top of page

Απαλοιφή...


ree

Προς τα τέλη του Νοέμβρη,


αγκαλιά με φύλλα πράσινα και κόκκινα θαρρώ,


διαλέξαμε την έκλειψη.


Κι ήμασταν δίπλα στη θάλασσα,


σαν βράχοι που χάνονται στην άμμο.



Θυμίζαμε λαμπτήρες άγρυπνους, διψασμένους για λίγο φως.


«Λίγο φως ακόμα», σε θυμάμαι να ψελλίζεις,


νεύοντας στον ήλιο να σου δώσει μια στάλα ακτίνας.


Κι εγώ, φύλαγα τον ορίζοντα,


μην και γείρουν τα σύνεφφα πάνω του.



«Στην οργή πια», είπες.


Τόσος κόπος,


κι ήταν όλα ένα ψήγμα λήθης.


Ένα άτακτο κρεβάτι η ζωή,


κι η πλεύση της - φωνή που υποχωρεί.



Σαν πλησιάζει το τέλος,


όλα μυρίζουν Θεό κι απανεμιά,


βυθίζοντας ως τα κόκκαλα


χαρές κι αμαρτίες.



Τι τα θες...



— Υπάρχει πιο εύμορφη εποχή από το φθινόπωρο για να αποθάνει κάποιος;


— Δεν υπάρχει.



Κι έτσι, έκλεισες τα μάτια.


Κι έτσι, έκλεισα τα χείλη.


Με φίλησες. Σε κοίταξα.


Κι απόμεινε ο αγώνας μιας ζωής ολάκερης


κρυμμένος σε μια βλεφαρίδα·


στη φυλακή των δοντιών·


στα γεμάτα φαντάσματα χείλη·


στην εκπνοή που απαιτεί


η προσπάθεια της ένωσης.



Τότε ήταν, θαρρώ, η στιγμή


που σήκωσε ο γιαλός το κουρασμένο του κουφάρι.


Η θάλασσα, τ’ αλάτι,


κι ο Θεός το τάλαντό του,


που άλλο δεν είναι


από το να θέλγεται


την άκρατη θνητότητα.



Κι έτσι, τα μετέστρεψε όλα σε καλοκαίρι.



Ουδείς δικαιούται να πεθάνει φθινόπωρο.


Μονάχα ο Θεός.



Έτσι, μια τέτοια ημέρα σε έκλαψα.



Βασίλης Πασιπουλαρίδης 🌹

Comments


bottom of page