1940, πλέοντας κάτω από τα νερά του Ιονίου πελάγους
- ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ

- Oct 21
- 10 min read
Updated: Oct 24

«Ουδείς γαρ ούτω ανόητος εστί όστις πόλεμον προ ειρήνης αιρέεται· εν μεν γαρ τη οι παίδες τους πατέρας θάπτουσι, εν δε τω οι πατέρες τους παίδας.
Κανένας δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να προτιμά τον πόλεμο από την ειρήνη. Στην ειρήνη, οι γιοι θάβουν τους πατεράδες τους. Στον πόλεμο, οι πατεράδες θάβουν τους γιους.»
Ηρόδοτος, Αρχαίος Έλληνας ιστοριογράφος (480-420 π.Χ.)
Το αχνό φως της ημισελήνου φώτιζε τον σκούρο όγκο του υποβρυχίου «Πήγασος», που ταξίδευε με οχτώ κόμβους, πάνω στα τρικυμισμένα κύματα του Ιονίου πελάγους.
«Ωραία νύχτα για βαρκάδα», είπε ο ύπαρχος υποπλοίαρχος Λεοντίδης Χρήστος, ενώ πέρασε το δεξί του χέρι από την πλούσια κάτασπρη γενειάδα του. «Δεν συμφωνείτε κυβερνήτη;»
«Άσχημη νύχτα για ενέδρα», απάντησε ο πλωτάρχης Πυριμαχίδης Γεώργιος, καθώς κατέβασε τα μαύρα κιάλια του από το ύψος των ματιών του. «Η ημισέληνος φωτίζει καλά και τα κύματα είναι φουρτουνιασμένα. Άρα και θα μας βλέπουν καλά και δεν θα μπορούμε να στοχεύσουμε σωστά με τις τορπίλες».
«Θα μπορούσε να ήταν χειρότερα», απάντησε ο ασπρομάλλης ύπαρχος. «Θα μπορούσε να ήταν πανσέληνος. Πρέπει πάντα να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο».
«Πάντα ο αισιόδοξος», απάντησε ο μελαχρινός πλωτάρχης με την αραιή κατάμαυρη γενειάδα του να κοσμεί το νεαρό πρόσωπό του. «Πώς τα βλέπεις τα πράγματα, Χρήστο; Θα αντέξει το υποβρύχιο; Είναι το πλήρωμα έτοιμο;»
«Γιατί να μην είναι κυβερνήτη;», απάντησε ο ύπαρχος ανυψώνοντας το γείσο του μπλε πηληκίου του. «Βρίσκονται σε περιπολία με ένα υποβρύχιο που το παρέλαβε η Ελλάδα από τα γαλλικά ναυπηγεία της Ναντ το 1929 και τώρα έχουμε Νοέμβριο του 1940. Έχει περάσει το όριο της επιχειρησιακής του δράσης εδώ και έναν χρόνο και θα έπρεπε να είχε αποσυρθεί αλλά, λόγω πολέμου και της μη δυνατότητας προμήθειας νέων σκαφών, δεν παροπλίστηκε. Από τη στιγμή που φύγαμε από τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας το ένα βραχυκύκλωμα διαδέχεται το άλλο. Ενώ τη μια μέρα χαλάει η μία ντίζελ μηχανή, την επόμενη ημέρα η άλλη μηχανή. Για αυτό τον λόγο πηγαίνουμε μόνο με οχτώ κόμβους, αντί για τους δεκατέσσερις, που είναι η μέγιστη ταχύτητά μας, ώστε να μην πιέσουμε τις μηχανές και μείνουμε ακινητοποιημένοι στο μέσο του Ιονίου πελάγους. Ας μην αναφερθώ και στον ήδη βεβαρυμμένο αέρα που αναπνέουμε. Μην ξεχνάτε πως λόγω επικινδυνότητας της περιοχής που περιπολούμε, την ημέρα είμαστε υπό καταδύσει και αναδυόμαστε μόνο τις νυχτερινές ώρες, με τον αέρα να μην ανανεώνεται ικανοποιητικά. Επιπρόσθετα, έχουμε και την υγρασία η οποία διαπερνάει σαν μαχαίρι το κόκαλο».
«Για δες, Χρήστο», διέκοψε τον μεσήλικα γκριζομάλλη άντρα ο κυβερνήτης. Έδειξε με το χέρι του στα αριστερά του υποβρυχίου. «Οι πληροφορίες που μας έδωσαν οι Εγγλέζοι ήταν σωστές».
Οι δύο άντρες βρίσκονταν μόνοι πάνω στον υπερυψωμένο πυργίσκο του υποβρυχίου Υ7 «Πήγασος» τύπου Πρωτεύς, που ήταν μέρος του απαρχαιωμένου στόλου υποβρύχιων της Ελλάδας, δίπλα στο ατσαλένιο πυροβόλο των 100 χιλιοστών. Εδώ και ενάμιση μήνα είχε ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 και το υποβρύχιο περιπολούσε στη θαλάσσια περιοχή βορειοδυτικά της Κέρκυρας, με αποστολή τη βύθιση ιταλικών μεταγωγικών ή πολεμικών πλοίων. Στο σημείο που έδειξε ο κυβερνήτης, στο βάθος του ορίζοντα, πλησίαζε μια ιταλική νηοπομπή με ιταλικά μεταγωγικά που τα συνόδευαν πάνοπλα ιταλικά αντιτορπιλικά τελευταίας τεχνολογίας, που μόλις είχαν βγει από τα ιταλικά ναυπηγεία του Τάραντα. Άμεσα, οι δύο άντρες εισήλθαν εντός του ατσάλινου κύτους και όλο το πλήρωμα τέθηκε σε κατάσταση μάχης. Οι μπουκαπόρτες έκλεισαν ερμητικά και το υποβρύχιο άρχισε να καταδύεται στα σκοτεινά βάθη της θάλασσας. Με το που έφτασε σε βάθος περισκοπίου, δεκαπέντε μέτρων, το υποβρύχιο σταμάτησε την καθοδική του πορεία, σταθεροποιήθηκε και ο κυβερνήτης ύψωσε το περισκόπιο στο διαμέρισμα ελέγχου του υποβρυχίου.
«Στόχος εντοπίστηκε», ανάφερε ο κυβερνήτης με το που εντόπισε τη νηοπομπή στρίβοντας το περισκόπιο. «Πηδαλιούχε, σταθερή πορεία. Σταματήστε τις μηχανές. Τορπίλες έτοιμες».
Οι διαταγές του μεταφέρθηκαν μέσω του ύπαρχου, από τους φωναγωγούς που διέτρεχαν όλο το υποβρυχίο, στο μηχανοστάσιο και στο διαμέρισμα τορπιλών.
«Όλα στοπ», ακούστηκε η βαριά φωνή του κελευστή Γιαννάκη Ιωάννη από το μηχανοστάσιο, μέσω των φωναγωγών.
«Σταθερή πορεία», ανάφερε ο εικοσάχρονος σημαιοφόρος Παλαιολόγος Ανδρέας, κρατώντας και με τα δύο χέρια του το τεράστιο χαλύβδινο τιμόνι πηδαλίου του υποβρυχίου, με το μέτωπό του να στάζει ιδρώτα από την αποπνικτική ζέστη που επικρατούσε μέσα στον στενάχωρο χώρο του διαμερίσματος ελέγχου του υποβρυχίου.
«Τορπιλοσωλήνες από ένα έως έξι και τορπίλες από ένα έως έξι ελέγχθηκαν και έτοιμες», απάντησε η βραχνή φωνή του αρχικελευστή Μπικάκη Εμμανουήλ, υπεύθυνου στο διαμέρισμα τορπίλων.
«Ανοίξτε τις θύρες των τορπιλοσωλήνων ένα έως έξι της πλώρης», διάταξε ο κυβερνήτης.
Ο ύπαρχος με το ακουστικό στο χέρι, μετέφερε πρόθυμα τις εντολές του κυβερνήτη.
«Θύρες πλώρης ένα έως έξι ανοιχτές», ακούστηκε η φωνή του αρχικελευστή.
Ο κυβερνήτης κοίταξε πάλι από το περισκόπιο τα ιταλικά μεταγωγικά που πλησίαζαν αργά στην εμβέλεια των τορπιλών του. Κοίταξε το ρολόι που κρατούσε στο δεξί του χέρι, ήταν 4 το πρωί, της 22 Νοεμβρίου 1940. Ήταν το ρολόι του παππού του, ένα επίχρυσο ρολόι τσέπης με αλυσίδα, το οποίο όπως το είχε ανοιχτό, εσωτερικά στο καπάκι του υπήρχε η φωτογραφία της γυναίκας του της Αναστασίας και των δύο κοριτσιών τους, της Ευφροσύνης και της Άννας. Το βλέμμα του εγκλωβίστηκε απο τη φωτογραφία. Για μια στιγμή ο χρόνος σταμάτησε, το υποβρύχιο, το πλήρωμά του, τα ιταλικά μεταγωγικά έμειναν ακίνητα, παγωμένα στις άμμους του χρόνου. Ο κυβερνήτης μεταφέρθηκε πίσω στο σπίτι του στην Κατερίνη, να αποχαιρετάει τη γυναίκα του. Είχε στην αγκαλιά της την οχτώ μηνών Αννούλα που κοιμόταν και κρατούσε από το χέρι της την πεντάχρονη Ευφροσύνη που έκλαιγε. "Γύρνα πίσω σε εμάς όταν τελειώσει ο πόλεμος" του είπε. Για αυτές πολεμούσε, για να ζήσουν ελεύθερες... Ακόμα θυμόταν τη μυρωδιά των καστανόξανθων μαλλιών της, μύριζαν χρυσάνθεμο. Χρυσάνθεμο… Όπως ξαφνικά ξεκίνησε η ονειροπόλησή του, έτσι ξαφνικά τελείωσε. Ξανακοίταξε με το περισκόπιο.
«Πυρ ένα», διέταξε. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, « Πυρ δύο… Πυρ τρία… Πυρ τέσσερα… Πυρ πέντε……Πυρ έξι…»
Οι τορπίλες, με διαφορά λίγων δευτερολέπτων εκτοξεύτηκαν από τους εμπρόσθιους τορπιλοσωλήνες της πλώρης του υποβρυχίου με στόχο τα δύο ιταλικά μεταγωγικά. Οι έξι τορπίλες, φορτωμένες η κάθε μία με τριακόσια κιλά εκρηκτικών, κινούνταν με ταχύτητα πεντέμισι κόμβων, ρυτιδώνοντας την επιφάνεια της θάλασσας. Έσχιζαν την επιφάνεια της θάλασσας, σαν μια αγέλη από σφυροκέφαλους καρχαρίες που κατευθύνονται προς το θήραμά τους. Ο κυβερνήτης κοιτούσε μια τους δείκτες του ρολογιού του και μια την εικόνα των μεταγωγικών από το περισκόπιο. Τα δευτερόλεπτα έμοιαζαν με αιώνες. Ο αμούστακος σημαιοφόρος κοίταξε τον ύπαρχο, με την αβεβαιότητα να καθρεφτίζεται στο βλέμμα του, ήταν η πρώτη του αποστολή. Ο ύπαρχος του χαμογέλασε για να τον καθησυχάσει.
Ξαφνικά η νύχτα έγινε μέρα, καθώς η πρώτη τορπίλη χτύπησε την πλώρη του προπορευόμενου μεταγωγικού και μια τεράστια στήλη φωτός και φωτιάς υψώθηκε στο μπροστινό μέρος του προπορευόμενου μεταγωγικού. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, μια παρόμοια στήλη φωτός και φωτιάς αναδύθηκε στην πρύμνη του μεταγωγικού που είχε ήδη χτυπηθεί. Αστοχία υλικού, σκέφτηκε ο κυβερνήτης που κοιτούσε από το περισκόπιο, η δεύτερη τορπίλη δεν πυροδοτήθηκε . Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, με τον κυβερνήτη να έχει εγκλωβίσει με το βλέμμα του από το περισκόπιο το δεύτερο μεταγωγικό. Ακόμα μερικά δευτερόλεπτα… Ξαφνικά, μια δυνατή έκρηξη συντάραξε το μέσο του δεύτερου μεταγωγικού, με μια στήλη φωτός και φωτιάς. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, ο κυβερνήτης κοίταξε το ρολόι του, περίμενε λίγα ακόμα δευτερόλεπτα και απρόθυμος κατέβασε το περισκόπιο.
«Ταχεία κατάδυση», διέταξε, «σε βάθος εξήντα μέτρων. Εκτοξεύσαμε έξι τορπίλες, οι τρεις βρήκαν τον στόχο τους οι άλλες τρεις ή αστόχησαν ή δεν πυροδοτήθηκαν. Δύο ιταλικά μεταγωγικά χτυπήθηκαν σοβαρά. Το ένα με δύο τορπίλες στην πλώρη και την πρύμνη και το άλλο με μια τορπίλη στη μέση του».
Ο ύπαρχος μετέφερε τα λεγόμενα του κυβερνήτη στο πλήρωμα. Ένα δυνατό "ζήτω" βγήκε από τα λαρύγγια τριάντα εννιά αντρών και μια δυνατή βουή πλημμύρισε το χαλύβδινο κύτος του υποβρυχίου.
«Ήσυχα», διέταξε ο κυβερνήτης. «Τα αντιτορπιλικά των Ιταλών έχουν ενεργά σόναρ και συσκευές ηχοεντοπισμού. Ύπαρχε, πορεία προς το πλησιέστερο λιμάνι της Κέρκυρας. Σιωπηλή πορεία».
Άμεσα, οι φωνές και η οχλοβοή καταλάγιασαν και μια νεκρική σιωπή απλώθηκε στο υποβρύχιο, με μόνο τον μονότονο ήχο των μηχανών του να διαταράσσει την ανιαρή ησυχία. Ο κυβερνήτης κοίταζε σιωπηλός το ρολόι του. Σκεφτόταν πως είχε περάσει ήδη ένα λεπτό από τη στιγμή που είχε εκραγεί η τελευταία τορπίλη. Πόση ώρα έπρεπε να περάσει για να είναι ασφαλείς από τα ιταλικά αντιτορπιλικά; Δέκα λεπτά; είκοσι λεπτά; Αυτοί πήγαιναν με τη μέγιστη ταχύτητα υπό κατάδυση, πέντε κόμβους. Τα ιταλικά αντιτορπιλικά μπορούσαν να πάνε μέχρι και με τριανταπέντε κόμβους. "Απλά μαθηματικά", σκέφτηκε. Ένα ακόμα λεπτό πέρασε βασανιστικά. Ξαφνικά, μια δυνατή έκρηξη δίπλα στο υποβρύχιο δημιούργησε ένα βίαιο ωστικό κύμα που συντάραξε τον «Πήγασο», κάνοντας πολλούς λαμπτήρες στο υποβρύχιο να σπάσουν και την πλειονότητα των διαμερισμάτων του υποβρυχίου να βυθιστεί στο έρεβος. Σπίθες έβγαιναν από καλώδια και μικροί πίδακες νερού, άρχισαν να δημιουργούν ρηχές λιμνούλες αλμυρού νερού στο πάτωμα του υποβρυχίου. "Και έτσι, ξεκίνησε", σκέφτηκε ο κυβερνήτης, "βόμβες βυθού".
«Ήρεμα», συνέστησε ο κυβερνήτης, «σταθερή πορεία».
«Όλα καλά», πρόσθεσε ο Ύπαρχος, προσπαθώντας να καθησυχάσει το πλήρωμα, «ο "Πήγασος" αντέχει και χειρότερα».
«Δεν πρόκειται να μας βυθίσουν», είπε με σιγουριά ο κελευστής Ειρηναίος Τιμολέων, που βρισκόταν στο διαμέρισμα ελέγχου και έλεγχε τις βαλβίδες των δεξαμενών κατάδυσης και ανάδυσης.
Όσο περνούσε η ώρα, την πρώτη έκρηξη τη διαδέχτηκε ένα μπαράζ αλλεπάλληλων εκρήξεων από βόμβες βυθού του ιταλικού αντιτορπιλικού, που προκάλεσαν διαδοχικά, βίαια ωστικά κύματα. Το αποτέλεσμα ήταν οι πίδακες νερού να γίνουν μικροί καταρράκτες νερού και οι λιμνούλες νερού στο πάτωμα του υποβρυχίου να αρχίσουν να μεγαλώνουν επικίνδυνα. Μικρές εστίες φωτιάς άρχισαν να εμφανίζονται σε διάφορα σημεία του υποβρυχίου από τα βραχυκυκλώματα, με το πλήρωμα να προσπαθεί μέσα στον πνιγηρό καπνό να τις κατασβήσει άμεσα, πριν επεκταθούν και γίνουν φονικές. Δυνατοί μεταλλικοί τριγμοί άρχισαν να ακούγονται σε όλο το φάσμα του ατσάλινου κύτους του υποβρυχίου.
Ξαφνικά, από τους φωναγωγούς ακούστηκε η ταραγμένη φωνή του κελευστή Γιαννάκη Ιωάννη από το μηχανοστάσιο.
«Κυβερνήτη, η μια μηχανή βγήκε εκτός λειτουργίας, η άλλη λειτουργεί με το ζόρι. Το μηχανοστάσιο πλημμύρισε μέχρι τα γόνατά μας. Προτείνω άμεση ανάδυση. Όσο ακόμα προλαβαίνουμε…»
Ξαφνικά, μια έκρηξη, σαράντα φορές πιο δυνατή από τις βόμβες βυθού του αντιτορπιλικού, ανατάραξε τη θάλασσα και έστειλε ένα γιγαντιαίο, βίαιο ωστικό κύμα πάνω στον ήδη ταλαιπωρημένο «Πήγασο». Από την ορμή του κύματος ο ύπαρχος πετάχτηκε πάνω στα μεταλλικά τοιχώματα, ένα κρακ ακούστηκε από τον δεξί του ώμο και μια υπόκωφη κραυγή πόνου. Ο κυβερνήτης προσπάθησε να συγκρατηθεί από το περισκόπιο αλλά το κεφάλι του χτύπησε δυνατά πάνω στο περισκόπιο. Ο σημαιοφόρος κατάφερε να κρατηθεί σαν χταπόδι πάνω στο τιμόνι του πηδαλίου. Ο κελευστής Ειρηναίος Τιμολέων εκσφενδονίστηκε πάνω στη μεταλλική επένδυση του περισκοπίου, χτύπησε δυνατά το κεφάλι του και λιποθύμησε. Βογκητά πόνου ακούγονταν στο υποβρύχιο από σχεδόν όλο το πλήρωμα. Πεσμένος στο πλημμυρισμένο πάτωμα του υποβρυχίου, με το δεξί του χέρι αχρηστευμένο ανάμεσα σε βρεγμένους χάρτες, σπασμένες πυξίδες και με το νερό στο πάτωμα να έχει ξεπεράσει το ύψος των αστράγαλων τους, ο ύπαρχος κοίταξε τον κυβερνήτη με προσμονή.
«Ταχεία ανάδυση», διέταξε ο κυβερνήτης με κατακόκκινο αίμα να τρέχει από μια ανοιχτή πληγή πάνω από το δεξί του μάτι. Ταυτόχρονα, τράβηξε το γαλλικό πιστόλι Modèle 1935 A, από τη δερμάτινη θήκη στη μέση του και το όπλισε. Οι εντολές του εκτελέστηκαν άμεσα και το υποβρύχιο άρχισε αργά αλλά σταθερά να αναδύεται.
Ο κυβερνήτης πήρε το ακουστικό των φωναγωγών και άρχισε να μιλάει στο πλήρωμά του. «Το υποβρύχιο αναδύεται, κύριοι, όλο το πλήρωμα στις μπουκαπόρτες οπλισμένο. Με το που αναδυθούμε, βγαίνουμε από τις μπουκαπόρτες και όποιος προλάβει, επανδρώνει το πυροβόλο των 100 χιλιοστών ή το πολυβόλο των 40 χιλιοστών. Δεν θα σας πω ψέματα, η κατάσταση είναι δύσκολη. Όμως καταφέραμε να βυθίσουμε δύο μεταγωγικά. Αυτό σημαίνει λιγότερα πυρομαχικά, λιγότερα εφόδια και λιγότερους στρατιώτες για τον ιταλικό στρατό που πολεμάει. Καλύτερες πιθανότητες για τους στρατιώτες μας. Εκπληρώσαμε την αποστολή μας. Είμαι περήφανος για κάθε έναν από εσάς. Μια τελευταία μάχη, κύριοι, για την Ελλάδα».
Μια δυνατή κραυγή ακούστηκε από τα λαρύγγια σαράντα αντρών, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ…
Στη μπουκαπόρτα του πυργίσκου του υποβρυχίου ήταν ο κυβερνήτης με το πιστόλι του στο χέρι και ο ύπαρχος κρατώντας ένα περίστροφο στο αριστερό του χέρι και με το δεξί του χέρι σε έναν αυτοσχέδιο ιμάντα ακινητοποιήσεως, από τη ζώνη του παντελονιού του.
Έξαφνα, το υποβρύχιο ταρακουνήθηκε καθώς η πλώρη του αναδύθηκε πρώτη μέσα από τη θάλασσα. Μέσα σε δευτερόλεπτα, οι μπουκαπόρτες είχαν ανοίξει και σαράντα ένας πάνοπλοι άντρες, στριμώχνονταν για να βγουν στο κατάστρωμα του υποβρυχίου, αδιαφορώντας για τον καταιγισμό από ιταλικές σφαίρες, που θα τους περίμενε. Αυτό που αντίκρισαν, όμως, τους εξέπληξε. Αντί για ένα αξιόμαχο αντιτορπιλικό, αντίκρισαν ένα μισοβυθισμένο ιταλικό αντιτορπιλικό, που καιγόταν από άκρη σε άκρη, με μια τεράστια τρύπα στην πλώρη του.
«Χτύπησαν νάρκη», είπε ο ύπαρχος με βεβαιότητα.
«Αυτή ήταν η δυνατή έκρηξη που νιώσαμε», μονολόγησε ο κυβερνήτης, σκεφτικός. «Αναρωτιέμαι αν ήταν δική μας ή δική τους».
Στη θάλασσα γύρω από το αντιτορπιλικό υπήρχαν αρκετοί Ιταλοί ναύτες που προσπαθούσαν να μείνουν στην επιφάνεια της θάλασσας. Οι αγωνιώδεις κραυγές τους «Aiuto, aiuto» ακούγονταν μέχρι το υποβρύχιο. Το πλήρωμα του υποβρυχίου, χωρίς να περιμένει εντολές, θηκάρωσε τα πιστόλια του, κρέμασε στην πλάτη τα τυφέκια του και με γρήγορες κινήσεις ξεκίνησαν να ετοιμάζουν τις σωσίβιες λέμβους και τα σωσίβια. Ο μάγειρας με τον βοηθό του έτρεξαν στα αμπάρια του υποβρυχίου να ετοιμάσουν προμήθειες για τους ναυαγούς.
«Τελικά, αυτό είναι το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού, η φιλοξενία και η συμπόνοια για τον αντίπαλό του, ακόμα και εν μέσω πολέμου», είπε ο Ύπαρχος με περηφάνια. «Σκέψου, κυβερνήτη, το πλήρωμά μας είναι έτοιμο να σώσει τους Ιταλούς, παρότι πριν από λίγα λεπτά, οι ίδιοι άνθρωποι έριχναν βόμβες βυθού στα κεφάλια μας για να μας βυθίσουν. Επίσης, μην ξεχνάς πως οι Ιταλοί επέλεξαν να τορπιλίσουν προδοτικά και αναίτια, το καταδρομικό «Έλλη» στην Τήνο, τον δεκαπενταύγουστο στην εορτή της Παναγίας, την ιερότερη ημέρα του χριστιανισμού, πυροδοτώντας την οργή του Ελληνικού λαού. Μπορεί οι πρόγονοι μας να έφτιαξαν τον Παρθενώνα, τον Κολοσό της Ρόδου, τον φάρο της αλεξάνδρειας, την Αγία Σοφία, να ήταν πρωτοπόροι στις τέχνες, στις επιστήμες, στην ναυσιπλοια αλλα αυτό που τους χαρακτήριζε ήταν η ανθρωπιά. Γιατί τι αξία έχει ένας πολιτισμός που έχει φτάσει στο απόγειο της δόξας του, αν στην πορεία έχει χάσει τον ουμανιστικό χαρακτήρα του. Χαίρομαι που και οι νέες γενιές ελλήνων βάζουν πρώτο τον άνθρωπο, ανεξαρτήτος χρώματος, θρησκείας και ιδεολογίας.»
«Έχεις δίκιο χρήστο», απάντησε ο κυβερνήτης χαμογελώντας «είμαστε πραγματικά τυχεροί που έχουμε ένα τόσο αξιόμαχο πλήρωμα.»
Μέσα σε λίγη ώρα, με τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του πληρώματος του υποβρυχίου, όλοι οι επιζώντες από το ιταλικό ναυάγιο είχαν περισωθεί και είχαν τακτοποιηθεί σε τρείς σωστικές λέμβους, οι οποίες είχαν δεθεί σε σειρά η μια πίσω απο την άλλη, με χοντρο καραβόσκοινο από το υποβρύχιο. Κουβέρτες, τσίπουρο, ρακί, γαλέτες και νερό από τα πενιχρά εφόδια του υποβρυχίου, μοιράστηκαν απλόχερα στους αιχμαλώτους.
«Πόσοι επιζώντες Χρήστο», ρώτησε ο κυβερνήτης.
«Εικοσιεφτά», απάντησε ο ύπαρχος σκυθρωπός. «Ένα τέτοιο αντιτορπιλικό πρέπει να είχε πλήρωμα τουλάχιστον διακόσια άτομα. Ενημερώσαμε το Ναυαρχείο με τον ασύρματο. Στην αρχή δεν με πίστευαν....Έχουμε τα συγχαρητήρια του Ναυαρχείου θα μας προτείνουν όλους για σταυρό ανδραγαθείας. Στο μέτωπο ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε σήμερα την Κορυτσά. Απο το μηχανοστάσιο με ενημέρωσαν πως επιδιόρθωσαν την μηχανη, εχουμε απώλεια ορυκτέλαιου αλλα οι αντλίες μας κρατάνε εν πλω μέχρι στιγμής. Πιστεύουν πως μπορούμε να πιάσουμε μια ταχύτητα εφτά κόμβων.»
«Πολύ ωραία», απάντησε ο κυβερνήτης χαμογελώντας, «πορεία για Κέρκυρα λοιπόν ύπαρχε. Ενημέρωσε το πλήρωμα για τα νέα.»
Εν μέσω πανηγυρισμών από το πλήρωμα, η πλειονότητα των οποίων είχαν σε διάφορα σημεία του σώματους τους αυτοσχέδιους επιδέσμους, το υποβρύχιο ξεκίνησε την πορεία του προς την Κέρκυρα, που αχνοφαινόνταν στο βάθος του ορίζοντα. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου είχαν αρχίσει να κάνουν δειλά δειλά την εμφάνιση τους πίσω από τον σκοτεινό όγκο του νησιού των Φαιάκων. Ο «Πήγασος» έσερνε από την πρύμνη του τις σωστικές λέμβους, ενώ ταυτόχρονα άφηνε μια μακρόστενη κηλίδα ορυκτέλαιου στο διάβα του. Απο πίσω του η πρύμνη του αντιτορπιλικού, που ήταν πλέον κάθετη με το επίπεδο της θάλασσας βυθιστηκε κάτω από τα αγριεμένα κύματα παρασέρνοντας μαζί της και την ιταλική σημαία, ώσπου δεν έμεινε ίχνος από το πολεμικό πλοίο.
Γιώργος Παλαιστής 🌹




Comments