top of page

Το τρόπαιο Α' μέρος 🌹


Απόσπασμα από το βιβλίο "Ανώ" Λιλή Δαφερέρα  Βασιλάκη 🌹
Απόσπασμα από το βιβλίο "Ανώ" Λιλή Δαφερέρα Βασιλάκη 🌹

Στις αρχές του Ιούλη, έγινε το απρόσμενο.

Καψερό το μεσημέρι, που έμελλε να νοτιστεί με την επιστροφή της «άσωτης μάνας»

Η Ανώ έμεινε εμβρόντητη, δεν το πίστευε, είχανε περάσει τέσσερα χρόνια, από τότε που την είχε δει για τελευταία φορά.

Μαζί της είχε και δυο μικρά σκανταλιάρικα, άγνωστά της, τ’ αδέλφια της.

Είχε έλθει με σκοπό, όπως είπε, να πάρει πίσω το παιδί της, που το στερήθηκε όλα αυτά τα χρόνια.

Κατηγόρησε τη μάνα της ότι μπαμπέσικα της το πήρε εκείνο το καλοκαίρι και τότε άναψε καυγάς ανάμεσα σε Θεανώ και Λευκή.

-Μπα, τώρα το σκέφτηκες, ότι έχεις και μια κόρη;

Όταν την άφησες κι έφυγες ενός μόλις χρονών τότες δεν τη σκεφτόσουνα;

-Ξέρεις, πως λόγοι ανώτεροι με αναγκάσανε να φύγω.

Και άλλωστε, ξαναγύρισα κάποια στιγμή…

-Ναι, στα δυόμισι της, για να φύγεις πάλι, με το ίδιο εισιτήριο…

-Δεν άντεχα τη ζωή εδώ μάνα και το ξέρεις!

-Ούτε η κόρη σου μακριά σου Λευκή.

Οι λόγοι σου δεν ευσταθούνε και ούτε με συγκινούνε….

Για μένα το παιδί σου είχε προτεραιότητα.

Να ‘ξερες εκείνο το «μαμά μου» σαν προφέρανε τα χειλάκια της, γεμάτα παράπονο, μου ζεματούσανε την καρδιά.

Γι αυτό έκανα την καρδιά μου πέτρα και στην έφερα τότες…

-Ναι, για να την πάρεις πάλι πίσω, μπαμπέσικα! Δέκα μήνες μόνο την άφησες. Τώρα όμως, θα την πάρω, έχω κάθε δικαίωμα, είναι παιδί μου!

-Να την κάνεις τί, πάλι δούλα; Σου την έφερα τότες, κάνοντας την καρδιά μου πέτρα, σου ξαναλέω. Ε, μάνα είναι, είπα, έχει δίκιο να τη θέλει κοντά της κι εσύ της φέρθηκες σαν αποπαίδι. Που να το ‘ξερα η καψερή.

Ούτε σχολειό δεν την άφησες να χαρεί.

Την απόκοψες απ το δικαίωμα να μάθει γράμματα.

Η δασκάλα έχει να το κάνει με την εξυπνάδα της και μας το τονίζει, μια και μια, «Να μη την αδικήσετε, να πάει στο γυμνάσιο». Σα σφουγγάρι τα ρουφά. Στα χέρια σου θα ‘μενε στραβή!

-Και είναι ανάγκη να μάθει γράμματα;

Έμαθα εγώ, για να μάθει κι εκείνη;

-Μα, τι λες Λευκή; Μπαίνοντας κι Μαγδαληνή στη κουβέντα, που τόσην ώρα έμενε σιωπηλή. Της φάνηκε, εντελώς, παράλογη και άδικη η άποψη της αδελφής της.

-Εσύ, να μην ανακατεύεσαι! Δεν σου πέφτει λόγος! Μήπως, εσύ έμαθες;

-Όχι, αλλά, δεν μου αρέσει καθόλου αυτό. Σαν ξύλο απελέκητο νιώθω! Της είπε με θλίψη η Μαγδαληνή. Έχουνε αλλάξει, τώρα, οι καιροί αδελφή.

Ο κόσμος προχωράει κι εσύ στην Αθήνα, τόσα χρόνια, θα έπρεπε να σκέφτεσαι αλλιώς.

-Δεν πιστεύω, αυτά που ακούνε τα αυτιά μου. Μάνα να μη θέλει το παιδί της να προοδέψει… τότες ήτανε άλλοι καιροί. Φτώχεια, ανέχεια, μεσολάβησε κι ο πόλεμος, τα σχολεία κλείσανε, πού ήθελες να πας; Μη ξεχνάς ότι έφτασες μέχρι την Πέμπτη… τουλάχιστον, έμαθες να διαβάζεις, να λογαριάζεις, είπε εκνευρισμένη κι η Θεανώ.

-Άρα, έχει δίκιο η μάνα μας Λευκή, δεν θα την άφηνες να πάει στο σχολειό… είναι κρίμα!

-Ό,τι και να λέτε εσείς, είναι δικό μου παιδί και σας στο ξαναλέω, έχω δικαίωμα να την πάρω και θα την πάρω! Το καταλαβαίνεις αυτό; είπε άγρια, γυρνώντας προς τη μάνα της. Αρκετά ανέχθηκα τη στέρηση της και δεν θα μου πεις, τι θα την κάνω!

-Και, τί καλό θα της δώσεις; Τι έχει να θυμάται από τα χέρια σου, μόνο το ξύλο! Εδώ τουλάχιστον, δεν της λείπει η στοργή, η αγάπη, αυτά που αποζητά ένα παιδί, για να ‘ναι καλά, ευτυχισμένο. Είπε η Θεανώ, υψώνοντας τη φωνή της.

-Θα τα ‘χει!

-Ναι, ως τυφλή και ψυχοκόρη! Α, ναι, ως και την ταυτότητά της, της στέρησες! Πώς σου ‘ρθε πάλι αυτό; Μου λες; Να μπερδεύεις το μυαλό του παιδιού σου, με τα πεθαμένα σου συναισθήματα, δε ντράπηκες διόλου; Αν είχε μια ομαλή, φυσιολογική ζωή, όπως της άξιζε, δε θα την έπαιρνα «μπαμπέσικα», όπως είπες. Φέρθηκα κι εγώ ανάλογα με το δικό σου τρόπο, με τη δική σου συμπεριφορά! Καλά και με πληροφορήσανε το πόσο «καλά» περνούσε στα χέρια σου…

-Τώρα έχουνε αλλάξει τα πράγματα, είναι αλλιώς, θα περάσει καλά! Δεν θα της λείπει τίποτα!

-Πώς αλλιώς; πήρες άλλη δούλα; της πέταξε πικρόχολα η Θεανώ. Όχι, δεν θα την πάρεις, ζει καλά εδώ, πόσες φορές θ’ αλλάξει συνήθειες, τρόπο ζωής αυτό το παιδί; Εσύ έχεις δρομολογήσει το δικό σου δρόμο κι εκείνη το δικό της. Δεν μπορούμε να παίζουμε άλλο με την ψυχή της, ξέχνα το!

-Εγώ, θα την πάρω, θες δε θές! Βάζοντας τις φωνές. Ο νόμος σε μένα την ανάθεσε! Είναι με το μέρος μου, είπε και ξέσπασε σε κλάματα, μην αντέχοντας άλλο να συγκρατήσει τα δάκρυα της απόγνωσης.

-Λυπάμαι, αλλά έτσι, όπως ήλθες, θα φύγεις! Χωρίς την Ανώ, μόνο με τα παιδιά του έρωτά σου! Δικές σου κουβέντες είναι και λέγοντας τα τελευταία λόγια, όπως ήτανε πυρωμένη, ένα τασάκι, -πώς βρέθηκε κι αυτό μπροστά της; - εκσφενδονίστηκε αστραπιαία κατά της κόρης της κι ευτυχώς, πέρασε ξυστά πάνω απ’ το κεφάλι της Λευκής. Ο αγώνας ήτανε άνισος κι έφυγε την άλλη μέρα, με τις ίδιες «αποσκευές».



Συνεχίζεται: Πέμπτη 29/05025


Λιλή Δαφερέρα Βασιλάκη 🌹

Comments


bottom of page