top of page

Φθορά και θύμηση 🌹

ree

Την ξεφλουδισμένη καγκελόπορτα περνώ,

προσεκτικά, μη με πληγώσει η φθορά της.

Σε βλάστηση πυκνή βυθίζω τα παπούτσια μου,

εκεί που κάποτε γυάλιζαν πλάκες λευκές,

οι οποίες το μονοπάτι μου όριζαν

–όπως πολλά σ’ αυτό το μέρος.

Τώρα, τις νιώθω μόνο κάτω απ’ τα τακούνια μου,

κρυμμένες καθώς είναι στα σκοτάδια τους.

Το σπίτι αγέρωχο φαντάζει,

παρά την ταλαιπωρημένη του όψη.

Το άλλοτε φωτεινό του χρώμα

δείχνει μουντό, ξεθωριασμένο.

Ανοιχτές πληγές τους τοίχους του καλύπτουν

–πληγές δικές μου και δικές του–

με τα παραθυρόφυλλα να στέκουν ακόμη όρθια,

παρά τις θλιβερές απώλειές τους.

Απ’ τις σπασμένες γρίλιες τους

οι ακτίνες του ήλιου εισχωρούν,

οι οποίες να σπάσουν δε μπορούν

τις ζοφερές σκιές που το τυλίγουν.

Αργά ανεβαίνω τα φαγωμένα σκαλοπάτια του

και, ύστερα, κοντοστέκομαι στην πόρτα.

Βροντοχτυπάνε οι παλμοί μου…

Μην είναι από φόβο;

Στρέφω το βλέμμα πίσω μου για λίγο

στα κάγκελα της μπροστινής βεράντας,

χρονοτριβώντας.

Αν και το ξύλο είναι γεμάτο σκλήθρες πια,

τ’ όμορφο σχέδιο την αίγλη του δεν έχει χάσει.

Το κλειδί την τσέπη μου βαραίνει.

Με απροθυμία το βγάζω

και ξεκλειδώνω με δάχτυλα τρεμάμενα.

Η πόρτα με το μπρούτζινο ρόπτρο ανοίγει

και μια ανάσα αφήνεται

–δική του, όχι δική μου–

που το σπίτι για χρόνια κρατούσε.

Οι μεντεσέδες στριγγλίζουν,

ανατριχίλα προκαλώντας μου,

και το πάτωμα τρίζει

στα πρώτα μου βήματα.

Με παράπονο μοιάζει η φωνή τους

για τον χρόνο που έλειψα.

Στου φωτός τις ακτίνες

σωματίδια σκόνης χορεύουν

και μια μυρωδιά μ’ υποδέχεται

βαριά, ανυπόφορη,

ανοίκεια και οικεία.

Και μαζί της, η σκάλα

που τόσες και τόσες φορές

με συνόδεψε στα τρελά μου πατήματα.

Το βλέμμα μου, άθελα, στο έπιπλο κλειδώνει·

σ’ εκείνο που ’ναι γεμάτο με κορνίζες.

Τα βλέφαρα κλείνω σφιχτά,

αρνούμενη να εστιάσω στις μορφές τους.

Το κρύο, σαν αίσθηση, μέσα μου τρυπώνει

και το κορμί μου παραλύει για λίγο.

Κι έπειτα,

τα χέρια μου το σώμα μου τυλίγουν

και τα πόδια μου στο διπλανό δωμάτιο μ’ οδηγούν

–για να με σώσουν.

Φως λιγοστό εισχωρεί από μια μισοσπασμένη γρίλια,

αλλά είν’ αρκετό για να φωτίσει την παλιά ταπετσαρία.

Τα χρώματά της δείχνουν ακόμη ζωηρά,

αντιμαχόμενα τον χρόνο που τα πάντα ρημάζει.

Μόνο μια άκρη της έχει ανασηκωθεί·

η ίδια άκρη που πάντα αρνούταν στη θέση της να μείνει·

η άκρη αυτή που –όπως κι εγώ– έψαχνε τρόπο

να ξεφύγει απ’ όσα τής επέβαλλαν·

από ένα παρελθόν που ακόμη επιζεί

μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους·

ένα παρελθόν που, παρότι δε μου ανήκει,

να το σηκώνω μ’ έμαθαν.

Όμως, κουράστηκα να κουβαλώ τα ξένα βάρη,

τις προσδοκίες και τα λάθη τους,

τ’ απωθημένα και τις πίκρες τους.

Οι αναμνήσεις με σαρώνουν

και η έντασή τους την καρδιά μου σφίγγει.

Με κάθε βήμα που κάνω προς τα πίσω,

τη φυγή μου σφραγίζω.

Οριστικά εγκαταλείπω

όσα δέσμια με κρατούσαν.

Η πόρτα κλείνει πίσω μου με κρότο

και ξέρω πια πως δεν ήταν ο φόβος

που με κρατούσε μακριά.

Ήταν η αίσθηση πως έπρεπε ν’ αποδεχθώ ξανά

όσα επέλεξα –για το καλό μου–

κάποια στιγμή ν’ αφήσω πίσω.

Βάσια Δελημήτσου 🌹

Comments


bottom of page