριθμεί ότι βρεθεί στο διάβα του! Κοιτάς ολόγυρα μέσα στο παραμυθένιο ξεγλίστρημα της φαντασίας του, αποτραβηγμένος ανάμεσα από την αλήθεια και το ψέμα , που ερωτούν τα μάτια την απόσταση που θέλησε να καλύψει η οργισμένη παρουσία   του, για να ξεγελάσει το ένστικτο της  συνειδήσεως ότι δεν υπήρξε ποτέ η ότι κρύβεται για να τον αναζητείς αδιάκοπα. Της θάλασσας το μουγκρητό αφηνιάζει και ξερνά μονομιάς την κατάρα η στιχουργεί τις νότες τις δόξας της? Μήπως  μεταμορφώνεται σε  άφιξη  λαλιάς που ξεκινά να σιγοψυθιρίζει  ναυτικούς ύμνους, που κανείς δεν συμμερίζεται τον  δικό της πόνο? Άραγε μιλά η ξεροσταλιάζει μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, που βαστάν  από την έλλειψη της έγνοιας, και δεν προσέχουν  την σκόρπια   χάρη της και την  απαράμιλλη ομορφιά της? Η βαριά καμπούρα του χειμώνα κάνει τα κλαδιά, να γέρνουν . μήπως προσκυνούν κατάχαμα αναζητώντας το μακρύ τους, μέλλον η τάχα ντρέπονται από το μεγάλο τους ξέσπασμα? Οι ανοιξιάτικοι μίσχοι ροκανίζουν τον μυρωδάτο αγέρα, που πνέουν τα αγριολούλουδα του γήινου ανθισμένου παραδείσου?Η ψάλλουν το μαγιάτικο τραγούδι? Να ακουστεί ο αντίλαλος μέχρι τα ουρανικά τύμπανα, για να στείλουν οι κωδωνοκρουσίες τους οι μανιακές την αλήθεια. Λατρεμένη μου αλήθεια! Ζηλευτή αγωνία της προσμονής μου, να σε αντικρίσω! Θεά στον δικό μου βωμό είσαι και προς τιμήν σου θυσιάζω την υπόσταση την ζωή μου και τον ίδιο μου τον λόγο. Μέσα από τον αλφαβητικό κορμό σου όπου φυτρώνουν οι σπόροι της μάθησης, δημιουργώντας τον δρόμο της φιλοσοφικής διακλάδωσης. Η αναπνοή μου ξεφυλλίζει τις φτερωτές σελίδες των πτηνών, που απαγγέλουν και αυτά την θεική πραγμάτωση. Καθώς αποτελεί ένα κομμάτι της συμπληρώνοντας την αληθινή υπαρξιακή πραγματικότητα. Πάνω κάτω σε όλα τα σημεία της  από άκρη σε άκρη του ουρανού και της γης,   της στεριάς και του νερού  το σώμα μου και αυτό προσπαθεί να ταλαντευτεί, μπρός πίσω σαν σβούρα στο παίξιμο του ανέμου. Το ζωικό βασίλειο επιδείχνει τα άγρια και τα ήμερα. Εκείνα που παλεύουν στήθος με στήθος στον αέρα, και εκείνα τα εξαθλιωμένα από τα γδαρσίματα τους. Λικνίζοντας μπροστά στους αληθινούς σκοπούς της υπακοής. Όλα! Τα πάντα θέλουν να βρούν  το αληθινό νόημα. Τον ευλογημένο άρτο. Τα καρποφόρα εδέσματα. Το γλυκό βαρύ πιοτό που αναθυμιάζει τα πετούμενα. Η γλώσσα που χτίζει και γκρεμίζει καλύβες και κάστρα. Η φωνή που ντύνει την γύμνια της ερήμου. Η σπίθα που πυρώνει την φωτιά κάνοντας τα πάντα διάπυρα. Η σταγόνα που φέρνει την καταιγίδα παρασύροντας μακριά, τα φτιαχτά και προσποιητά μιας αλλοιωμένης και άχρωμης ευτυχίας. Στον Ιορδάνη βαπτίζεται, ταπεινή και χαλιναγωγημένη, αγιασμένη η βροχή που γεμίζει την λίμνη από πλήθος που ξεπλένεται από την λύτρωση της. Αποφεύγοντας την πλάνη που σε δρομολογεί. Η ανακούφιση στο αψήφησμα της. Που διαγράφουν τα βρεγμένα του χείλη. Όλο το μεγαλείο της ζωής κρύβεται φυλακισμένο, μόνο μέσα εκεί που ξέρει να αγαπά και να υμνεί εκείνον, που έγραψε την μυστική συνταγή της. Εκείνον που συνδέεται με τα νήματα ενός αόρατου σύμπαντος,  που διαλαλούν τα  θεμέλια μιας αλήθειας παντοτινής και αψεγάδιαστης .   


Γερασιμία Παναγιωτοπούλου 🌹

 

Comments


bottom of page