top of page

Αγάπα τον συνάνθρωπο σου...

ree

«Το μόνο που χρειάζεται για τον θρίαμβο του Κακού,

είναι κάποιοι καλοί άνθρωποι να μην κάνουν τίποτα.»

Έντμουντ Μπερκ, Βρετανός πολιτικός & φιλόσοφος (1729-1797)

Θεσσαλονίκη Διαβατά, 05:10, 11 Φεβρουαρίου 2025.

Ο μονότονος ήχος, από την καλοδιατηρημένη μηχανή, του λευκού αγροτικού Toyota Hilux, έσπαγε την σιωπή της ήρεμης νύχτας, που φωτίζονταν από το χλωμό μισοφέγγαρο. Ο γκριζομάλλης ηλικιωμένος Οδυσσέας οδηγούσε στην άδεια λεωφόρο Καραμανλή με κατεύθυνση την λαϊκή αγορά στις σαράντα εκκλησίες. Το όχημα του ήταν φορτωμένο με κάθε λογής λαχανικά και ζαρζαβατικά από τις αχανείς πεδιάδες της Νέας Μαγνησίας, που ήταν ασφυκτικά γεμάτες με τεράστια θερμοκήπια. Στο πλάι του λαγοκοιμόνταν η ξανθιά γυναίκα του η Σεβαστή. Χαμογέλασε καθώς έριχνε κλέφτες ματιές στην όμορφη γυναίκα του. Σε λίγες ημέρες θα έκλειναν πενήντα χρόνια έγγαμης κοινής συμβίωσης. Ήταν δεκαοχτώ χρονών και οι δυο τους όταν παντρεύτηκαν. Πώς πέρασαν τόσα χρόνια αναλογίστηκε. Πλέον είχαν τρείς κόρες και εφτά εγγόνια. Και το βασικό ήταν πως ήταν ευτυχισμένοι, παρότι δούλευαν καθημερινά με κάθε καιρό, υπό αντίξοες συνθήκες την γη. Με κρύο, με παγετό, με βροχή και με ανυπόφορη ζέστη. Έτσι είχαν μεγαλώσει και τα κορίτσια τους. Το ότι καμία δουλειά δεν είναι ντροπή. Και τα κατάφεραν και οι τρείς τους. Δούλευαν από το χάραμα μέχρι αργά το απόγευμα στα χωράφια τους και μετά μελετούσαν τα μαθήματα τους. Κατάφεραν να περάσουν και οι τρεις, πρώτες στις σχολές τους και να τις τελειώσουν σε χρόνο ρεκόρ, ενώ παράλληλα βοηθούσαν όποτε μπορούσαν τους γονείς τους.

Τώρα πλέον η μεγαλύτερη κόρη τους, η Μαρία ήταν ιατρός στο Ιατρικό Διαβαλκανικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η μεσαία, η Ελένη ήταν πλοίαρχος στο εμπορικό ναυτικό, ενώ η μικρότερη η Θεοδώρα, είχε ανοίξει ένα πετυχημένο βρεφονηπιακό παιδικό σταθμό στην Σταυρούπολη. Πάντα όμως έρχονταν να δουν τους ηλικιωμένους γονείς τους και η μικρή επαρχιακή μονοκατοικία τους στις παρυφές του οικισμού της Νεοχωρούδας, με θέα τον γρανιτένιο όγκο του όρους Σιβρί, γέμιζε με τα χαρούμενα γέλια των εγγονιών τους. Καθώς το όχημα τους περνούσε μπροστά από το κέντρο των Διαβατών πολλά αγροτικά και φορτηγά, με παρόμοια φορτία πρωτογενούς παραγωγής, βρίσκονταν παρκαρισμένα μπροστά στα πολλά καταστήματα καφέ. Οι αγουροξυπνημένοι οδηγοί τους, περίμεναν για να πάρουν ένα φρέντο εσπρέσο ή ένα φρέντο καπουτσίνο, από τους υπαλλήλους που χασμουριόντουσαν.

Ο Οδυσσέας κοίταξε το μαύρο θερμός του, από την κορυφή του οποίου άχνιζαν υδρατμοί, προερχόμενοι από τον καυτό τριπλό ελληνικό σκέτο καφέ του. Τα κορίτσια τους, τους είχαν φέρει μια επαγγελματική μηχανή εσπρέσο, αφού ο σύζυγος της Ελένης είχε καφέ μπαρ στην λεωφόρο Νίκης. Όμως και αυτός αλλά και η Σεβαστή προτιμούσαν τον ελληνικό καφέ.

Πλησίαζε την διασταύρωση της επαρχιακής οδού Θεσσαλονίκης Κιλκίς, κινούμενος ευθεία προς το, όταν ακούστηκε ένας οξύς γδούπος από σούρσιμο λαμαρίνας σε λαμαρίνα. Κάτω από το άπλετο φως των στύλων φωτισμού της οδού Βέροιας, είδαν ένα ασημί θηριώδες τζιπάκι μπροστά τους, να παραβιάζει τον ερυθρό σηματοδότη. Χτύπησε ένα λευκό σκούτερ που έστριβε με χαμηλή ταχύτητα προς την οδό Μοναστηριού. Πέταξε τον αναβάτη του στην άκρη του οδοστρώματος και έφυγε σπινιαρίζοντας, προς το κέντρο της συμπρωτεύουσας. Τα άλλα δύο οχήματα με το που άναψε το φανάρι πράσινο, ξεκίνησαν, προσπερνώντας τον τραυματία αδιαφορώντας παντελώς για την κατάσταση της υγείας του.

«Δεν το πιστεύω, δεν σταμάτησαν να βοηθήσουν. Σε τι κόσμο ζούμε», είπε η γαλανομάτα Σεβαστή αηδιασμένη, που ξύπνησε απότομα από τον θόρυβο της σύγκρουσης. «Παίρνω τηλέφωνο να ενημερώσω, είδες τι αμάξι ήταν;»

«Ασημί τζιπ BMW, με κατερινιώτικες πινακίδες και ένα μαύρο μπάλωμα στον πίσω προφυλακτήρα του», απάντησε ο Οδυσσέας, καθώς ενεργοποιούσε τα φώτα έκτακτης ανάγκης του οχήματος τους και το πάρκαρε στην δεξιά λωρίδα της οδού Βέροιας, ακριβώς πίσω από τον τραυματία ώστε να τον προστατέψει από κάποιο διερχόμενο όχημα.

Βγήκαν και οι δύο με προσοχή από το αγροτικό τους και πλησίασαν τον αναβάτη, περπατώντας πάνω από διάσπαρτα σπασμένα γυαλιά και πλαστικά κομμάτια που κάλυπταν το σκούρο οδόστρωμα. Βογκητά πόνου έρχονταν από τον μοτοσικλετιστή ο οποίος ήταν εγκλωβισμένος κάτω από τον όγκο του σκούτερ του. Ο Οδυσσέας και η Σεβαστή είδαν από την ανοιχτή καλύπτρα του πορτοκαλί κράνους να τους κοιτάνε δύο εκφραστικά γυναικεία πράσινα μάτια με ελπίδα.

«Είσαι καλά κορίτσι μου;», ρώτησε η Σεβαστή, με έκδηλο ενδιαφέρον.

«Καλά είμαι, μισό λεπτό να βγάλω το κράνος μου», απάντησε η λυγερόκορμη κοπέλα.

«Μην το βγάλεις κοπέλα μου», πετάχτηκε ο Οδυσσέας. «Μετά από κάθε πέσιμο από μηχανή δεν βγάζεις ποτέ το κράνος. Περίμενε να έρθει το ασθενοφόρο και αν το κρίνουν σωστό οι τραυματιοφορείς, το βγάζεις.»

«Εντάξει, σας ευχαριστώ», απάντησε η μελαχρινή κοπέλα.

«Να τον ακούς τον σύζυγό μου, ήταν από μικρός πάντα με ένα δίτροχο. Ακόμα έχει στο γκαράζ την μηχανή του και βγάζει βόλτες τις εγγονές μας. Δεν συστηθήκαμε εγώ είμαι η Σεβαστή και από εδώ ο Οδυσσέας», σχολίασε η Σεβαστή.

«Ζωή», απάντησε η εικοσάχρονη κοπέλα. «Σας ευχαριστώ που σταματήσατε, όπως και για την βοήθεια σας.»

«Μην το συζητάς, το ανθρώπινο κάναμε», είπε η Σεβαστή.

«Λοιπόν αγάπη μου, να δοκιμάσουμε να μετακινήσουμε το σκούτερ», πρότεινε ο Οδυσσέας.

«Εννοείται Οδυσσέα. Ζωή πες μας αν σε πονέσουμε», είπε η Σεβαστή.

Το ηλικιωμένο αντρόγυνο, σήκωσε το σκούτερ που ήταν πάνω στην κοπέλα και το άφησαν τρία μέτρα πιο κάτω. Ο Οδυσσέας έβγαλε το χοντρό κίτρινο μπουφάν του και σκέπασε την κοπέλα, που είχε αρχίσει να τρέμει με ρίγη λόγο του σοκ της σύγκρουσης αλλά και της άμεσης επαφής της με το παγωμένο οδόστρωμα.

«Μπορείς να κουνήσεις τα πόδια σου», ρώτησε ο Οδυσσέας καθώς την κοιτούσε με πατρικό ενδιαφέρον.

Η Ζωή κούνησε ελαφρά τα πόδια της από τον αστράγαλο και κάτω.

«Ωραία, αφού μπορείς και κουνάς τα πόδια σου λογικά δεν έχεις τραύμα στην σπονδυλική στήλη. Κάτι μαθαίνεις όταν έχεις άντρα που λατρεύει τις μηχανές», σχολίασε η Σεβαστή χαμογελώντας.

Ξαφνικά η ηρεμία της χειμωνιάτικης νύχτας, διαταράχθηκε από τις εκκωφαντικές σειρήνες των οχημάτων έκτακτης ανάγκης, ενώ το σκοτάδι υποχωρούσε από τα έντονα μπλε παλλόμενα φώτα τους, που πλησίαζαν.

Θεσσαλονίκη Εύοσμος, 13:40, 08 Μαρτίου 2025.

«Πόσο κοστίζουν τα μαρούλια;» ρώτησε η χαμογελαστή κοπέλα ενώ κοιτούσε τον ηλιοκαμένο ηλικιωμένο πωλητή που ήταν πίσω από τον πάγκο με τα καταπράσινα μαρούλια και τα τεράστια λάχανα στην λαϊκή αγορά της Αγίας Παρασκευής.

«Ενάμιση ευρώ το κιλό κοπελιά», απάντησε ο γκριζομάλλης που προσπαθούσε να στείλει ταυτόχρονα ένα μήνυμα από το κινητό του στην κόρη του την Θεοδώρα.

«Ακριβά τα έχετε κύριε Οδυσσέα, από την Νέα Μαγνησία τα φέρνετε;», ρώτησε η μελαχρινή κοπέλα.

«Ναι, πως το ξέρετε», ξεκίνησε να λέει ο Οδυσσέας που σήκωσε το βλέμμα του και είδε την Ζωή να του χαμογελάει.

«Κοριτσάκι μου», αναφώνησε ο Οδυσσέας και αγκάλιασε με θέρμη την νεαρή κοπέλα. «Πότε βγήκες από το Νοσοκομείο; Σεβαστή έλα να δεις ποια μας επισκέφτηκε.»

Η ηλικιωμένη ξανθιά γυναίκα ξεμύτισε και αυτή πίσω από τον πάγκο όπου μετρούσε τις εισπράξεις της ημέρας και αγκάλιασε την Ζωή φιλώντας την σταυρωτά στα κατακόκκινα μάγουλα της.

«Σιδερένια μικρή μου. Πως νιώθεις όλα καλά;» ρώτησε η Σεβαστή, με μητρική στοργή.

«Μια χαρά είμαι. Όλες οι ιατρικές εξετάσεις ήταν άψογες και μου έδωσαν επιτέλους εξιτήριο από το Γενικό Νοσοκομείο Παπαγεωργίου», απάντησε χαρούμενη η Ζωή. «Η αλήθεια είναι πως οι γιατροί μου είπαν πως αν δεν με είχαν μεταφέρει άμεσα στο Νοσοκομείο, δεν θα είχαν διαγνώσει την εσωτερική αιμορραγία που είχα και θα είχα πεθάνει μόνη μου στην κρύα άσφαλτο. Ήταν πολύ σημαντικό, το ότι σταματήσατε, ενημερώσατε το ασθενοφόρο και μετά με ακολουθήσατε στο Νοσοκομείο και παραμείνατε μέχρι που ήρθαν οι γονείς μου, αδιαφορώντας για την εργασία σας, όπως και για το ευπαθές φορτίο του αγροτικού σας. Πάντα με εντυπωσίαζε ο αλτρουισμός που δείξατε προς μια άγνωστη.»

«Στην οικογένεια μας Ζωή, μπορεί να δουλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ αλλά πάντα βάζουμε πρώτα την βοήθεια προς τον συνάνθρωπο μας. Αλλιώς δεν θα αξίζαμε να λεγόμαστε άνθρωποι αλλά υπάνθρωποι», αποκρίθηκε η Σεβαστή. «Αλήθεια έμαθες νεότερα για το αμάξι που σε χτύπησε;»

«Πριν από λίγο με πήρε τηλέφωνο η Γιάννα, η δικηγόρος μου και μου είπε πως τον βρήκαν και παραδέχτηκε την πράξη του. Θα αφήσω τους δικηγόρους να τα χειριστούν. Το κομμάτι που αφορά τις χρηματικές αποζημιώσεις. Εμένα μου φτάνει που είμαι υγιής», απάντησε η Ζωή με ανακούφιση.

«Χαίρομαι που τελείωσε και αυτό. Τώρα ποια είναι τα σχέδια σου;», ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Σήμερα η μέρα είναι αφιερωμένη στους σωτήρες μου», απάντησε η Ζωή. «Έχω κλείσει τραπέζι σε μια ταβέρνα στην Θέρμη, για να σας κάνω το τραπέζι σαν ένα ελάχιστο ευχαριστώ. Μας περιμένουν οι γονείς μου και οι κόρες σας με τις οικογένειες τους. Και έχουμε ετοιμάσει και κάποια ακόμα πράγματα με τις κόρες σας. Θα τα μάθετε εν καιρό.»

«Μα πρέπει να μαζέψουμε τον πάγκο», σχολίασε η Σεβαστή καθώς κοιτούσε την λαϊκή αγορά που είχε αρχίσει να αδειάζει από επισκέπτες, με τους διπλανούς πωλητές να έχουν αρχίσει να ξεμοντάρουν και να πακετάρουν τους πάγκους τους.

«Πολύ ωραία, ώρα να πιάσουμε δουλειά. Πάντα τρείς είναι καλύτεροι από δύο», σχολίασε εύθυμα η Ζωή και ξεκίνησε να μαζεύει τα απούλητα λαχανικά.

Μέσα σε λίγα λεπτά με την βοήθεια της Ζωής, το ηλικιωμένο ζευγάρι είχε τοποθετήσει τα πάντα στην καρότσα του αγροτικού οχήματος. Αφού βολεύτηκαν στην ευρύχωρη καμπίνα ξεκίνησαν χαμογελαστοί από την οδό Ιθάκης, για την εσωτερική περιφερειακή οδό που οδηγούσε στην Θέρμη, υπό τους ήχους δυνατής παραδοσιακής ελληνικής μουσικής, με τον ζωογόνο ήλιο της συμπρωτεύουσας, να κάνει δειλά δειλά την εμφάνιση του στο ουράνιο στερέωμα, μέσα από τα πυκνά σκούρα σύννεφα.

Γιώργος Παλαιστής 🌹

Comments


bottom of page