top of page

"Άηχος τίτλος"


ree

Στα ανοιχτά της ησυχίας σύνορα

ανοίγω τα χέρια μου

και παίζω κρυφτό με την οδύνη.

Είμαι το βλέμμα που ο έρωτας απέρριψε,

είμαι η αναπνοή που έγινε νότα

για να σωθεί.


Φαντάζομαι τις λέξεις μου

να κυλούν βαριές,

σαν υπόγειος παλμός της νύχτας

που παρασύρει τον φόβο.

Κι έτσι μπορώ να αγαπώ τα πάντα:

την σκιά, το φως,

ακόμα και την στάχτη μου.


Δεν είναι ώρα για απολογισμούς.

Είναι η ώρα της πόλης που σιωπά.

Κι εγώ τη γεύομαι όπως γεύεται

ο τυφλός τον ήχο.

Δεν με τρομάζει η σιωπή.

Μου ’χει φυλαγμένους η ζωή

θορύβους άκαμπτους, άκαρπους.

Θα τους υποστώ – σαν θαύμα.


Η αϋπνία μου χαρίζει στη γαλήνη αξία.

Ρίχνω στη θάλασσα ένα βότσαλο

κι ο ήχος σκιάζει το σύμπαν.

Πλάθω τον παφλασμό με χέρια διάφανα.

Κι είναι το χρίσμα ανενόχλητα μαγικό.

Θα το επιλέξω,

γιατί έτσι θα το υποστώ.


Κλείσε τα μάτια σου, καλή μου.

Άφησε δυο-τρία δάχτυλά σου στο πρόσωπό μου.

Σήμερα που δεν φορώ προσωπείο

γίνομαι άξιος να σε δεχτώ.

Σήμερα που τολμώ,

θα χαρείς τα δάκρυά μου.

Σήμερα. Τώρα.

Πριν το μετά,

ύστερα απ’ το πριν.


Τι πιο περιττό απ’ την ύπαρξή μας

σε ταξίδι που περατώνεται;

Τι πιο περιττό απ’ τον περίπατο

που δεν θα ξαναγίνει;


Τι πιο περιττό;

Τίποτα.

Και όλα.


Γι' αυτό σου λέγω:

τώρα που δεν έχω προσωπείο,

τώρα που κρατώ μόνο το πρόσωπό μου,

εδώ, στα σύνορα της ησυχίας,

λιποτακτεί η θνητότητα – κι εγώ στέκομαι.

Αναίτια.


Κι όμως — υπαρκτά.


Βασίλης Πασιπουλαρίδης 🌹

Comments


bottom of page